Τετάρτη 5 Φεβρουαρίου 2014

Η φτερωτή ευωδιά της γυναίκας

Γράφει ο Παν. Αντωνόπουλος
Ο άντρας μόλις είχε έρθει από το πάρκο του ξενοδοχείου κι έπινε το ποτό του στη μεγάλη και πολυτελή αίθουσά του.
Η ονειροπόλα γυναίκα που εκείνη τη στιγμή μπήκε στην αίθουσα, μ’ ένα ρυθμικό κι αργό βηματισμό και κάθισε απέναντί του, τον ξάφνιασε τόσο, που, νόμισε πως της υποκλίθηκε αδέξια μαζί με μια καλοσυνάτη κι εξεταστική ματιά.
Έσβησε ύστερα το τελειωμένο του τσιγάρο στο τασάκι κι αφού πήρε άλλο από την ταμπακιέρα του, το άναψε και σαν το ‘φερε στα χείλη και ρούφηξε δυνατά τον καπνό του, άρχισε να την κοιτάζει με βλέμμα αχόρταγο.
Ήταν ντυμένη όμορφα και το καλοραμμένο ακριβό φόρεμά της, της έδινε μια αρχοντική λάμψη και μια νεανική φωτεινότητα. Τα πόδια της μέσα στα μαύρα παπούτσια με τα σταυρωτά λουράκια, έδεναν τόσο υπέροχα που έλεγες πως δεν υπήρχαν πιο χαριτωμένα πόδια σε ολόκληρο τον κόσμο. Κι όπως καθόταν στην καρέκλα της βολικά και κομψά μ’ εκείνη τη σιγουριά στο βλέμμα της, θαρρούσες πως πετούσε σε φιλντισένια άμαξα!
<< Η Τάνια, είναι! >> ψιθύρισε ενθουσιασμένος ο άντρας και τα μάτια του πήραν την έκφραση που παίρνουν τα παιδιά σαν τους διαβάζεις ωραία παραμύθια και τους δείχνεις τις περίτεχνες ζωγραφιές.
Και σαν σηκώθηκε απαλά από τη θέση του, σκέφτηκε το παρελθόν του μαζί της για να αναφωνήσει μέσα σε τρελή έξαψη : << Πάνε δώδεκα χρόνια από τότε! Ποτέ δεν το φανταζόμουν πως θα τη συναντούσα ! >> Κι αφού στριφογύρισε λίγο, έκανε δυο βήματα και την πλησίασε.
Εκεί σαν την κοίταξε με ανασηκωμένα φρύδια και με μάτια που φαίνονταν λυπημένα, αλλά μαρτυρούσαν εξαιρετική ένταση, της είπε, τρυφερά:
<< Θεός φυλάξοι, Τάνια! Με κανένα τρόπο δεν το περίμενα να σε δω, ύστερα από τόσα χρόνια! Κι όμως να, που η θέρμη σου, όπως τότε με τράβηξε κοντά σου! >>
Η Τάνια τον κοίταξε μ’ ένα παράξενο συναίσθημα. Σαν τον γνώρισε, σήκωσε λίγο αδέξια το δεξί της χέρι και του ψιθύρισε με μια ευδιάκριτη συγκίνηση :
<< Μη φλυαρείς, σε παρακαλώ, μη φλυαρείς! Κάθισε γιατί έχουμε τόσα πολλά να πούμε! >> και με μια ευδιάθετη συμπεριφορά που έκανε τις γαλάζιες φλεβίτσες της στους λεπτούς κροτάφους της να γίνουν ακόμη πιο χλωμές απ’ ότι ήταν, του πρόσφερε την καρέκλα να καθίσει.
<< Δεν ξέρω γιατί … >> της είπε αμέσως ο άντρας, δείχνοντας πως ήθελε να δικαιολογηθεί για το παρελθόν, << αλλά να, οι καταστάσεις ήταν τέτοιες που με οδήγησαν χωρίς να το θέλω, μακριά σου… >>
<< Μη μιλάς άλλο γι’ αυτό! >> τον διέκοψε με αυστηρό τόνο στη φωνή η γυναίκα και συνέχισε με μια σοβαρότητα στα λόγια της: << Μη φλυαρείς άλλο και μη μιλάς γι’ αυτό! Ας αφήσουμε στην άκρη τα αηδιαστικά καπρίτσια μας κι ας δούμε τι θα κάνουμε από ‘δω κι εμπρός ! >>
Και κοιτάζοντάς τον με πάθος στα μάτια, πρόσθεσε με ικετευτικό τόνο:
<< Ένα σου λέω, μόνο! Πως γράφω στα παλιά μου τα παπούτσια όσα μας χώρισαν! Και για να μη γίνουμε παλιάτσοι από εδώ και μπρος, σου ζητώ να συναντηθούμε το βράδυ! >>
<< Σ’ ευχαριστώ! >> της είπε εγκάρδια ο άντρας και παίρνοντας το κομψό της χέρι της το φίλησε τρυφερά. Κι αφού της το άφησε με μια μικρή συγκίνηση, πρόσθεσε, σαν αφηρημένος και σκεπτικός:
<< Βαρύς ο σταυρός του μαρτυρίου! Βαρύς! Ωστόσο αξίζει να τον σηκώνει κανείς! Στο σπίτι μου! Εκεί θα συναντηθούμε! Ξέρω πόσο σου αρέσει! Εκεί η αθώα σου έκφραση έβρισκε πάντα την ανάλαφρη διαστροφή του πάθους σου! >>
Τα λόγια αυτά ήχησαν όμορφα στ’ αυτιά της που την έκαναν να γελάσει ελαφρά. Κι αφού τον κοίταξε με στοργή με τα μικρά και χωμένα βαθιά μάτια της, του είπε μ’ ένα τρανταχτό γέλιο:
<< Στο σπίτι σου, ναι! Να με περιμένεις γύρω στις δέκα! >>
Κι αφού σηκώθηκε κι έβαλε με έμφαση την καρέκλα στη θέση της, κατευθύνθηκε με βήμα αγέρωχο στην πόρτα της εξόδου.



= = =




<< Προς το παρόν δεν έχω να κάνω τίποτα άλλο, παρά να ετοιμάσω το μπαρ και τη βιβλιοθήκη >> σκέφτηκε ο άντρας σαν κάθισε στο σαλόνι του σπιτιού του και φωτίστηκε με μια απέραντη ενεργητικότητα κι επινοητικότητα.
Έτσι αφού σηκώθηκε, στάθηκε μπρος από την πανάκριβη βιβλιοθήκη με τα σπάνια και παλιά ωραία βιβλία που τόσο άρεσαν στην Τάνια και με μεθοδικότητα και ιδιαίτερη φροντίδα τα ταχτοποίησε με γούστο για να φαίνονται θαυμάσια στην εκρηκτική ματιά της κάτω από το φως του όμορφου χώρου.
Ύστερα σαν έβαλε σε περίοπτη θέση και το βιβλίο του Μιχάλη Κατσαρού << Κατά Σαδδουκαίων >> με το άριστο φιλοτεχνημένο εξώφυλλο του Περικλή Παντελεάκη, αποτραβήχτηκε και φανερά ευχαριστημένος για τον εντυπωσιασμό που θα εξασφάλιζε στην Τάνια, η θέα του, δοκίμασε να διαβάσει τα αναγραφέντα στο εξώφυλλο, όπως θα ‘κανε κι εκείνη σαν θα ‘βλεπε το έργο του αξιαγάπητου ποιητή της.
<< Τότε αφού γκρέμισαν τα πρώτα παλάτια τους, ντύθηκα τη στολή του αυτοκράτορα, την πράσινη μεταξωτή στολή με τους ταφτάδες >> ψιθύρισε και με σηκωμένο το κεφάλι από υπερηφάνεια, κίνησε για το μπαρ.
<< Ένα μπουκάλι ουίσκι με δυο κρυστάλλινα ποτήρια είναι ότι πρέπει >> σκέφτηκε κι άνοιξε χαρούμενος το πορτάκι του μπαρ. Κι αφού άπλωσε με εξαιρετική απαλότητα τα χέρια του, πήρε το μπουκάλι και τα ποτήρια και τα ‘βαλε στο μικρό ξύλινο ορθογώνιο τραπέζι, μπροστά από το μαύρο δερμάτινο σαλόνι. Έτσι νιώθοντας ήρεμος μπόρεσε κι έφερε αδρά στο νου του, το θρίαμβο που θα επακολουθούσε με την εξαιρετική στιγμή της τρυφερής τους συνάντησης και τα έντονα αισθησιακά συναισθήματα που θα τους πλημμύριζαν στην ολοκλήρωσή της.
Και για να είναι πιο συνεπής σ’ αυτή την προσμονή του θριάμβου, σκέφτηκε να περιβληθεί με τη δροσιά και την απαλότητα ενός μπάνιου, όπου μέσα από το μακρόσυρτο τραγούδι και τους αστραφτερούς παφλασμούς του νερού, θα ‘βρισκε το πάθος για την ανακάλυψη της εξωτικής αίσθησης που απλωνόταν στο θεσπέσιο κορμί της γυναίκας που περίμενε.
Έτσι αφού έμεινε αρκετά μέσα στα χαϊδολογήματα του νερού, και αναγεννήθηκε το κορμί του από τη ζεστή φροντίδα, βγήκε και φορώντας την πτυχωτή γαλάζια ρόμπα του, κατευθύνθηκε με ευχάριστη διάθεση κι ένα μελωδικό σκοπό στα χείλη του, να φροντίσει το πρόσωπό του και να βοηθήσει την άνθιση μιας έστω πρόσκαιρης άνοιξης στη σκληρή του όψη.
Κοιτάχτηκε στον καθρέφτη αφήνοντας πάνω του μια χλιαρή ανάσα που μέσα στην αχλή της διέκρινε το πρόσωπό του που του φάνηκε αρκετά συμπαθητικό στο φωτισμένο γυαλί. Κοίταξε δίπλα του και ανάμεσα στα πολλά αρωματικά μπουκαλάκια πήρε αυτό που ήθελε και πέρασε με απαλή στρώση κρέμας το ήδη ξυρισμένο πρόσωπό του για την αναζωογόνηση της τραχιάς του επιδερμίδας κι αφού την άπλωσε για αρκετή ώρα με τα δυο του χέρια πήρε την αγαπημένη του κολόνια και αρωματίστηκε. << Και τώρα μ’ ένα φροντισμένο χτένισμα θαρρώ πως είμαι έτοιμος για τη μεγάλη στιγμή >> ψιθύρισε κι απλώνοντας το χέρι πήρε από τη θήκη τη χτένα που τόσο του άρεσε και την έφερε στα μαλλιά του. Αμέσως με μια ζωηρή αίσθηση και αργές χτενισιές έστρωσε πίσω τα όμορφα και μακριά χρυσαφένια μαλλιά του.
<< Ναι, ούτε λίγο ούτε πολύ πέρασαν από τότε που την είδα για τελευταία φορά δώδεκα χρόνια κι όσο να ‘ναι έχω κάπως αλλάξει! >> σκέφτηκε και κοιτάχτηκε με σχολαστικότητα αρκετή ώρα στον καθρέφτη, πριν ξεκολλήσει από μπροστά του και φύγει.
<< Ελπίζω να της αρέσω! >> πρόσθεσε στη συνέχεια μ’ ένα γιορταστικό και χαρούμενο τόνο και βγαίνοντας από το μπάνιο, προχώρησε με αισιόδοξη και γελαστή όψη στη βεράντα.
Η μαγεία της νύχτας κάτω από το χρυσαφένιο φως του φεγγαριού τον μάγεψε κυριολεκτικά. Η εντυπωσιακή διάχυσή του στα σπίτια και στα δέντρα του θύμισαν κάποιο πίνακα του Γκόγια. Έτσι αφήνοντας και τη φαντασία του να οργιάσει, ένιωσε τόσο υπέροχα σ’ αυτή του τη νυχτερινή ρέμβη που για μια στιγμή νόμισε πως η ησυχία που απλωνόταν τριγύρω του ήρθε γι’ αυτόν.
Και κάποια στιγμή μπόρεσε να φέρει μπρος του μια εξοργιστική μεν εικόνα της γυναίκας που περίμενε αλλά τόσο αισθητική κι ερωτική.
<< Ναι! Ήταν τόσο ωραία εκείνη η μακρινή ομορφιά της >> σκέφτηκε << που έστω κι ακατέργαστη θα την αναπλάσω για να την ανανεώσω >> κι αμέσως άρχισε να ξεδιπλώνει στη μνήμη του τη γεμάτη μυστήριο και ηδονή εκείνης της πρώτης τους ερωτικής πράξης.
<<Σαν αντιστάθηκε η γυναίκα λίγο στην αρχή, ύστερα απροσδόκητα τον τράβηξε πάνω του και του παραδόθηκε με μια υπέροχη γαλήνη. Κι αφού έσμιξαν με μεγάλη τρυφερότητα και ξάπλωσαν στο κρεβάτι, κατάλαβε πως εκείνη έλιωνε αφάνταστα, ενώ η υπέρτατη θέλησή της να τον κάνει δικό της, όλο και γινόταν απέραντη από στιγμή σε στιγμή. Κι όσο το υπέροχο χάδι του, άγγιζε κάθε τόσο και λιγάκι τις καμπύλες και τις ευαίσθητες καυτές ζώνες του κορμιού της, άλλο τόσο κι ο ίλιγγος της πλήρους εξουθένωσης μαζί του, γινόταν γλυκός κι έντονος.
Ώσπου κάποια στιγμή οι τορνευτοί γλουτοί της, άνοιξαν και το ζωντανό κορμί του μπήκε μέσα της. Και τότε ένιωσε το είναι του να λιώνει μέσα στη φλόγα του πάθους και μια αλλόκοτη δύναμη να τον σπρώχνει να υποταχτεί στη γλύκα του υπέροχου κορμιού της. Κι αφού σε λίγο αφέθηκαν και οι δυο στο ρίγος της αρχέγονης ηδονής, αγκαλιάστηκαν κι έμειναν για πολλή ώρα ανυπεράσπιστοι στη δίνη του ερωτικού τους νήματος >>.
<< Σου είμαι ευγνώμων ως τα μύχια της καρδιάς μου, γι’ αυτό το υπέροχο βράδυ που μου χάρισες τότε και θα μου χαρίσεις κι απόψε >> μονολόγησε έμπλεος από ευτυχία ο άντρας και χαμογέλασε ικανοποιημένος. Κι αφού ζάρωσε ελαφρά τα φρύδια, περπάτησε με την όψη του θριαμβευτή στην κρεβατοκάμαρα.
  • Τα δυο παράθυρα ήταν ανοιχτά κι από τον κήπο που τον δρόσιζε ένας απαλός αέρας, έστελνε αφειδώλευτα τις λεπτές μυρωδιές του σε ολόκληρο το χώρο της, αναζωογονώντας στο ακέραιο τη βαριά ατμόσφαιρα. Από το ραδιόφωνο πάνω στο μικρό κομοδίνο η φωνή ενός γνωστού τραγουδιστή, σε σκοπό μιας παλιάς κωμικής μελωδίας, μουρμούριζε : << Ένας άνθρωπος γλυκός, ένας άνθρωπος που αγαπά >>.
Ο άντρας κάθισε στο κρεβάτι και θαύμασε το χώρο που τόσο υπέροχα είχε διακοσμήσει. Στάθηκε πιο πολύ στα πράσινα μεταξωτά κουρτινάκια που τόσο τον εντυπωσίαζαν σε πανηγυρικές και τρυφερές στιγμές και τα θαύμαζε μ’ ένα απερίγραπτο τρόπο. Ύστερα αφού έβαλε το ένα πόδι πάνω στ’ άλλο, πήρε και ξεφύλλιζε ένα τετράδιο, διαβάζοντας που και που κάποιο απόσπασμα από τους στοχασμούς του, που είχε γράψει στις σελίδες του σε ώρες έμπνευσης.
<< Θα μπορούσα να φανερώσω τα πάθη μου μ’ αυτά που γράφω >> σκέφτηκε κάποια στιγμή και το ‘κλεισε, ενώ χάιδεψε με τρυφερότητα την επιχρυσωμένη όψη του.
Κι ενώ το χέρι του ήταν ακόμη πάνω στη σκληρή και τραχιά επιφάνειά του, ο χτύπος του τηλεφώνου τον έκανε να το αφήσει πάνω στο τραπεζάκι που ήταν εμπρός του και να τρέξει με ιδιαίτερη σπουδή να σηκώσει το ακουστικό.
<< Αγάπη μου! Εγώ είμαι! >> ακούστηκε ταραγμένη η φωνή απ΄ την άλλη μεριά. << Κάτι μου έτυχε και δε θα έρθω! >>
Ο άντρας γνώρισε τη φωνή της κι αφού έγειρε ελαφρά το σώμα του μπροστά σα να λιποθυμούσε, της είπε με ύφος κλαμένο, χτυπημένος από την εγκατάλειψή της :
<< Και ήταν όλα έτοιμα! Μα γιατί; >>
<< Τι, να σου πω ; >> Η σιωπή που ακολούθησε μαζί μ’ εκείνον τον ψυχρό απόηχο της φωνής της, τον διαβεβαίωσαν για την κατάφορη προδοσία της. Έτσι το μόνο που μπόρεσε να τραυλίσει, ήταν τούτο : << Δε μ’ αγαπάς πια, ε ; >>
<< Δεν είναι αυτό! >> του ψιθύρισε με κάποια ενοχή η γυναίκα και του κατέβασε το ακουστικό.
Ο άντρας έσφιξε για λίγο πάνω στο στήθος του το ακουστικό και μέσα σε απόγνωση και ταραχή, μουρμούρισε συντριμμένος :
<< Η ίδια όπως πάντα! Άστατη και φιλήδονη! >> και μ’ ένα χλωμό γέλιο στα χείλη του, κατευθύνθηκε στο μπαρ κι έπιασε το μπουκάλι. Εκεί σε λίγο μέσα στο γεμάτο ποτήρι του άρχισε να γιατρεύει τη δυστυχία του.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου