ΧΡΟΝΟΓΡΑΦΗΜΑ
Του Παναγιώτη Αντωνόπουλου
Με το πρώτο κοκοράκι παίρναμε τους δρόμους. Με φωνή που πατούσε στο σωστό ρυθμό της νότας του πενταγράμμου, τραγουδούσαμε: <<Αρχιμηνιά κι αρχιχρονιά ψιλή μου δενδρολιβανιά… >> σ’ ένα κόσμο βουτηγμένο στο αίμα και στην αμαρτία. Η μουσική μας έφερνε ντελίριο, πέταγε έξω τους νοικοκυραίους και τους μάζευε σαν τις όρνιθες στην πόρτα ν’ ακούσουν το φίνο άσμα μας. Χαίροντες στο τέλος, χάιδευαν τα κουρεμένα κεφάλια μας, λευκή η ψυχή τους σαν νύμφη ανύμφευτη πανηγύριζε που διώχναμε τον πολέμαρχο της καθημερινότητας Αρταξέρξη βασιλιά.
Ιδρωμένοι απλώναμε κάτι χέρια, όλο κόκαλα. Οι κοπελούδες γλυκοξύπνητες γελούσαν με χείλη μαργαριταρένια. Άνοιγαν τις ποδιές τους και μας μοίραζαν από τον παράδεισο που ήταν σκόρπιος στο αγιασμένο τους νοικοκυριό. Χριστοκουλούρες, αυγά, καρύδια, σταφίδες, δραχμούλες σκουριασμένες με σβησμένες τις όψεις τους.
Φορτωμένοι, συνεχίζαμε την επωδό: <<Το καλαμάρι έγραφε την μοίρα του την έλεγε και το χαρτί ομίλει, Άγιε μου καλέ Βασίλη >>.
Αυτά τότε, σήμερα ως εδώ φτάσαμε το ζην μας, ασήκωτο φορτίο στο χρόνο. Και μισούμε τη ζωή μας, σαν τους τυφλοπόντικες περπατάμε στις τρύπες, οι δρόμοι μας χωρίς προορισμό, σε κήπο με ανθό δεν πατάμε, το πανηγύρι που παίζεται ζουρνάς το ΄χουμε ξεγράψει από καιρό. Κι αν τύχει και βρεθούμε κάπου, όλο πάνω σε λογαριασμούς και χαράτσια πατάμε. Στο κουτί του ταχυδρομείου ο ΕΝΦΙΑ, στην είσοδο του σπιτιού πρόστιμα, στα ράφια, στα σεντούκια, κάτω από τους καναπέδες, κατασχετήρια, απειλές και εξώδικα.
Βλέπει και ο Αϊ- Βασίλης τις καταψυγμένες μέρες μας, κόβει δρόμο, τους παίδες θ’ αφήσει χωρίς μποναμά και μας χωρίς χαρά. Πού να βρει φλουρί να βάλει στη βασιλόπιτα, ψιλά να αγοράσει το παιχνίδι τους. Ντρέπεται να ‘ρθει με άδεια χέρια και θα τραβήξει γι’ αλλού. Θα κόψει την τσουλήθρα από τις καπνοδόχους, το δάκρυ του θ’ αφήσει να κυλήσει στο τζάκι καυτό. Και ο μπόμπιρας θα πάρει αέρα κοπανιστό για μποναμά, ο εργάτης το χαρτί της απόλυσης, ο νέος το τραίνο για το βορρά, ο υπέργηρος άδειο το φαρμακοκούτι, ο άρρωστος το δρόμο για τον τόπο το χλοερό. Και << πάει ο παλιός ο χρόνος >> και η << καλή χρονιά >> έρχεται περνώντας μέσα από τη στείρα πρωτοχρονιά.
Καλή χρονιά! Με Ηρώδες να σκοτώνουν νήπια, Μήδες να τρώνε τον αγλέουρα, χρυσοφόρους Κροίσους να πίνουν του σκασμού. Γύρω τους πεινασμένοι να γλείφουν άδεια πιάτα, να στερούνται την μπουκιά, αμάσητο να ρίχνουν κάτω το αποφάγι που ψάρεψαν απ’ τον κάδο.
Καλή χρονιά! Με τη γη ζητιάνα και την Ελλάδα λιμοκτονούσα και πουλημένη. Τους μισούς Έλληνες άνεργους, τους άλλους μισούς άμισθους, χωμένους στα κουρέλια και ποδημένους με παλιοπάπουτσα. Με τεντζερέδες άδειους, το κουμούτσι απόν, το στρωμένο τραπέζι με χυλοζούμι και ελιά, πληρωμένο από τη γλίσχρα σύνταξη του γέροντα παππού. Με τις πόρτες των σπιτιών πριονισμένες, τα αμπελοχώραφα ξερά, τα κοπάδια σκόρπια, τ’ αηδόνια στα γύρω περιβόλια μουγκά.
Καλή χρονιά!
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου