Σάββατο 16 Νοεμβρίου 2013

Το στοιχειωμένο σπίτι



  Γράφει ο Παναγιώτης Αντωνόπουλος

Αυτή την είδηση που θα σας περιγράψω και διαδόθηκε στην πόλη σαν αστραπή από στόμα σε στόμα σε λίγες μόνο ώρες οι πιο πολλοί κάτοικοί της έλεγαν πως τη γέννησε το αρρωστημένο μυαλό τού φαντασιοκόπου και παγερού εκείνου ανθρώπου που σε κρίση νευρικού ξεσπάσματος είδε ό,τι είδε και θέλησε να διασκεδάσει με το φόβο τους. Καυχιόταν δε μ’ ένα ειρωνικό γελάκι σαν διηγιόταν το εντυπωσιακό επίτευγμα της φαντασίας του πως όσα είδε εκείνη τη νύχτα ήταν αληθινά και οφείλονταν στην επικοινωνία του με το παρελθόν χάρη στα ιδιαίτερα γονίδιά του που του τα είχε εξασκήσει το συναίσθημα και η γνώση.
Ακόμη ο φίλος αυτός είχε την έμμονη ιδέα να χαρακτηρίζεται ερωτευμένος με τη Νύχτα κι αυτή ως ανταπόδοση τού φανέρωνε αβίαστα πολλές εξωφρενικές στιγμές συμβάντων ανθρώπων των θρύλων που του παρουσιάζονταν σαν φαντάσματα ή παραισθήσεις.
Έτσι διηγήθηκε πως εκείνη τη νύχτα ακολούθησε τυχαία το δρόμο μπροστά από το ερειπωμένο και στοιχειωμένο σπίτι της Ελένης του Χαμέρη όταν οι άλλοι συμπολίτες του μην μπορώντας να αποβάλλουν την εκκεντρικότητά τους απολάμβαναν τους περιπάτους τους στη φωτισμένη πλατεία, αγκαζέ με τις συμβίες τους ή συζητώντας με φίλους που είχαν ελάχιστες πνευματικές ανησυχίες για θέματα ανούσια της καθημερινότητας. Η νύχτα ήταν κρύα και υγρή. Ο αέρας δυνάστης φοβερός του χάραζε τα γυμνά μέλη όπως ένα κοφτερό γυαλί. Παντού αχαλίνωτη ερημιά και μόνο οι φωνές που έβγαιναν από τις κουκουβάγιες που κούρνιαζαν στα χαλάσματα τού εκμυστηρεύονταν με ειλικρίνεια πως το μόνο συναίσθημα που τον κατείχε και τον κυριαρχούσε εκείνη τη στιγμή ήταν ο φόβος στηριγμένος πάνω στη διαβρωμένη του μελαγχολία. Η εγκαταλειμμένη και αλλόκοτη όψη του σπιτιού με τον ελάχιστο φωτισμό που το έκανε ορατό μεν αλλά του προσέδιδε φριχτή εικόνα, τον έκαναν να το προσέξει και να σταματήσει. Το κοίταξε όσο μπορούσε. Ο χρόνος διαπίστωσε πως όχι μόνο το είχε ξεχαρβαλώσει αλλά και το είχε ντύσει με το πέπλο μιας δεισιδαιμονικής υφής. Ένιωσε το βάρος του να τον πιέζει και νόμισε πως οι τοίχοι του έτριζαν. Ακόμη ομολόγησε και δεν ντράπηκε γι’ αυτό πως καθώς παρατηρούσε το σπίτι τού φάνηκε σαν ένα σώμα νεκρό, αιωρούμενο στην άβυσσο της νύχτας. Και όσο το γερό του μνημονικό, είπε, μπορούσε να θυμηθεί, είδε στο δυτικό παράθυρο του σπιτιού να εξελίσσεται μια σκηνή που τον τρόμαξε τόσο που δεν ήξερε από την ταραχή του να τη χαρακτηρίσει έκπληξη των αισθήσεων, θρίαμβο της φαντασίας του ή αποκύημα μιας εγκεφαλικής νεύρωσης.
Για να γίνει πιο σαφής είπε πως το σπίτι ήξερε πως ήταν ακατοίκητο, άρα άνθρωπος δεν πατούσε το πόδι του εκεί γιατί ο νους του θα μαχόταν σίγουρα με τα πνεύματα του κακού και το σώμα του με τους αρουραίους, τα φίδια και τις νυχτερίδες. Και χωρίς να μπλοφάρει, είπε, πως είδε ένα πρόσωπο νεανικό μιας όμορφης γυναίκας να προβάλλει μέσα απ΄ το ανοιχτό και σάπιο παραθυρόφυλλο και να τον κοιτάζει. Εδώ επέμενε πως δεν ήταν η ζωηρή φαντασία του που του προκάλεσε αυτό το όραμα, ούτε η φοβισμένη και φουντωμένη ψυχή του. Ισχυρίστηκε πως είδε ό,τι υπήρχε. Μια ένοικο του χαλάσματος που ταίριαζε στη βραδινή μελαγχολική διάθεση. Η ένοικος αυτή ήταν η Ελένη που ο θρύλος της τη θέλει να ρεμβάζει σαν γλυπτή χλωμή νεράιδα πότε στα ουράνια και πότε στην ψυχή μας.
Γεγονός είναι έλεγε ο άνθρωπος που είδε και άκουσε όσα διηγιόμαστε πως λίγα λεπτά μετά το όραμα που είδε στο παράθυρο του σπιτιού, άκουσε κι ένα ανεξήγητο είδος τούρκικης μουσικής, κάτι σαν αμανέ μοιρολογιού που η χροιά του τον έκανε να τον εκλάβει ως κάκιστο οιωνό. Τον τρόμαξε δε τόσο που του προκάλεσε σύγχυση κι αναστάτωση και μόνο μετά από ελάχιστα λεπτά μπόρεσε να συνέλθει. Προς το τέλος του τραγουδιού κι ενώ στεκόταν μπροστά απ’ το ανοιχτό παράθυρο και προσπαθούσε να διακρίνει τι γινόταν μέσα στο σκοτεινό χώρο, ένας διάλογος στην τουρκική γλώσσα τού έκανε το λογισμό να πλανιέται ανάμεσα στη θλίψη και την απόγνωση. Κι ενώ έλεγε βρισκόταν σε μια παρανοϊκή σύγχυση μ’ αυτά που συνέβαιναν στο σπίτι είδε στο ίδιο παράθυρο που πριν είχε εμφανιστεί η Ελένη να προβάλλει ο Τούρκος Βοεβόδας που την είχε αγαπήσει και στην άρνησή της να την κάνει γυναίκα του στον οντά του την βασάνισε στη φυλακή του κάστρου μέχρι θανάτου. Φάνηκε με τερατώδη μορφή να έχει αγκαλιάσει την Ελένη και να προσπαθεί να τη θωπεύσει. Αυτή αντιστεκόταν κι όταν του ξέφυγε κι εξαφανίστηκε, ο Τούρκος μεταμορφώθηκε σε ελέφαντα με προβοσκίδα που έφτανε τα δυο μέτρα ενώ στη ρίζα της ένα μαύρο τρίχωμα που έμοιαζε σαν πλαστικό άφηνε να ξεπροβάλλουν οι γυαλιστεροί χαυλιόδοντές του με τις άκρες τους να καταλήγουν αιχμηρές όπως τα τούρκικα σπαθιά. Στη συνέχεια το πλάσμα αυτό έγινε τόσο φριχτό εξαιτίας μιας αλλαγής στο πρόσωπό του με τη μορφή τής Μέδουσας που μέσα στο μαύρο φόντο τής νύχτας γινόταν πιο φρικτότερο και ήταν αδύνατο να μην υποτάξει τη λογική κάθε ανθρώπου και να τον κάνει να μπει στα σαγόνια της παραληρηματικής τρέλας.
Για να αποφύγει τον εξευτελισμό του απ’ όσα έβλεπε, έλεγε ο άνθρωπος αυτός, αποφάσισε να φύγει. Αλλά όμως κάτι που είδε πρώτα κάτω στο δρόμο και μετά μέσα στο βάθος του τοίχου σαν χάθηκε η εικόνα του Τούρκου, ζωήρεψε το ενδιαφέρον του και ο ερημίτης αυτός της νύχτας άλλαξε γνώμη και δεν έφυγε αλλά έμεινε να τα δει γιατί διέγνωσε πως τα οράματα αυτά είχαν παρουσιαστεί επίτηδες γι’ αυτόν και περιείχαν κάποια σημαντικά μηνύματα. Κι αυτό γιατί είχε ενορατικές ικανότητες που είχαν ενισχυθεί με την ασυνήθιστη ανάγνωση βιβλίων θρύλων.
Το φεγγάρι έλειπε στον ουρανό και ο χειμώνας είχε γεμίσει το δρόμο νερά που για να βαδίσει τσαλαβουτούσε μέσα στις λούμπες. Κι ενώ η εικόνα ήξερε πως υπήρχε στον τοίχο δίσταζε να κοιτάξει από φόβο και κοιτούσε μόνο κάτω με τα μάτια κολλημένα στο χώμα. Και τότε είδε ανάμεσα στα πόδια του ένα περίεργο αντικείμενο να γυαλίζει και να μοιάζει σαν χρυσό σκαθάρι. Μια φωτεινή αχτίδα από το φωτισμό της λάμπας του δρόμου το φώτιζε τόσο όσο έπρεπε για να του δώσει αυτή τη λαμπερή άγρια γυαλάδα που η θωριά της λίγο έλειψε να τον βγάλει από το δρόμο του. Κι εκεί που σκέφτηκε πως δεν είναι τίποτα, η τόση δα μικρή νεκροκεφαλή που πρόβαλε σαν κέρμα αρχαίου νομίσματος στη θέση του σκαθαριού του πάγωσε το αίμα και τον έκανε να αλλάξει το σχήμα του προσώπου του κι από ωοειδές να γίνει κυκλικό. Ο ίδιος δε έσφιξε το κρανίο του με τα δυο του χέρια από το φόβο του ενώ τα αισθάνθηκε να τρέμουν σαν φύλλα στη δυνατή ριπή του ανέμου.
Και τότε μαγκωμένος από το φόβο ξανακοίταξε στο ανοιχτό παράθυρο γιατί η εικόνα που είδε νωρίτερα στον τοίχο του φάνηκε αστεία και ψεύτικη και οφειλόταν καθαρά στο δικό του ονειροπόλημα εξαιτίας της νευρικής του ταραχής. Όμως έπεσε έξω γιατί σαν πρόσεξε καλά ό,τι υπήρχε στον τοίχο, ζάρωσε ολόκληρος κι έμεινε έντρομος σαν στήλη άλατος. Νόμιζε πως φώναζε τρομαγμένος ζητώντας βοήθεια αλλά φωνές δεν έβγαιναν από τα χείλη του. Κολλημένα και σφραγισμένα όπως ήταν μόνο συριστικά γρυλίσματα σαν του ζώου ακούγονταν. Δεν είχε τίποτα άλλο να κάνει κι έβλεπε. Έβλεπε ένα αντικείμενο σε σκουρόχρωμη απόχρωση που έμοιαζε με ρολόι εκκρεμές να αιωρείται μπροστά από τον τοίχο και το τικ τακ που έκανε συνεχώς κροτάλιζε σαν ενοχλητικό πολυβόλο στ’ αυτιά του, ενώ σε κάθε ευθεία διαδρομή του μπρος πίσω άφηνε μια δυσδιάκριτη ρωγμή στην επιφάνειά του, μια ανεπαίσθητη γραμμή καλύτερα με κόκκινο χρώμα σαν το αίμα που αφήνει στην πληγή η βαθιά ουλή σαν πλημμυρίζει. Οι δείκτες έμοιαζαν με κεντριά εχιδνών και οι δώδεκα ώρες με κοφτερά δόντια σαρκοφάγου ζώου που κατέληγαν τόσο μακρόστενα και μυτερά που νόμιζε πως τα ένιωθε να μπαίνουν βαθιά μέσα στις σάρκες του. Στο κέντρο του ρολογιού οι άρρωστες χρυσίζουσες αχτίνες που έπεφταν από τη λάμπα φωτισμού του δρόμου κι έμπαιναν απ’ το ανοιχτό παράθυρο, έλεγχαν το σκοτάδι για να μην ενοχλούν τα μάτια του και να δουν και κάτι άλλο, τρεις εικόνες που όπως διηγήθηκε, του προξένησαν μια νοσηρή υπερδιέγερση των αισθήσεων που τον έκανε να παραληρήσει.
Ο φίλος μας όπως παραδέχτηκε αργότερα μπροστά στον ανακριτή πως τα είδε όλα αυτά με κάποιο δισταγμό και τρόμο αλλά τα βρήκε πολύ ενδιαφέροντα και διασκεδαστικά και του άρεσε που ασκούσαν πάνω του τόση γοητευτική επιρροή. Έτσι σ’ αυτό το διάστημα που κοιτούσε έκανε τα πάντα να μη χάσει καμία λεπτομέρεια από τους ίσκιους που προβάλλονταν στον τοίχο και εισχωρούσαν ανεμπόδιστα ως τα μύχια του νου και της ψυχής του.
Οι τρεις προσωπογραφίες ακαθορίστου φύλου, είπε που σχηματίστηκαν γύρω από ένα μάτι, πανούργο και μυστηριώδες με μια προσεκτική εξέταση αποφάνθηκε πως απεικόνιζαν το Χρόνο με τις τρεις εκφάνσεις του. Και οι τρεις προσωπογραφίες ήταν τα παρακλάδια του. Ήταν κι αυτές Χρόνοι που καταγράφουν τη μοίρα του καθενός μας και είναι αποτυπωμένη στο φριχτό του χάος σαν ανελέητο πεπρωμένο. Κι αυτό ο φίλος το κατάλαβε γιατί είχε διαβάσει ένα βιβλίο με τίτλο << Ο χρόνος και τα τρία παρακλάδια του σκοταδιού >> που έλεγε σε μια παράγραφο πως ο Χρόνος είναι σκοτάδι και το κενό του αναπληρώνεται με το θάνατό μας, Ακόμη πως και ο Χρόνος της νεότητάς μας, όσο και ο μέσος Χρόνος κι εκείνος του γήρατος, που αυτούς τους Χρόνους εξέφραζαν οι τρεις προσωπογραφίες του τοίχου, είναι παγωμένοι ωκεανοί που ανά πάσα στιγμή είναι έτοιμοι να μας πνίξουν στα κρύα νερά τους. Έλεγε ακόμη το βιβλίο πως υπάρχει και ο Χρόνος των θρύλων που είναι απλησίαστος για τους πολλούς. Όποιος μπει σ’ αυτόν ξεφεύγει από το αιώνιο σκοτάδι και το κενό του Χρόνου και είναι φανερός και ζωντανός στο διηνεκές.
Με όλα αυτά στο νου, είπε, είδε και τις τρεις μορφές του Χρόνου στον τοίχο. Έλειπε όμως η τέταρτη μορφή του Χρόνου των θρύλων. Αυτό τον έκανε να φοβηθεί και να τρέμει σύγκορμος και με σπασμούς. Και τούτο γιατί συμπέρανε πως ο τέταρτος Χρόνος των θρύλων ήταν υπεύθυνος για τις δεισιδαιμονίες που πίστευε και τα οράματα που έβλεπε εκείνη τη στιγμή ή καλύτερα τα φαντάσματα, τα ονειροπολήματα, τα τρελά και τα παράλογα του τοίχου.
Τότε ακούστηκε έλεγε ένα βουητό από φωνές ανθρώπων που έδειχνε να έρχεται από το παρελθόν και μαζί μ’ ένα σάλπισμα από τρομπέτες που ακουγόταν περισσότερο σαν κρότος από σωριασμένα ερείπια έκαναν τα πάντα να σβηστούν στον τοίχο και για λίγα λεπτά ν’ απλωθεί ένα απέραντο και φριχτό σκοτάδι. Και τότε κάνοντας το πρώτο βήμα να φύγει, είδε στο ίδιο μέρος που πριν είχε καλυφτεί από το Χρόνο και τα παρακλάδια του να εμφανίζεται η προσωπογραφία μιας ρυτιδωμένης γριάς που του κουνούσε το σκελετωμένο χέρι της.
Αυτό ήταν και το τέλος της αφήγησής του απ’ όσα είδε γιατί μετά έφυγε και πήγε στο σπίτι του να αποκωδικοποιήσει μέσ’ απ’ αυτά που είδε τα μηνύματά τους. Και για να το πετύχει κοιμήθηκε ως το πρωί. Φυσικά στον ύπνο του έγινε η όλη διεργασία της αποκωδικοποίησης των οραμάτων για να συμπεράνει πως στο χώρο του στοιχειωμένου σπιτιού αιωρούταν κάποια γραφή που είχε αφετηρία της το παρελθόν τότε που ζούσε εκεί μέσα η Ελένη και είχε φτάσει μέχρι τις μέρες μας. Αλλά έπρεπε να βρει αυτό το δυσδιάκριτο σημάδι που εξέπεμπε το τρομερό μυστήριο τής τόσο μακρινής επικοινωνίας. << Κάτι υπάρχει εκεί μέσα εξαιρετικά σημαντικό και δεν πρέπει να το χάσω >> συλλογίστηκε κι ετοιμάστηκε να επισκεφτεί πάλι το ερειπωμένο σπίτι σαν ερχόταν το βράδυ.
Την ημέρα όμως έκανε την αφήγηση αυτή σε κάποιον καταδότη της πόλης και τα λόγια του μεταδόθηκαν σαν αστραπή. Κι από στόμα σε στόμα έφτασαν και στ’ αυτιά του ανακριτή ο οποίος για να σταματήσει το φόβο που έσπερναν στους κατοίκους της πόλης ο λόγος τούτου του φρούτου με τα οράματα που έβλεπε, συγκάλεσε επιτροπή, από τον ίδιο, τον αστυνομικό διευθυντή κι ένα υπάλληλο της δημαρχίας ειδικό στους θρύλους και μια ώρα πριν επισκεφτεί το στοιχειωμένο ερείπιο, τον συνέλαβαν στην πόρτα του σπιτιού του. << Ο κόσμος φοβάται μ’ αυτά που λες και βλέπεις στο σπίτι της Ελένης του Χαμέρη και βρίσκεται σε φοβερή ένταση απ΄ το φόβο του >> του είπε ο ανακριτής και του έδειξε ένα λάκκο μ’ ένα ψόφιο ποντικό στην άκρη του δρόμου. <<Τα παιδιά είναι διαλυμένα, οι δειλοί λαγοκοιμούνται και οι προληπτικοί ξημεροβραδιάζονται στις προσευχές και στις μαγγανείες. Πρέπει το χρυσάφι αυτό του λόγου σου που ισχυρίζεσαι και λες πως είναι αληθινό, για το καλό σου και για το καλό της πόλης με άλλα λόγια σκουριασμένα να το ντύσεις. Να πεις δηλαδή πως όλα αυτά που είδες ήταν αποκυήματα της φαντασίας του αρρωστημένου σου μυαλού >>.
<< Δεν έχουμε παρά να πάμε εκεί στο έρημο σπίτι >> τους είπε αυτός και μπαίνοντας μπροστά ανέβαινε σιγά- σιγά το καλντερίμι. << Θα δείτε τι θα δω και τότε ας με βγάλετε ψεύτη >> πρόσθεσε και τους ζήτησε να τον ακολουθήσουν. Στο σπίτι όταν έφτασαν το σκοτάδι ήταν πηχτό, ο αέρας δυνατός κι ένα σωρό ασήμαντα πράγματα αιωρούνταν από την ορμή του στον ουρανό. Το λιγοστό φως τους τρόμαζε αλλά το συνήθισαν γρήγορα και σαν ο φίλος μας έσπρωξε την πόρτα του ισογείου ενώ αυτοί γκρίνιαζαν, και γλίστρησαν μέσα η σιωπή του χώρου τούς έκοψε την ανάσα και ούτε λόγος πια για τούτο και για κείνο. Κοίταξαν να φροντίσουν για την ασφάλειά τους στον αφιλόξενο τούτο χώρο που τους θύμιζε μπουντρούμι φυλακής και μύριζε μούχλα, υγρασία και οσμή από ψόφια ζώα, ενώ έτρεμαν μην ακούσουν κανένα βογκητό από κάποιον ρακοσυλλέκτη που είχε επιλέξει να ζήσει εκεί μέσα μακριά από τον παράδεισο των ευτυχισμένων συμπολιτών του. Ευτυχώς τέτοιο πράγμα δεν έγινε αλλά γρήγορα κατάλαβαν πως η φριχτή και ερειπωμένη όψη του σπιτιού σίγουρα θα τους εξέπληττε με κάποια απρόβλεπτη αποκάλυψη τρόμου.
Ανέβηκαν στον πάνω όροφο πατώντας στην άκρη των σάπιων σκαλιών της ξύλινης σκάλας που έτριζαν μ’ ένα υπόκωφο θόρυβο επισημαίνοντάς τους πως η ακεραιότητά τους ήταν επικίνδυνα εύθραυστη. Εκεί έμειναν ελάχιστα γιατί η μούχλα και η υγρασία που τύλιγε τους λερούς τοίχους τούς έφερε τέτοια δυσφορία που την εξέλαβαν ως έμβλημα του θανάτου και κατέβηκαν πάλι στο ισόγειο. Στάθηκαν στη βορινή πλευρά κοντά σ΄ ένα σωρό από σκουριασμένα αντικείμενα, σιωπηλοί και συνοφρυωμένοι. Ο άσχημος χώρος τους τάραξε, η όψη του που έμοιαζε σαν τάφος πελώριος έτοιμος να τους συνθλίψει στα κρύα χρώματά του τους έφερε κατάθλιψη.
Ο ειδικός σε θέματα θρύλων έδειξε πως γρήγορα ανέκτησε την αυτοπεποίθησή του και με ηρεμία βάδισε στον τοίχο που βρισκόταν δυτικά. Εκεί γονάτισε κι αφού αναστέναξε βαθιά, σγάρλισε με τα χέρια του κάτι ύποπτο που είδε μέσα σ’ ένα σωρό βρώμικο και σκούρο χώμα. Αμέσως σαν υποψιάστηκε τι ήταν έβγαλε από την τσέπη του μια βούρτσα με σκληρή τρίχα κι άρχισε να διώχνει τα χώματα. Κι όταν είδε να ξεφυτρώνει μια νεκροκεφαλή, έβγαλε μια κραυγή τρόμου και πετάχτηκε πάνω, κάτωχρος ενώ οι γνάθοι του έτρεμαν λες και τους είχε ξεσφιχτεί ο χόντρος της κλείδωσης που τις συνέδεε. Οι άλλοι έκρυψαν τα μάτια με τις παλάμες τους για να αποφύγουν το μακάβριο θέαμα κι άρχισαν να κάνουν μερικά γελοία χοροπηδητά από το φόβο που τους είχε περιζώσει. Ο ειδικός άφησε τότε το εύρημά του κι έκανε δυο βήματα αριστερά για να σταθεί μπροστά από ένα σωρό αραχνιασμένες σανίδες που τις ροκάνιζαν αβίαστα βρώμικα σκαθάρια και κάθε λογής τρωκτικά έντομα που έμοιαζαν σαν μαύρες μπαλίτσες στις άρρωστες αχτίνες της λάμπας του δρόμου που τα φώτιζε.
Κι αφού έδιωξε με τα πόδια του ένα καύκαλο χελώνας και μετακίνησε τις σανίδες, έπιασε με το μάτι του αμέσως ένα τετράγωνο σχήμα που έμοιαζε με βωμό. Τον πρόσεξε καλά και είδε στην πρόσοψή του να ξεχωρίζει μια σμιλεμένη αράχνη με τον ιστό της και γύρω- γύρω να τη στολίζουν μικρά και παραμορφωμένα ανθρώπινα μέλη. Έπιασε αμέσως το κεφάλι του ενώ εγκατέλειψε γρήγορα το χώρο αυτό, κάνοντας άλλα τρία βήματα αριστερά που η βλακεία κάποιων είχε ξεχάσει ένα μπαούλο από μαύρο ξύλο που με το χρόνο είχε σαπίσει και μόνο το σκέπασμα έδειχνε να είναι γερό. Ο αστυνομικός διευθυντής λόγω της πείρας του φαντάστηκε πως κάποιο δολοφονημένο σώμα κρυβόταν εκεί μέσα και πλησίασε να λύσει το μυστήριο. Τον πρόλαβε όμως ο ειδικός που σήκωσε το καπάκι για να το αφήσει αμέσως κάτωχρος με μια απελπισμένη κίνηση και γονάτισε δείχνοντας λιποθυμισμένος. Ένας δυνατός ήχος ακούστηκε τότε κι από τις τρύπες που άφηναν οι σάπιες σανίδες ξεπετάχτηκαν με ορμή κάμποσοι πελώριοι αρουραίοι. Πολλοί τους άγγιξαν τα πόδια, και κάποιοι άλλοι κρύφτηκαν δεξιά σ’ ένα σωρό από σκουριασμένους τσίγκους που ελάχιστα διακρίνονταν μέσα στο σκοτάδι. Έδειχναν ατέλειωτοι κι όσο περνούσε η ώρα συνέχιζαν να βγαίνουν κι άλλοι αλλά λιγότεροι μέχρι που εξαντλήθηκαν. Μια ομάδα όμως από αυτούς τους αρουραίους τους κοιτούσαν λαίμαργα σταματημένοι πάνω σ’ ένα τούβλο όπως θα κοιτούσαν εκλεκτούς μεζέδες κι εκεί που και οι τέσσερίς τους έδειχναν να τα έχουν χαμένα ευτυχώς το έβαλαν στα πόδια τρομαγμένοι κι όπου φύγει- φύγει χώθηκαν στο σωρό με τις λαμαρίνες.
Όταν άδειασε το μπαούλο από τα σιχαμένα πλάσματα ο ειδικός σήκωσε πάλι το καπάκι. Και τότε χωρίς αμφιβολία κατάλαβε τι γινόταν εκεί μέσα. Οι αρουραίοι είχαν βρει τροφή στις σελίδες κάποιου αρχείου και τις ροκάνιζαν μέρα και νύχτα άνευ φόβου. Τις είχαν κυριολεκτικά κουρελιάσει ενώ οι ακαθαρσίες τους είχαν κάνει και το πιο μικρό κομματάκι αγνώριστο. Η ατμόσφαιρα ήταν αποπνικτική και η μυρωδιά από τα ούρα τους μπορούσε να σκοτώσει άνθρωπο με την οξύτητά της. Σ’ αυτό δυστυχώς το χώρο που έμοιαζε με χωματερή έπρεπε να ψάξουν τα κουρελόχαρτα γιατί το συγκεχυμένο βούισμα που νόμισαν πως άκουσαν κι ερχόταν από το παρελθόν τούς το επέβαλλε στην ψυχή. Κι εκεί που και οι τέσσερις είχαν σκύψει πάνω στο μπαούλο και με τα χέρια τους ανακάτευαν τα βρώμικα χαρτιά πλημμυρισμένοι από αηδία για ό,τι έκαναν, ο ειδικός στους θρύλους τους λύτρωσε γιατί μ’ ένα σάλεμα του χεριού του βρήκε κάτι ενδιαφέρον και το κυμάτισε στον αέρα σαν μικρό φλάμπουρο λευτεριάς. Οι άλλοι κουτρουβαλιάστηκαν σε μια φαρδιά πολυθρόνα και κάθισαν ενώ εκείνος ζαρώνοντας το σώμα του πάνω στο χειρόγραφο που ήταν προστατευμένο από ένα έλασμα πλατίνας προσπάθησε να αφαιρέσει το κάλυμμα και να διαβάσει τις αράδες του ενώ έτρεμε λες και βρισκόταν μπροστά στους δικαστές της Ιεράς Εξέτασης! Παραδόξως όμως βρήκε την υπεράνθρωπη δύναμη που του χρειαζόταν να αφαιρέσει την προστατευτική μεμβράνη και να διαβάσει το χειρόγραφο που ήταν γραμμένο και από τις δυο πλευρές, στην τουρκική και την ελληνική γλώσσα, που έλεγε:
<< Η σκέψη και η φαντασίας σας γεννά αυτά τα μυστηριώδη που βλέπετε όλοι οι κάτοικοι αυτής τής πόλης αφού το πνεύμα μου ζει σ’ αυτό το ερειπωμένο σπίτι και το σώμα μου στο σιωπηλό κοιμητήριό της. Όλα αυτά που δεν υπάρχουν αλλά τα βλέπετε είναι σαν καρφωμένα καρφιά στο θρύλο και δεν μπορούν να φύγουν και τα κουβαλάτε μέσα στην ψυχή σας γιατί τα έχετε ανάγκη. Αλίμονο αν ανακατεμένοι με τα δαιμονικά σας τραυλίσματα και μόνο γύρω από την ταπεινή ύπαρξή σας αγνοούσατε το θρύλο μου! Αυτό θα σας έκανε πιο δυστυχισμένους ! Η γνώση του θρύλου μου ίσως σας κάνει το ταξίδι στο μέλλον σας λιγότερο οδυνηρό!
Ελένη Χαμέρη >>.
Έδωσε το χειρόγραφο στον αστυνομικό διευθυντή που έδειχνε ελάχιστα ικανοποιημένος απ’ το εύρημά τους κι εκείνος με τη σειρά του στο φαντασιοκόπο που είχαν δει τόσα και τόσα τα μάτια του σ’ αυτό το σπίτι. Εκείνος που έπαιζε με το κεφάλι ενός καρφιού αφού το γύρισε από την άλλη πλευρά που ήταν το γραμμένο κείμενο στην τουρκική, άγνωστο αν το διάβασε ή προσποιήθηκε πως το έκανε, πλησίασε το σάπιο παραθυρόφυλλο και μέσα από τις γρίλιες του κοίταξε το κάστρο που έμοιαζε σαν μαύρος όγκος μέσα στο σκοτάδι κι έσφιξε τα χείλη. Εκείνο λες και ήθελε να τον τρελάνει του παρέσυρε τη ματιά στον πλάτανο της εισόδου που το ένα του μπράτσο είχε μεταμορφωθεί σε δρεπάνι του θανάτου που το ένιωσε να ακουμπά πάνω του και να τρέφεται από το χαμένο του καιρό. Ύστερα ωχρός έβαλε το χειρόγραφο στην τσέπη του κοιτάζοντας τους άλλους με μια ματιά ολέθρου, δείχνοντας πως βρισκόταν στο άωτο της ανίας του και του δικού του κόσμου.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου