ΧΡΟΝΟΓΡΑΦΗΜΑ
Του Παναγιώτη Αντωνόπουλου
Ο σφαγέας έτοιμος, με το δίκοπο στο χέρι, η νοικοκυρά με την κεραμίδα, όπου έκαιγε αναμμένο κάρβουνο και λιβάνι, ο χοίρος δεμένος με τον άλυσο περίμενε Το πιο << καλό >> παιδί έλεγε το << πάτερ ημών >>, οι σφαγείς γονάτιζαν το ζώο, η πρώτη μπηχτή μαχαιριά έπεφτε, ακολουθούσαν τα ουρλιαχτά, ο επιθανάτιος ρόγχος, το κρέμασμα, το γδάρσιμο, η εξαγωγή των σπλάχνων.
Παίρναμε τη φούσκα. Την σταχτώναμε και στεγνωμένη την φουσκώναμε. Έπαιρνε την όψη θεάς, έλαμπε σαν χαρούμενη ερωμένη, μας έβαζε στο χέρι και δώθε κείθε αγριεύαμε μαζί της.
Η αλάνα μας γεμάτη σκόνη, πέτρες και χαλίκι. Το παπούτσι ξεσολιαζόταν, οι σκισμένες αρβύλες του ξάδερφου γίνονταν λουρίδες και κάλιαζαν στο φράχτη. Ασυγκράτητοι στα πόδια, κυλιόμαστε στο χώμα, ο μιστός μας πλούσιος όταν η μπάλα περνούσε τα πέτρινα όρια του τέρματος και έγραφε γκολ!
Παίζαμε και τρέχαμε σαν ελαφάκια πίσω από τη μάνα τους, σαν λαγοί κυνηγημένοι από τα άγρια κυνηγόσκυλα. Όνειρό μας το Αγρίλι του Ηρακλέα, ο κότινος που θα στεφάνωνε την ιδρωμένη κεφαλή μας.
Παίζαμε και τρέχαμε σαν ελαφάκια πίσω από τη μάνα τους, σαν λαγοί κυνηγημένοι από τα άγρια κυνηγόσκυλα. Όνειρό μας το Αγρίλι του Ηρακλέα, ο κότινος που θα στεφάνωνε την ιδρωμένη κεφαλή μας.
Τίποτε δε μας σταματούσε. Η φούσκα και στα κρύα δική μας και στις μεγάλες ζέστες. Τα δακρυσμένα μάτια μας στέγνωναν σαν την αγγίζαμε, η μαγκούφα ψυχή μας άνθιζε όταν νιώθαμε την κλοτσιά μας να την στέλνει σαν οβίδα στο κεφάλι του αντίπαλου. Όταν μας έσπαγε μοιάζαμε σαν καλαμάκια έρημα, σαν ορφανά χωρίς τους γεννήτορές τους.
Την σήμερον ημέρα οι αλάνες είναι άδειες, το κλοτσοσκούφι τελειωμένο, οι δρόμοι, έρημοι τυλιγμένοι σ’ ένα μαύρο σύννεφο λίγδας. Οι νεολαίοι αθλούνται σε γυμναστήρια, οι νέες σε ινστιτούτα ομορφιάς, φιλιππινέζες ζουμερές δεν προλαβαίνουν να κάνουν μασάζ σε έφηβους, γόνους Κροίσων και Μήδων. Καψωμένες πλούσιες νεραϊδούλες πετώντας το ελαφρύ φορεματάκι, στο χλιούτσικο αεράκι του μασέρ χαρίζουν το ρόδινο κορμί τους.
Μνήμη λαμπερόχρωμη! Στου χοίρου τη φούσκα χρωστάω τα γραφέντα. Τη συγκίνηση στης μνήμης την κράτηση. Κράτηση ανάμνησης από μια περασμένη εποχή, που είχε ποίηση ζωής και σαν μουσική σε θεοσκότεινη νύχτα σβήνει τώρα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου