Πέμπτη 15 Δεκεμβρίου 2022

 

                                           Λογοτεχνικές σελίδες

                     Γράφει και επιμελείται ο Παναγιώτης Αντωνόπουλος   Παλαιά βιβλία και χειρόγραφο ημερολόγιο Στοκ Εικόνες - εικόνα από :  147823628

               Ανθρώπινες ιστορίες.  Επιστροφή στο παρελθόν σε μια στιγμή σκληρή του, που την κουβαλάει στη μνήμη μου ο φλύαρος χρόνος. Αφορά μια επίσκεψή μου παιδαγωγικής εμπειρίας σε Στέγη παιδιών με κινητικές κι άλλες συναφείς αναπηρίες. Σχολείο σωματικού και ψυχικού πόνου εν ολίγοις, που μονάχα το βλέμμα των τροφίμων υπαγόρευε  μέρος της δυστυχίας τους και της ανθρωπότητας. Η λειτουργία του αρίστη, η αγάπη και η μέριμνα των δασκάλων αχτίδες λαμπερές, και η φροντίδα του υπηρετικού προσωπικού μαργαριταρένια λάμψη. Όλα είχαν την τρυφεράδα μιας ανθρώπινης όασης με το λόγο πάντα να σκάει από τα χείλη της μεγάλης παρέας σαν πορφυράδα μεστού ροϊδιού.

   Όμως αυτά δεν αρκούσαν για να κρύψουν το σταυρό του μαρτυρίου που κουβαλούσε κάθε παιδί ανεβαίνοντας τον Γολγοθά του. Αν και εξασκημένα στους σωματικούς και ψυχικούς πόνους, έδειχναν καταβεβλημένα γιατί οι πόνοι τους δεν ήταν πονόδοντοι η στομαχικοί, αλλά μια εσωτερική αθλιότητα που τη ζούσαν και τους  την υπενθύμιζε ένας μαρμαρωμένος στίχος που τον είχαν γράψει μέσα τους: << πως η ζωή δεν είναι γι’ αυτά >>.

    Στην ώρα της ζωγραφικής ένας μικρός με κινητικά προβλήματα και στα δυο του χέρια, δόξασε με το ψυχικό μεγαλείο του τη στιγμή που έμεινε κορυφαία στη ζωή μου. Σηκώθηκε στον πίνακα και με δυσκολία προσαρμόζοντας την κιμωλία μεταξύ των δύο καρπών, ζωγράφισε δυο εικόνες αστραπές. Ύστερα εξήγησε: << Εδώ στην πρώτη βλέπετε ένα πέτρινο σπίτι, απλό και με κήπο, χωρίς πολυτέλειες που έχουν τα πλούσια σπίτια. Μέσα του βασιλεύει η αγάπη και η ευτυχία και οι άνθρωποι χαίρονται να ζούνε νιώθοντας τη μουσική από την ανάσα τους. Το πρωί που ξυπνούν ακούνε τις φωνές των πουλιών, μεθούν από τα αρώματα των λουλουδιών και είναι χαρούμενοι από τις ομορφιές της φύσης. Ένα τέτοιο ονειρεύομαι κι εγώ, ένα τέτοια σπίτι θέλω να έχουν όλα τα   παιδιά του κόσμου.

    Στο σπίτι της δεύτερης ζωγραφιάς, ζούνε τρελοί, φιλοπόλεμοι! Είναι εχθροί της ειρήνης, έχουν για θεό τους το χρήμα, τον πλούτο και τον πόλεμο. Μισούν τους ανθρώπους που ζούνε στο άλλο σπίτι και  θέλουν να  τους εξοντώσουν. Οι άνθρωποι του πρώτου σπιτιού, γελούν με την τρέλα τους και θέλουν να τους στείλουν στο τρελοκομείο! Εκεί αφού τους δέσουν θα απαλλαγούν από την παρουσία τους, θα νιώσουν ασφαλείς, και με σύνθημά τους την ειρήνη θα φέρουν την Ανάσταση!

   Μαρκόπουλος Γιώργος. Δικός μας ποιητής, μεσσήνιος, που η ποίησή του τρέφεται απ’ το πάθος που ζητάει αδιέξοδο. Γιατί ξέρει πως από το πάθος αντλείται η ποίηση και με το πάθος αναπτύσσεται. Ακόμη δεν του ξεφεύγει πως απ’ την ίδια της φύση  κι από τη σύστασή της η ποίηση είναι ταυτόσημη με την κατάκτηση της ελευθερίας. Η καταγωγική της σύσταση την έχει περιορίσει ν’ αντιμάχεται την καταπίεση και την υποταγή. Προορισμός της είναι να κεντρίζει τα αισθήματα, να τα κορυφώνει, να μεταφυτεύει το νόημά της  στον άνθρωπο και να καυτηριάζει την παθητικότητα που οδηγεί στην αποτελμάτωση της ζωής. Αυτή είναι ίσως η  κυριότερη ώρα της γιατί το αληθινό της πάθος την έχει προικίσει μ’ εκείνη τη δύναμη ώστε να διεγείρει το πνεύμα και την ψυχή. Η ποίηση είναι απαίτηση ελευθερίας. Να πως εκφράζει τις ιδέες του ο ποιητής στα δυο του ποιήματα << Η  φοβερή πατρίδα μου >> [απόσπασμα] και << Ο πατέρας μου ήθελε να φτιάξει ένα σπίτι>>.

                                                ***

     […] Μια φωνή μου φώναξε χθες στον ύπνο μου/ << Έλα να δεις τα στέκια σου που έτρεξες/ -μου έλεγε- παιδί >>/, << εγώ δεν ημπορώ να δω τα στέκια μου/ γιατί είναι η καρδιά μου κάρβουνο>>/, της απαντούσα/ << έλα να δεις τα πρώτα σου τα χρόνια/ και τις πηγές τις δροσερές, έλα >>/ μου ξανάλεγε η φωνή//. Έναν τόπο ζητούσα που ο αρτοποιός θα κάνει το ψωμί/ όπως τότε που ο φούρνος μύριζε τη νύχτα/, τα ρούχα θα πλένονται στον κήπο/ με όλες τις ατέλειες που αφήνει το χέρι/ και ο τεχνικός του σίδερου/ θα λιώνει τα μέταλλα με πρωτόγονους τρόπους/ -του γύρεψα έναν αναπτήρα αυτοσχέδιο για ενθύμιο-/έψαξε - << πάρε- μου είπε –αυτόν/ μπορεί και να τον έχει φτιάξει ο θείος σου/ δούλευε κάπου εδώ, πέθανε και δεν τον γνώρισες >>/ τα απαιτούμενα του έβαλε, τον άναψε/ το πρόσωπό του μέσα στις τσακμακιές έπαιξε/φωτίστηκε, όπως άστραφτε/ μικροί, τον Οκτώβριο, πριν αρχίσουμε/ δωδεκαετείς το σχολείο//. Ω πατρίδα, αιώνια ταραχή της πρώτης ερωμένης//. Ω ζωή κομμένη στη μέση/ και ω νεότητα από τότε/ τέλος, τραυματισμένη σαν ένα κοριτσάκι με το καλό του φόρεμα/ που ισορροπούσε πάνω στην εγκαταλειμμένη γραμμή/ του τραίνου, ισορροπούσε//.

                                                 ***

        Ο πατέρας μου έφαγε μια ζωή/ για να φτιάξει ένα σπίτι//. Απογεύματα, Κυριακές στο  κουζινάκι/ χωρίς ένα γλυκό ή ένα καφενείο//. Όταν πέθανε άφησε στο χορταριασμένο στρατί/ ένα χτίσμα δίχως κουφώματα/ δίχως  σοφάτια, χρόνια…/ Άλλαξαν οι καιροί που λέει ο λαός/ γεγονότα συνέβησαν//. Χαθήκαμε με τον αδερφό μου/μάθαμε πως πέθανε ο πατέρας//. Γι’ αυτό λοιπόν  το βράδυ σε κοιτώ βαθιά στα μάτια//. Είναι μήπως ζήσω εγώ την ταπεινή θαλπωρή/ που εκείνος δεν έζησε//.

      Όλγα Καλύβα. Ζει στο Προάστιο Καρδίτσας. Η ποίησή της εξασφαλίζει στον άνθρωπο την ικανότητα της πτήσης. Ας την απολαύσουμε σε δυο ποιήματά της:  ΚΟΙΜΩΜΕΝΗ: Τεράστια  στην όψη και στην κίνηση απλή//. Σ΄ ένα  αχνό πέπλο, απ’ αδιόρατα αγνέφια καμωμένο, τυλιγμένη//. Σε τραχύ σκληρό  στρώμα ξαπλωμένη//. Στην αφή απόμακρη και απρόσιτη στο βλέμμα//. Ανέγγιχτη ως γνώση απ’ την νιότη/ κι ως παρουσία αιώνια από τα γηρατειά//. Απόρθητα ακίνητη//. Μα στο θάμπος θαρρείς/ πως κρύβει τόση κίνηση όση κι ομορφιά//. Το μούχρωμα ωριοσταλιάζεται στα κρινοδάχτυλά της//.

          ΠΟΡΤΕΣ ΚΛΕΙΣΤΕΣ: Τ’ αηδόνια, γλυκολάλητο το άσμα τους,/ αρνούνται να διαβούν,/ να τραγουδήσουν δεν μπορούν//.  Αετοί με χρυσοποίκιλτες φτερούγες,/ σπάνε τ’ ακρόνυχά τους,/ τα μάτια τους καρφώνουν, δεν πετούν//. Ανθοί σ’   αυλές  και κήπους κρεμαστούς/ μαραίνονται, ζέχνουν,/ πέφτουν άδοξα στη γη, δεν ευωδιούν//. Νιοι και νιες, ο άγιος έρωτας  θεός,/ χάνονται και γερνούν, τα νιάτα σε ευωχίες δε μεθούν//. Τα σπίτια, πλίνθοι και κεραμίδια,/ ασπρόρουχα δεν έχουν,/ ν’ ανοίξουν πόρτες δεν μπορούν//.

       Όμηρος Πέλλας, [ Οδυσσέας Γιαννόπουλος]. Έγραψε σύμφωνα με τη Διεθνή ομοσπονδία αντιστασιακών το καλύτερο βιβλίο αποτύπωσης των γερμανικών στρατοπέδων συγκέντρωσης. Ο δε Δημήτρης Ραυτόπουλος  έχει πει: «  Είναι αλήθεια ότι ο όμηρος Πέλλας και πέθανε και γεννήθηκε όμηρος…’’ Ας διαβάσουμε ένα απόσπασμα από το βιβλίο του STALAG VI C.  << Δώδεκα μέρες μετά την απελευθέρωση, πέθανε ο φίλος που μαζί του πέρασα όλον εκείνον το δύσκολο καιρό μέχρι τελευταία που έφυγε από το νοσοκομείο. Εγώ έμεινα εκεί και με βρήκε η απελευθέρωση. Όταν λίγο αργότερα, πριν φύγουμε για το γυρισμό, βρήκα την ομάδα του, μου παρέδωσε ένα πακέτο. Χρόνια τώρα το κρατούσα κλειστό. Φοβόμουνα να τ΄ ανοίξω  όπως φοβόμαστε να ανοίξουμε μια πληγή.

            Τώρα τελευταία η γυναίκα μου με πίεσε πολύ.[…]  Το αποφασίσαμε και το ανοίξαμε Μέσα ήταν η ταυτότητά του, ένα  μετάλλινο ορθογώνιο διάτρητο στη μέση κι απάνω τα στοιχεία του φίλου μου: STALAG VI C. Νο 114.003 […] κ’ η καρτέλα του νοσοκομείου: Lungen T.B.C το διάγραμμα του πυρετού του, σταματούσε στις 28 Απρίλη [ του 1945] και τελευταία η ένδειξη: Mort [νεκρός]. Από κάτω ένα μάτσο χαρτιά, δυσκολοδιάβαστα. […} Πήρα να διαβάσω {…} Η φωνή του φίλου γιόμισε το δωμάτιο, όπως τον είδα τελευταία φορά όταν χωρίσαμε χωρίς να ρωτιόμαστε αν ξαναβρεθούμε πάλι >>.

   Παιδεία.  Τα ίδια όπως πάντα, κοντάρια, σημαιοφόροι, αριστεία, επιπλήξεις, τιμωρίες αποβολές, χαλασμένες διαγωγές, κληρωτίδες και αίθουσες φίσκα  σκράπες και τη μαθητική  σάρα και μάρα.  Μας το υπενθυμίζει ο Μυριβήλης το 1925 που γράφει: << … Η δασκάλα διέταξε: τώρα με το << μαρς >> θα πάτε με βήμα τακτικόν! Και τα κοριτσόπουλα άρχισαν να περπατάνε σαν αστείες καρικατούρες φαντάρων. Σήκωναν τις αδύνατες γαμπίτσες τους κι έμοιαζαν σαν μια σειρά γαριδίτσες γιαλού. Τα λυγερά κορμάκια τους στεκότανε όρθια σαν αχυρένια και τα χεράκια τους κουνιότανε σαν να τα κρέμασες με δυο καρφάκια χτυπημένα εκεί στους ώμους τους>>.

    Στις μέρες μας οι αράχνες οι ίδιες με τις εξέδρες των επισήμων στις παρελάσεις φορτωμένες Νέρωνες και Μέδουσες της πολιτικής ζωής.

ellinikoxronografima.blogspot.gr     panant1947@gmail.com

   

 

 

 

 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου