Του Παναγιώτη Αντωνόπουλου
Μην τίκτεις Παναγία μου, τον υπερούσιο υιό σου. Στο σπήλαιο δε θα οδοιπορήσουν μάγοι, ούτε άγγελοι μετά ποιμένων να τον δοξολογήσουν, αλλά οπλισμένοι Ευρωπαίοι ορθόδοξοι τζιχαντιστές που ψέλνουν << Ωσαννά >> στο Σωτήρα χρήμα. Γέννησέ τον στις νεφέλες του ουρανού, στους αστεροειδείς εμπιστέψου τον και στον αστερισμό του Υδροχόου. Εδώ στη γη θα πνιγεί στο αίμα των σφαγμένων, θα καεί στο δάκρυ των αδικημένων, την αγάπη θα δει των ανθρώπων να πνίγεται ριγμένη σε πέλαγος φουρτουνιασμένο.
Στη γη σου και στη γη μας, οι νηστικοί πληθαίνουν, οι εν τόπω χλοερώ αυξάνουν, οι δουλευτές παίρνουν των ομματιών τους και πάνε στον αγύριστο, στις φάμπρικες του Κρόουλ Σβαν και του Γιοζεφούχτεν οι μηχανές κόβουν δάχτυλα, αφήνουν σακάτες, σκορπίζουν θάνατο.
Το ΔΝΤ μας έκανε φίνο κούρεμα, μας πήρε το έσω ρούχο, μισθούς, συντάξεις, επιδόματα, φάρμακο, ψωμί, γάλα, τα ‘κοψε, το φτωχό μας τσαρδάκι τ’ άδειασε, οι διαμένοντες μέσα υποβιβάστηκαν σε φτωχαδάκια.
Τα Χριστούγεννα της χαράς και του ονείρου, δε θα ‘ρθουν, κάλαντα δε θ’ ακουστούν, δέντρα δε θα στολιστούν, πίσω από τις πόρτες κρύοι άνεμοι θα διώχνουν τους μικρούς, οι χήρες και τα ορφανά θα μείνουν στους χειμώνες τους, στις γειτονιές το σπαρταριστό γέλιο θα ακούγεται σαν μοιρολόι.
Το φαγητό σπαρτιάτικο, κατοχικό, με άφθονο ζωμό. Θα ενισχυθεί με φτερούγες όρνιθας, πόδια γαλοπούλας ισχνής, βολβούς, ζοχούς, μαπόριζο, κάρδαμα, χυλοζούμι, πατάτες μπλουμ και γυφτοφάσουλα. Όσοι δεν το εξασφαλίσουν θα τρέξουν στις χωματερές, οι χρεωμένοι στο σκουπίδι της γειτονιάς, οι καθηλωμένοι στα ιδρύματα, το φλούδι του ευεργέτη θα γευτούν.
Το αρχικλεφταριό θα ντερλικώνει στα Χίλτον και στις Μεγάλες Βρετάνιες, θα πίνει τον περίδρομο και τους ευχρόους θυσάνους των ανθέων θα σκορπίζει σε πίστες και σε ρεβεγιόν. Κι όσο θ’ αδειάζουν τα πιάτα, γύρω τους παιδιά θα μασάνε λιπαρές πέτσες, γεροντάκια θα καταπίνουν ληγμένα γιαούρτια, μετανάστες θα ψάχνουν στους κάδους, ασίτιστοι φθισικοί θα χορταίνουν με το βδελυρό έμπυό τους.
Θεριά οι άνθρωποι, Παναγία μου, Θεός ο υιός σου, θα τον σταυρώσουν. Το αίμα στις φλέβες τους έχει γίνει σκουριά και φαρμάκι, αγαπούν τον πλούτο, γελούν με το αγκάθι στην καρδιά του γείτονα, υπηρετούν τενεκέδες πολιτικούς και τραπεζίτες, σαν καλοί Σαμαρείτες γιατρεύουν τις πληγές του κάθε κανάγια. Γι’ αυτούς το μίσος για τα παιδιά, για σένα τη μάνα το τραγούδι και ο ύμνος: << Κυπαρισσάκι μου ψηλό, ποια βρύση σε ποτίζει, πού στέκεις πάντα δροσερό κι ανθείς και λουλουδίζεις; >>
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου