Του Παναγιώτη Αντωνόπουλου
Επιστροφή στην γκρίζα Σαχάρα του ’53. Ο Σεπτέμβρης μουσκίδι από τη βροχή, εγώ μαθητής της Πρώτης, η καρδούλα μου σαϊτεμένη από το τρεχαλητό να προφτάσω τον αγιασμό, ο νους μου λαγουδάκι να τρέμει μπρος στο άχθος των σχολικών βιβλίων.
Το ‘ξερα πως δε θα κάλπαζα πια στις εξοχές, το Βουκεφάλα νου μου θα τον συμμάζευα και κείνα τα ζαχαρωμένα τραγουδάκια μου για το συνοφρυωμένο μουτράκι της γειτονοπούλας μου Ιζαμπώς θα σβήνονταν στη θλιβερή ερημιά.
Θα μάθαινα την αλφαβήτα και μ’ άρεσε. Ο ήχος της τουφεκιάς απ’ το λόγο του δάσκαλου θα με συνέτιζε, τη γιαγιά μου δε θα ξανάλεγα << ποντίκο >>, το θείο μου Νιόνιο << σπαγκοραμμένο Εβραίο >>. Στο διάλειμμα στα τρεχαλητά θα ‘παιζα μ’ όλα τα νηστικά της γειτονιάς, θα ξεμουτσούνιαζα τον Ψύχα το συνομήλικό μου γιατί ήθελε να τον λέμε μπάτσο, θα ‘πιανα το χέρι της λυσίκομης Ερατώς παίζοντας πεντόβολα, στη μελωμένη Γωγώ με το ανταρτεμένο βυζάκι θα ‘ριχνα το φως από το λύχνο των ματιών μου τις σκιαγμένες ρόγες του να φωτίσει.
Πρώτη τάξη, πρώτο θρανίο και το ρούχο μου, πρώτο από τσερβόλ. Και πρώτη μέρα στο σχολείο. Ο εμφύλιος είχε αγριέψει το λαό, μίση, φτώχεια κι εμείς θεονήστικα. Ο δάσκαλος νεοδιόριστος ήρθε ποδαράτο από την πόλη και μας υποδέχτηκε. Οργισμένος με τη νέα γενιά μπρος του, μας άφησε λίγο στη λούφα, έφτιαξε με δυο μεγάλους το συσσίτιο και φόρεσε την ποδιά. Μας γέμισε τα κατσαρόλια γάλα με την κουτάλα και μας είπε: <<Χωνέψτε το και συχωράτε το Μάρσαλ που ‘φτιαξε το σχέδιο και περιδρομιάζετε αφιλοκερδώς! Χωρίς το δικό του οκέι θα είσαστε προ πολλού μακαρίτες και θα σας μέτραγα απόντες! >>
Ξυπνάγαμε με το θωπευτικό χάδι της μέρας, κοιμόμαστε με το ροδόχρουν των δειλινών. Ξυπόλυτοι τρέχαμε, ορτύκες πιάναμε με θηλιές, αετομάχους θρεμμένους με πλακοπαϊδες. Με τούτα χορταίναμε, ιδέα δεν είχαμε από εγκαυστικά τρόφιμα και τοξικά εδέσματα. Γυμνοί βουτούσαμε στις γούρνες, βρώμικοι πέφταμε στο κρεβάτι, κομμάτι -κομμάτι κατάπινε η σκόρτα ένα κορμάκι απολειφάδι.
<< Θεέ των ραγιάδων! >> ψέλλισε ο δάσκαλος << από πότε έχετε να πλυθείτε; >> Μας έδειξε την πηγή. Με αντάρτικο χαμόγελο πεταχτήκαμε έξω, πήραμε ο καθείς το κεραμίδι του και αρχίσαμε να βγάζουμε τη σκόρτσα μας. Ξεβρωμιστήκαμε και όταν το λεβέντικο κύτταρό μας έκρινε πως η σκόρτσα ξεπαστρεύτηκε, φτέρνες, κότσια και αγκώνες λαμπίκαραν, δώσαμε το παρόν. Ο δάσκαλος μας επιθεώρησε, έγραψε στον πίνακα << η καθαριότητα είναι μισή αρχοντιά >>, τίναξε τη σκόνη από τα τρίμματα της κιμωλίας στα πέτα του και μας είπε: << Το ρητόν τούτο θα το βρείτε και στο δεκάλογο της σχολικής συμπεριφοράς >>.
Και μετά στην ιερή ζωή να πέφτεις από τη μια σκόρτσα στην άλλη. Να δουλεύεις με τη σκόρτσα, να χτυπάς πόρτες γεμάτες σκόρτσα, να χαιρετάς χέρια με σκόρτσα, πόδια να βλέπεις τίγκα στη σκόρτσα. Κι από πάνω να ‘ρχεται και ο ξεβρακωτούλης πολιτικός και να σου δείχνει τη σκόρτσα του! Άει σιχτίρ από ‘κει!
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου