ΧΡΟΝΟΓΡΑΦΗΜΑ
Του Παναγιώτη Αντωνόπουλου
Α, τον έρημο! Απολυμένος πώς να ζήσει; Έχει δυο ευσχήμονες υιούς, μια θυγατέρα, πλουμιστή περδικούλα, και, όλο του ζητάνε. Σπουδάζουν στην περιφέρεια, ο δρόμος τους Γολγοθάς, η ζωή τους σκόρπια στάχτη. Η σύζυγος στα Δερβενάκια της κουζίνας, ο ίδιος πολυτεχνίτης, κόβει χόρτο στον κήπο του γείτονα, στους δρόμους της πόλης βουλώνει τις γράνες, στο ποίμνιο του βοσκού κάνει τον μπαρμπέρη.
Το μεροκάματο ψίχουλα, τα χρέη βουνό σαν την Γκιόνα, ο τέντζερης άδειος, η ντομάτα φιλεμένη από τον ξάδερφο δεν απολείπει στο τραπέζι. Στο σούπερ μάρκετ μέχρι να μπει βγαίνει, όλο το ψώνιο του δυο χαρτιά τουαλέτας και μια κονσέρβα για να γίνει μερίδες για τρεις μέρες.
Στο σκοτάδι μασάει την μπουκιά του, στο γερμένο σπίτι τριγυρνάει σαν μπελέχαρος ποντικός. Ο γάτος εργάτης της εταιρείας σκαρφαλωμένος στο φράχτη, του ‘κοψε το ρεύμα, ζόρια ατελεύτητα του άφησε, κατεβάζοντας το διακόπτη. Κι έτσι οι πληγές του από δέκα γίνανε εκατό. Δεν μπορεί να βράσει μακαρόνι στο τυφλό μάτι της κουζίνας, να ζεσταθεί με το σύρμα της ηλεκτρικής σόμπας απυράκτωτο, να φωτιστεί με λάμπες σβηστές, να τέρψει το έσω του με το Σουλεϊμάν στον κακαρωμένο δέκτη.
Δεν έχει και πετρέλαιο. Στις μέρες της οικονομικής δόξας, γκρέμισε το τζάκι, στάχτωνε το σπίτι, γκρίνιαζε η συμβία κι έβαλε καλοριφέρ, Ο λέβητας με άδεια τσέπη δε γεμίζει μαζούτ κι αυτός τουρτουρίζοντας ονειροπολεί. Ήταν δεινός οπαδός του κόμματος που κυβερνά, πρωτοπαλίκαρο στις μάχες του για την άνοδο στη γαλακτερή εξουσία. Με το στομάχι άδειο έπαιρνε το πλαστικό σημαιάκι κι έτρεχε από συγκέντρωση σε συγκέντρωση. Κι ας μην ήξερε τι γεύση είχε το τυρί, τι είναι το βούτυρο, πως είναι το σχήμα του μήλου. Ήξερε όμως φαρσί τα συνθήματα του λαοκτόνου κόμματος. Τη σάπια πόρτα του την στόλιζε με την εθνική σημαία, στα παράθυρα κρέμαγε χρωματιστές λουρίδες, στη στέγη έστηνε πασσάλους με κομματικά λάβαρα.
Τώρα όσο αυτοί νομοθετούν υπέρ εαυτόν και τον ξεχνούν, τόσο σφίγγεται στο κρύο καλοριφέρ να ζεσταθεί. Κι όσο δε βλέπει πλούτη, και μένει στη φτώχεια, χωρίς ψωμί, δίχως φάρμακο και γιατρό, δίχως αύριο και ελπίδα νιώθει ντροπή, μεγάλη ντροπή. Ποιος αυτός που κρατούσε τον
κομματικό θυρεό και προσκυνούσε λέγοντας: << Σφάξε με, αγά μου, ν’ αγιάσω >>.
Αφανισμένος, φουκαράς, περιμένει το όνειρο το απατηλό. Να δοκιμάσει τη γεύση του τυριού, τη γεύση του μήλου. Αμ, όμως, πώς; Τώρα το πουλάκι πέταξε. << Άλλοι πέθαναν και άλλοι ζουν απ’ όλους ξεχασμένοι, όπου κι αν σταθούμε μάς σπρώχνουν, μάς περιγελούν οι ξένοι. Από αφέντες γίναμε ζητιάνοι στην πατρίδα και στην κοιλιά μας παίζει φίνο ταμπουρά της πείνας η παρτίδα >>.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου