Χρονογράφημα
Πού να γράψουν, με ποιον να μιλήσουν;
Παναγιώτη Αντωνόπουλου
<< Οι ποιητές κλειστήκανε στο σπήλαιό τους, δε βγαίνουν, φοβούνται, δεν παραδίδουν τίποτα. Με ποιον, με ποιον να μιλήσω; >> [Μιχάλης Κατσαρός]. Το ίδιο και οι λογοτέχνες. Σκοτεινοί περιφέρονται στους δρόμους, ούτε τη χορδή μιας σειράς δεν χτυπάνε, ούτε ένα θρήνο ανθρώπου σε μια σελίδα δεν θυμίζουν πως συμβαίνει. Τα περιοδικά έγιναν κλειστά κλαμπ, τα μέλη μικρές φατρίες, προτιμούνται να γράφουν οι ημέτεροι Σαδδουκαίοι, απέξω μένουν οι μάχιμοι ειρηνιστές που δεν τους θέλουν και σε υπόγεια με πυρσούς σβηστούς τους έχουν φυλακίσει.
Σήμερα από τα παλιά καλά περιοδικά έχουν μείνει μόνο τ’ απολιθώματά τους. Ενάντια στον καιρό που έφυγε φλύαρος έγραφαν σ’ αυτά, ποιητές και λογοτέχνες, χίμαιρες κυνηγούσαν με το πολύβουο σμήνος της γραφής τους, στα τρυφερά πλοκάμια μιας όμορφης ζωής σε ταξίδευαν. Στις μέρες μας πού να γράψουν, με ποιον να μιλήσουν; Έτσι η ποιητική τους δημιουργία μένει ακίνητη, το πολύβουο σμήνος της γραφής τους δε φτάνει πουθενά, οι αναγνώστες έπαψαν να γεύονται τα φανταστικά όμορφα ταξίδια της ζωής μέσα από τις σελίδες τους. Έτσι η ποιητική δημιουργία με την απελευθερωτική της δύναμη δεν έχει χώρο στις σελίδες τους για να γράφουν: << Μυρωμένο χορτάρι του στήθους μου, φύλλα από σένα κορφολογώ, τα γράφω για να διαβαστούν καλύτερα μετέπειτα. Φύλλα του τάφου, φύλλα του κορμιού που φυτρώνετε πάνω από μένα και πάνω από το θάνατο … >> [ Γουίτμαν ].
Ο τύπος χαλαρός αλλά αγωνιστικός, βλέπει τους ποιητές και λογοτέχνες να τριγυρνούν σ’ άγνωστους δρόμους, κραυγάζοντας και ζητούντες χώρους να γράψουν, τους δίνουν, αλλά δεν είναι επαρκείς. Στερείται όμως το αναγνωστικό κοινό, την κομψότητα, την αμεσότητα και την ευθυβολία της σκέψης τους και μένει πτωχό στο πνεύμα.
Με ποιον, με ποιον να μιλήσουν άδοξοι ποιητές και ένδοξοι ξεχασμένοι συγγραφείς, όταν <<από θεούς και ανθρώπους μισημένοι, σαν άρχοντες που ξέπεσαν πικροί, μαραίνονται οι Βερλέν, τους απομένει πλούτος η ρίμα, πλούσια και αργυρή. Οι Ουγκώ με << Τιμωρίες >> την τρομερή των ολυμπίων εκδίκηση μεθούνε. Μα εγώ θα γράψω μια λυπητερή μπαλάντα στους ποιητές άδοξοι που ‘ναι… >> [ Καρυωτάκης ].
Τούτοι οι φύλακες του πνεύματος, που διαφυλάττουν την ελευθερία του ανθρώπου, μέσα σε θρυμματισμένα πουκάμισα και εχθρικές λεγεώνες, με τα πουλιά άλμπατρος μοιάζουν. Ο άνεμος δικός τους ας αφήσουμε όμως τον Μπωντλέρ να τους τραγουδήσει: << Συχνά για να διασκεδάζουν, οι άντρες του πληρώματος/ πιάνουν μερικούς άλμπατρος, πελώρια πτηνά των θαλασσών/ που ακολουθούν, νωχελικοί ταξιδιωτικοί σύντροφοι/ το πλοίο που ολισθαίνει επάνω στα πικρά χάσματα//. Ευθύς μόλις τους τοποθετήσουν πάνω στο σανίδωμα/ αυτοί οι βασιλιάδες του γαλάζιου, αδέξιοι και συνεσταλμένοι/ αφήνουν αξιολύπητα τις μεγάλες φτερούγες τους/ να σύρονται δίπλα τους σαν κουπιά//. Αυτός ο φτερωτός ταξιδευτής πόσο αδέξιος και άνευρος είναι! // Αυτός, ο προ ολίγου όμορφος, πόσο κωμικός και άσχημος είναι!// Ένας ενοχλεί το ράμφος του με μία πήλινη καπνοσύριγγα//. Άλλος μιμείται, σαν χωλός, τον ανάπηρο που πετούσε!// Ο ποιητής είναι όμοιος προς τον άρχοντα των νεφών / που στοιχειώνει την θύελλα και περιγελά τον τοξότη//. Εξορισμένος επάνω στη γη, εν μέσω εμπαιγμών/ με τα γιγάντια φτερά του να τον εμποδίζουν να βαδίσει //.
ellinikoxronografima.blogspot.gr pananr1947Qgmail.com
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου