Δευτέρα 30 Μαρτίου 2015

ΧΡΟΝΟΓΡΑΦΗΜΑ:Πανόραμα

Του Παναγιώτη Αντωνόπουλου  
              Καλορίζικο το νεογέννητο στέκι στην πάνω πόλη της Αρκαδιάς και να μας ζήσει χρόνια πολλά. Τ’ όνομά του Πανόραμα με μια απαλοσύνη χαδιού στο χώρο του, μια παραδοσιακή  εκφραστική τέχνη στη διακόσμησή του κι ένα φως που σμίγει από το Ιόνιο και το Ψυχρό σαν αχνός από χρυσάφι.
              Ιδιοκτήτες του ο Κώστας και η Χαρά, τρυφεράδες άφραστης και πάναγνης νιότης και οι δυο, όμορφοι και ωραίοι, πάνω στα ντουζένια τους, σε δέχονται με μύριους κυματισμούς στα χείλη τους και ταχύνουν το βήμα τους να σου φέρουν το ουζάκι.
                Το δώμα του ευάερο, ευήλιο, μαγευτικό, ένας  μικρός θίασος από μύθους, θρύλους και ανάερες νεράιδες της όμορφης πόλης.  Οι τοίχοι στολισμένοι με κάδρα, η σάλα με χειροποίητα τραπέζια, οι ξύλινοι πάγκοι σκεπασμένοι με λαϊκές κουρελούδες του αργαλειού. Ο Απόλλων και η Δάφνη πάνω από την είσοδο, η  Κυπαρισσία Αθηνά στην ανατολή, ο Όμηρος ο τυφλός τραγουδιστής του  αρχαίου Κυπαρισσήεντα στη θέση με τους  ποιητές.

              Σε μια γωνιά του πίνοντας και  κρατώντας στο μυαλό σου τους μονολόγους σου, διαφεντεύεις γύρω σου τα πάντα  και μαγεμένος στο θρονί σου,  λικνίζεσαι στις  αέρινες πτυχές, στις χρυσές ακτίνες  και στην υπνοσύνη  του  σιγαλού τραγουδιού. Σε κάθε καλντερίμι μαντεύεις κι ένα  ρόδο μακρινό, σε κάθε αυλή βλέπεις κάποιο πυκνό καμαρωτό φρύδι. Το μάτι σου αχόρταγο τα χρυσοκλώσματα στους αφρούς ρουφάει, μεθάει με το ηλιοβασίλεμα και τις κορφές  του ασημιού, στο  μυρωμένο Τζάντε.
             Φορέας τούτο το στέκι της άγραφης ιστορία της πόλης, πολλούς θα βλέπει να περνάνε το κατώφλι του. Ωραίους έφηβους, καλλονές στεμμένες με στεφάνια νιότης, αστούς πρόσχαρους, χτίστες και οικοδόμους, εργάτες και κάπελους, μορφωμένους γραμματικούς, βιοπαλαιστές πονεμένους από το βάσανο της ζωής. Και γέροντες ακόμη με λευκή την κεφαλή, που ξέρουν και μιλούν για πίκρες και καημούς. Ανέστιους με ιστορίες για αλετροπόδες και αστερισμούς, ερωτευμένους που μεθούν στη μέθη μιας λιόχαρης αγάπης.  
          Όλη μια παρέα. Όλοι φλεγόμενοι να ρεμβάζουν την Άγια Τριάδα, το κάστρο των Γιγάντων, τον Πούρκο, τον Αϊ – Δημήτρη, το άφρισμα του κόλπου.  Να ψάχνουν το γλάρο στη ράχη της θάλασσας, το μπουρλοτιέρη ήλιο να θαυμάζουν σαν στέφεται βασιλιάς στο πορφυρό Iόνιο.
          Μύριες οι σκέψεις τους, μύριες και οι χαρές τους. Και όταν το αεράκι θα τους κάνει κούκου κατηφορώντας από τη Γελουδά, με ταρακουνημένο το έσω τους θ’ αρχίζουν: << Ω! τι με νοιάζει κι αν πάμε ως εκεί; Τι με νοιάζει; Γελάει όλ’ η γλυκιά συντροφιά. γελά η θλιμμένη ζωή, στ’ όνειρο μέσα κυλάμε και η Αννούλα τρελά τραγουδάει: Όπου να ‘ναι, μακριά, θα φανεί το δικό μας νησί! Όπου να ‘ναι! >>  
         Έρρωσθε και ευδαιμονείτε! 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου