Του Παναγιώτη Αντωνόπουλου
Συνταξιούχος εργατάκος ο έρημος και οι τράπεζες του ρουφάνε το αίμα. Οι χαχόλοι του οικονομικού χαλιφάτου και οι μικρονοϊκοί καραγκιόζηδες της Βουλής του επιμέρισαν σύνταξη ψίχουλα, του πετάνε κι ένα γλειμμένο κόκαλο από τον τορβά των εφοπλιστών και τον αποκοιμίζουν με τους πανενογλάνους που του κάνουν το κεφάλι κουρκούτι με τον ξιπασμένο λόγο τους για ανάπτυξη και μέρες παχιές σαν αγελάδες.
<< Μίνυνθα δε γίνεται ήβης καρπός… >> ( λίγο κρατάει της νιότης ο καρπός ) και μετά η πολύανθη εποχή πάει περίπατο, έρχονται τα γηρατειά, το σώμα γίνεται αγνώριστο, στηρίζεται σε πατερίτσες, φορτώνεται αρρώστιες, θέλει φάρμακο και άγιο να θεραπευτεί, βοήθεια ζητάει να ‘ρθει κάποιος << ίνα το φορτίο άρη!>>
Και τούτος ο εργατάκος, γέρασε όπως και άλλοι και κουβαλάει << πολλά θυμώι κακά >>. Και στενοχωριέται, χύνει δάκρυ, το λαϊκό άσμα τραγουδά για να παρηγορηθεί: << να ‘σαν τα νιάτα δυο φορές τα γηρατειά καμία… >> αλλά ματαίως. Και τώρα δεν μπορεί να δουλέψει, να αγοράσει ένα κεραμίδι να βουλώσει την τρύπα της στέγης που τον μουσκεύει η πρώτη βροχή. Ακόμη να αλλάξει παντζούρι, να πετάξει το σάπιο και να φράξει τον θαλασσινό πουνέντε που τον καταψύχει όταν τον ξεφυσάει ο φουσκωμένος ασκός του Αιόλου.
Κάθε πρωί ο κλητήρας του χτυπά την πόρτα, το δάνειό του είναι στα << κόκκινα >> του θυμίζει, οσονούπω θα τον πετάξουν έξω και θα βρεθεί στη λάσπη με τους γεωσκώληκες και τους βατράχους.
Για να αβγατίσει τον μπεζαχτά του πουλάει κηπευτικά, μερεμετίζει σούγελα, φροντίζει τους σκύλους των εύπορων γειτόνων που λείπουν ταξίδι στην Καραϊβική. Μένει στο πέτρινο που γέρνει σαν στραβοφορεμένος σκούφος, ασοβάτιστο, με τα αγκωνάρια ξεγοφιασμένα, έτοιμα να σωριαστούν στο κεφάλι του.
Το βράδυ κουλουριάζεται κάτω από την κουβέρτα να ζεσταθεί, γκρινιάζει με τη συμβία που ΄χει κορμί ψυγείο, ταγμένο στο χάρο, στριφογυρίζει σαν κάμπια, πριν τον πετάξει πάνω το κικιρίκου του πετεινού. Την ημέρα άφραγκος, μπαίγνιο της φθοράς και του σκληρού κράτους των τζιχαντιστών πολιτικών, στον καφενέ ρουφά το σκέτο του. Κι εκεί τους χαχόλους βρίζει. Αυτούς που συν γυναιξί και τέκνοις, με φουλάρια Hermes, ταγιέρ Chanel, φουσκωτά πορτοφόλια Louis vuitton κάνουν βόλτες με τις Πόρσε στη Ριβιέρα και στην Καραϊβική.
Πίσω ο συνταξιούχος εργατάκος ζει στο σκουριασμένο του νοικοκυριό, χωρίς γυφτοφάσουλο και χυλοζούμι. Βουλώνει τις τρύπες της χαμοκέλας με στουπιά, το χάπι κόβει στη μέση για να ΄χει και το βράδυ, τη θωριά του λοξοδρομάει στ’ άστρα και ψάχνει το Θεό.
Ξεφτίλες! Πού θα πάτε; Θα ‘ρθει η ώρα και για σας που θα πείτε: << αντίο πρόσχαρή μου νιότη, αντίο του πλούτου το μαύρο πλοίο, πλώρη έβαλε για χώρα μακρινή! >>
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου