Γράφει ο Παν. Αντωνόπουλος
Ασκητής
από τα τριάντα μου. Το πρώτο ασκηταριό
μου ένα χωριό πάνω σε σουβλερoύς
βράχους σαν καρφιά και γύρω – γύρω
λασπότοπος που στις ξέρες του φύτρωναν
γαϊδουράγκαθα.
Ασυντρόφευτος, μίλαγα με τα
μονοκόμματα λιθάρια, τις κρυμμένες
κίσσες στα πουρνάρια, μάζευα το σκόρπιο
κοπάδι του τσοπάνου, όταν δεν είχα μάθημα
κι έτρεχα με τα αρνάκια στις χέρσες
αναβόλες.
Το
σχολείο ερείπιο, οι σκισμές στους τοίχους
χάσκουσες πληγές, οι πόρτες και τα
παράθυρα σάπια ανέμιζαν σαν φαντάσματα
στο δόντι του βοριά. Η κουζίνα φτωχή, μ’
ένα καμινέτο φαγωμένο από τη σκουριά,
το τηγάνι κολοβό, το γυάλινο ποτηράκι
με ραγισμένες ουλές στα χείλη του. Με
το Κολοκοτρωναίικο σουγιαδάκι έκοβα
φετούλες το ξερό ψωμί μου, μ’ ένα
κουταλάκι από λαμαρίνα ανακάτωνα το
βραστό μακαρόνι. Τη μισή βδομάδα όσπριο,
αβγό και κονσέρβα, την υπόλοιπη, ότι με
φίλευε ένας φτεροπόδαρος ορεσίβιος του
βουνού.
Ο
χειμών έφθανε κακιωμένος μ’ όλο το
πολικό του ψύχος σφυρηλατημένο σε
σουγλιά που μου τρυπούσαν το κόκαλο. Η
σόμπα γερασμένη, το μπουρί λιωμένο, το
καύσιμο λίγο, που να βρει ισχύ να δουλέψει
με ρέγουλο. Η ατελής καύση την έκανε
Αίτνα, ο χώρος ντουμάνιαζε οσμώσεις
πετρελαίου και καπνού, το τοξικό νέφος
ξεχυνόταν σαν πολυπλόκαμο τέρας στα
κεφάλια των μαθητών. << Δάσκαλε,
κουνάβια πιάνεις! >> με ενέπαιζαν οι
χωρικοί και έσκυβαν να δουν απ’ το
παράθυρο αν παιδιά και δάσκαλος είμαστε
ψητοί ή ζωντανοί.
Ώσπου
το ριζικό μου μ’ έριξε σε βάσανο μεγάλο.
Το κρύο ανήμερο θηρίο δε δαμαζόταν, η
σόμπα κλάταρε, ο διακόπτης που ρύθμιζε
το καύσιμο λάσκαρε και οι φλόγες υψώθηκαν
στο ταβάνι. Οι μαθητές πετάχτηκαν έξω
σαν ποντικοί κι εγώ διπλώθηκα πάνω στη
φλεγόμενη μολότωφ σαν μηχανουργός να
τη διορθώσω. Ένα μπουφ και μια άξαφνη
αστραψιά με κόλλησε στον τοίχο. Μου
κόπηκε η αναπνοή, τη συντέλεια είδα τη
δική μου και του σχολείου. << Ο δάσκαλος
καίγεται! >> ξεσύρθηκε στ’ αυτιά μου
η φωνή της παπαδιάς που μπήκε μέσα. <<
Ελάτε να τον γλιτώσουμε! Κούρβουλο θα
γίνει με το συμπράγκαλο που του ‘δωσε
το κράτος να ζεσταθεί >> συμπλήρωσε
και πέφτοντας πάνω στη σόμπα την έσβηνε
με τα φουστάνια της.
Μπρος
μου σε λίγο στάθηκαν οι χωρικοί με τις
μαγούλες τους καπνισμένες και τα χείλη
τους αφρισμένα. Με είχαν σώσει και ο
λάκκος μου δε σκάφτηκε. Φεύγοντας ο
πρόεδρος μου ‘πε με χιούμορ άγριο:
<< Δάσκαλε το γράμμα ξέρεις να το
δουλεύεις αλλά τούτο το μηχάνημα όχι!
Για μάθε το γιατί θα γίνεις ψητός συν
καιρό! >>
Δεν
ψήθηκα αλλά ο τροχός του χρόνου με ‘φερε
στη γαία των γελώτων! Κρυώνω και
τουρτουρίζω πάλι! Και είναι η σόμπα
χάρβαλο, άδεια η τσέπη και σάπια τα
μπουριά!
ellinikoxronografima.blogspot.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου