ΧΡΟΝΟΓΡΑΦΗΜΑ
Του Παναγιώτη Αντωνόπουλου
Σε πίσω καιρούς το χρονογράφημα, αυλακωμένο από τις σχισματιές του χρόνου και γραμμένο στον απόηχο της θλιμμένης νότας του κότσυφα.
Προορισμός μου το χωριό, θαμμένο στο βουνό, στις πέτρες και το σαρκοφάγο βάτο. Το σχολείο ερείπιο, οι τοίχοι σωριασμένοι, τα κουφώματα ροκανισμένα από τους μπελέχαρους ποντικούς. Κοιμόμουν στρωματσάδα στο χολ, πλενόμουν στο λασπονέρι της γούρνας, όρθιο με κρατούσε την ώρα του μαθήματος η μπουκιά από το πρόσφορο του παπα – Βαγγέλη. Η υγιεινή μου τριτοκοσμική, η αφόδευσή μου στα χαλάσματα, ορδές οι κούνουπες από το χαμούρι της τσοπαναριάς, ορμούσαν πάνω μου να μου πιουν το αίμα.
Τ’ ανθρωπάκια του χωριού φτύνανε μαύρη λάσπη όλη μέρα στις σποριές, κολυμπημένα στον ιδρώτα λούφαζαν στις στρωμνές τους τα βράδια με το μάτι τους γατίσιο και την ψυχή τους άγρια σαν πιράνχας να ονειρεύονται το στέρφο χωράφι τους, πλούσιο και καρπερό. Χαίρονταν στις γιορτές, άνοιγαν τα σπίτια τους διάπλατα στους καλεσμένους, με τους αγίους τις Κυριακές φωτογραφίζονταν να δείξουν πως είναι χορτοφάγα και όχι ανθρωποφάγα.
Ερχόταν ο πολιτικός και τα ανθρωπάκια του χωριού, τον άκουγαν και χασμουριόνταν. Έτσι είχαν φτιαχτεί κι έτσι έμεναν. Φτιαγμένα δίχως γνώμη, δίχως βούληση, δίχως άρνηση. Φοβόνταν τη βίτσια του εθνικού πολιτικού και έσκυβαν κεφάλι στην κάλπη εμπρός.
Είχα ανοίξει το βιβλίο της Φυσικής Ιστορίας στα σαπρόφυτα όταν μπήκε στην τάξη. Άπλωσε χέρι, γέλασε και μου ‘πε: << Τσιφτάρα, δάσκαλε, κάποιος μου ‘πε, πως πας κόντρα στην εξουσία! Γιατί; Τι σου λείπει; >>
<< Εκπρόσωπε της πολιτείας >> του απάντησα. << Οι πόλεις απόχτησαν μουσεία εθνικών κειμηλίων και το χωριό δεν έχει απόπατους. Ούτε και το σχολείο. Οι άνθρωποι βγαίνουν με τους λύχνους τη νύχτα κι αδειάζουν το σωλήνα τους στους δρόμους. Το ίδιο κάνω κι εγώ. Έχει γεμίσει το χωριό << μουρόφυλλα υγείας >> και κινδυνεύουμε από θανατηφόρο λοιμό >>.
<< Αυτό; >>
<< Έχω κι άλλα… Λουτρό κάνω στο πλυσταριό της παπαδιάς, ξεσκορτσάζομαι με κεραμίδι, η σόμπα μου είναι γερασμένη, το κρύο μού ’χει σκουριάσει τα σπονδύλια. Το νοικοκυριό μου λασπότοπος, η αίθουσα γεμάτοι ποντίκαρους, ροκανίζουν θρανία και βιβλία. Οι ποντικίνες τη νύχτα μου επιτίθενται και μου τρώνε τη μύτη. Κάντε κάτι να γίνει σπίτι τούτο το αχούρι… >>
Γέλασε. << Εντάξει, ό,τι θες! >> Μύρισε ο χρόνος ψέμα, μύρισε και ο τέντζερης του πρόεδρου λαγό στιφάδο! Το ‘κοψε προς τα κει και οσφραίνοντας τη μύτη του σαν γάτος άνοιξε την πόρτα και μπήκε μέσα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου