Γράφει ο Παν. Αντωνόπουλος
Ζούμε εν νεφέλαις καπνού και πυρός. Χωρίς λούσο, με το ρεύμα κομμένο,
το ρούχο τριμμένο, το χαράτσι βουνό σαν την Γκιώνα, το φάρμακο γενόσημο σαν το
μαντζούνι του παλιού καιρού. Το βόλι
νιώθουμε του Στουρνάρα, τη λευκασμένη μας ζωή στη λάσπη κυλάμε. Πού να
σταθούμε; Σε στύλους όπως ο Στυλίτης; Τους έκοψαν για της σόμπας την πυρά. Σε
καταυλισμούς; Τις οδύνες τους εκεί εναποθέτουν σεσηπότα σώματα της μαύρης
Αφρικής. Στους οίκους μας, με τους σωριασμένους σοβάδες; Ποιους οίκους; Τους εκποιημένους βόρειους πόλους που έχουν
δώματα κατάψυξης, τζάκια με καύσιμο λιοκόκι, στόφες υψικάμινες που ζεσταίνουν
με καιόμενο παπούτσι πλαστικό, σάπια καδρόνια και κλεμμένα νάιλον από τα
θερμοκήπια;
Μας άλλαξαν τα φώτα και
τα πετρέλαια μαζί. Το καφεδάκι μας πικρό, ο χυλός μας από εισαγόμενη κριθή. Το
συσσίτιο από κλεμμένο μπρόκολο, το φάρμακο ληγμένο, το τσιγάρο δανεικό, η ζωή
μας ραντισμένη με όξος και χολή, χαντζάρες τούρκικες μας στήνουνε καρτέρι σε
Δερβενάκια ερημικά.
Μας τουφεκάνε όπως τις μπεκάτσες οι κυνηγοί, μας περνάνε για τον
Γιάννη Αγιάννη κι όλο μας βάζουν φυλακή για μια κλεμμένη φραντζόλα. Γι’ αυτή
που τη ζυμώσαμε εμείς και τώρα μας την κλέβουν. Γι’ αυτή που χρόνους δίσεκτους
φτυαρίζοντας τους κόπρους μιας όχεντρας φάμπρικας στο μερτικό μας χρεώθηκε. Και
με το ένσημο κολλημένο από το ματωμένο σάλιο μας το ψίχουλο της σύνταξης
γευόμαστε. Σκελετοί πια μιας συφιλιδικής τριακονταπενταετίας ούτε κότσι δε
γλείφουμε.
Και τώρα εν ημέραις
ισχνές περιπατούμε και πέφτουμε νηστικοί, με το βάκιλο της αρρώστιας στο αίμα
μας, με τσιγκουνεμένο το χάπι της πίεσης. Κι όσα μαραφέτια κι αν δοκιμάσουμε,
κανένα δε θα μας φέρει πίσω στη χαμένη μας Ανοιξούλα. Τότε που γευόμαστε χοιρομέρια,
νεφρούς προβάτου, σπλάχνα αμνών και φασόλι νόστιμο από το Μεσσηνιακό κάμπο. Που
ντυνόμαστε με ρούχο φίρμας, δερμάτινο παπούτσι, μπουφανάκι εισαγόμενο Μιλάνου.
Φορεμένο δυο βδομάδες το βαφτίζαμε τσόλι, τις σκάλτσες μας στο μήνα τις
αλλάζαμε με Γαλλικές, του οίκου Φαγιόν και τις αποκαλούσαμε περικνημίδες.
Και σαν χιονίζει θα
κρυώνουμε. Και ούτε ένα τσίπουρο δε θα πίνουμε, ούτε ένα κονιάκ στο πόδι να
ζεσταθούμε. Φασκελωμένους οι σπιτονοικοκύρηδες θα μας διώχνουν, οι προκομμένοι
εργοδότες θα μας φτύνουν, οι εφοριακοί καντήλια και γαμοσταυρούς θα μας ανάβουν
και στις καταθέσεις χέρι θα μας βάζουν.
Και ούτε ψώνιο, ούτε
κέρασμα στον καφενέ, ούτε πολλάκις την ημέρα παφ - πουφ. Μισαδάκι το τσιγάρο, ο
άγιος χωρίς κερί, κατ’ οίκον το κρασάκι,
η παρεούλα και η κουβεντούλα.
Σαββατοκύριακο χωρίς σουλάτσο, ταξιδάκια και εκδρομές. Όλα στοπ, όλα
κομμένα! Κομμένα ή λίγα! Όπως λίγες να ‘ναι και οι μέρες τους!
ellinikoxronografima.blogspot.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου