Παρελθοντολογώ και πάλι. Όχι όμως συνεχώς. Μια φορά στο τόσο. Θέλεις για γιατρειά, θέλεις για τις φλόγες της Ελένης, όμως παρελθοντολογώ.
Του Παν. Αντωνόπουλου
Για να ξεθάψω μια ζωούλα, στα κομμάτια της να ψάξω το πικρό μου δάκρυ, να θυμηθώ το παλληκαράκι που άφησε το σπλάχνο του χόρτου και ήρθε στην Πάνω Πόλη. Έφηβος πια, να συνάξω σοφία στο γυμνάσιο της Αρκαδιάς, να αποστηθίσω το << Άνδρα μοι έννεπε, Μούσα, πολύτροπον, ος μάλα πολλά >> και να δω το κεφάλι μιας όχεντρας φτώχειας να δαγκώνει και να συντρίβει χαμάληδες και λούστρους και ν’ αφήνει απείραχτους άρχοντες και αφέντες,
Έπιασα δωμάτιο ερείπιο. Οι σκισματιές του βαθιές, χρόνους ν΄ ασπριστεί, τις πόρτες και τα παράθυρα μπαλωμένα με τσίγκους και χοντρό χαρτί. Ένα τηγανάκι, ένα ποτήρι τσακισμένο, η κατσαρόλα ξεγάνωτη, παλιά. Το φαγητό λιτό, χωρίς πρωινό και δείπνο.
Οι παρεούλες μου μ’ ανθρώπους της ταβέρνας, σκυφτούς καραγωγείς, ραφτάκια, σκαφτιάδες με το ρούχο μπαλωμένο. Χτίστες της οικοδομής, που ‘χαν στο δασύ τους στήθος κρεμάσει μιας Λενώρας ζωγραφιά. Με κάπελους, μ’ ένα κλωνί βασιλικό στ’ αυτί, ψιλικατζήδες κρυμμένους πίσω από κλωστές << μουλινέ >>, ζητιάνους με επικαμπτείς οδόντας.
Στα καλντερίμια η καρδιά μου πήδαγε στα στήθια, στου κάστρου τη γυμνή πλαγιά χτυπιόμουν με τους Φράγκους και στης Χαμεροπούλας την αυλή, στίχο άφηνα αστραπής: << Ω! νιότη μου εσύ! Πόσο θ’ αντέξεις φλογισμένη ακόμη να’ σαι στον κόσμου τούτο τον κακό! >>
Κι όλο γυρνούσα στα σοκάκια με τις πικροδάφνες, στους στριφτούς δρόμους, στο ένδοξο ηρώο, στους ίσκιους των πορτοκαλιών, στον Αι- Δημήτρη, στου Μαντά τις φυλακές, στου Πούρκου τις ανηφοριές και στον πλάτανο που τον στόλιζε το ασημένιο φύλλο πλασμένο από ιστορίες και ομορφιές.
Γέροι με λευκή την κεφαλή στην Αμαθούντα μου μίλησαν για πίκρες και καημούς, Ανέστιοι και πονεμένοι για αλετροπόδες και νεκρούς. Και κάποιοι ερωτευμένοι για παλιά ανθάκια ξερά.
Ένιωθα παράφρων και ωραίος στην Πάνω Πόλη. Πένης βέβαια, χωρίς μία, και άχαρι ιματισμό, αλλά ευτυχής! Ρωμαίος! Όχι πολίτης Ρωμαίος, αλλά ο ήρωας του Σαίξπηρ που είχε αγαπούλα την Ιουλιέτα κι εγώ τη Βενετία. Και στην Παζαρόβρυση σαν σμίγαμε, έχαιρον οι ουρανοί και πυρπολούταν η δύση.
Τι άλλο να θυμηθώ; Χρυσές στιγμές, θείους περίπατους στη Γελουδά ή νύχτες Αρκαδινές με φωτεινά φεγγάρια και το τραγούδι του γκιώνη να αποθέτει τη μελωδία του στο κύμα;
Πούσι δεν είχε τότε, ούτε έπεφτε αποβραδίς. Το ‘διωχνε το γελαστό χείλι της κυρα - Μηλιάς, το άσμα της νιας Γαριφαλιάς, αφήνοντας να σαλεύει το φως διώχνοντας τον μαύρο ήλιο και να λούζει στο μπαλκόνι με τους βασιλικούς τη σεμνή Αρκαδινή παρθένα που άδουσα έλεγε: << Όμορφη, γλυκιά μου Πάνω Πόλη, τις μαγικές σου μέρες νοσταλγώ! >>.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου