Του Παναγιώτη Αντωνόπουλου
Τα τσούζουμε συχνά με τον ποιητή. Του αρέσει στο μέσα μέρος της ταβέρνας, εκεί στον απάγκιο γιατί η ψυχή του σπάει τις αλυσίδες της σιωπής και παίζει με μαεστρία την άρπα των στίχων.
Στο δεύτερο ποτήρι μπαίνει στο γελαστό λαγκάδι της ποίησής του: << Είχε φωτίσει για καλά εκεί στο μόλο, είχανε δέσει οι ψαρόβαρκες και ξεψαρίζαν. Καλή ψαριά, μα τα γλαρόνια κλαψουρίζαν, φέρνοντας βόλτες στον ουράνιο θόλο… >> Με σταθερή φωνή, μελωδική, συνεχίζει: << Έγραφα από έφηβος.
Η εφηβική ψυχή μου σαλεύτηκε όταν είδα το κοράκι της ανέχειας πάνω από τους σκυφτούς εργάτες, τους ναύτες και τους γυμνούς ψαράδες, εκεί στο ταβερνάκι του Αγριλιού να πίνουν το κρασί τους μ’ ανθρώπους που βασάνιζε η στέρηση και η φτώχεια. Εκεί είδα και την αδικία. Μια χήρα Θανάσαινα, ήταν το δεξί χέρι του γαιοκτήμονα Ραγκαβή. Ζούσε σε χαμόσπιτο, χωμένη μες στη λάσπη, έρημη και νηστική. Με τέσσερα παιδιά, τον φρόντιζε, δούλα ανυποχώρητη τον υπηρετούσε. Το λαμόγιο ο τσιφλικάς, όταν του ‘πλενε το ρούχο, είχε το βλέμμα άγριο, το μούτρο του ξινισμένο. Κλωτσιές της έριχνε στον πισινό, αδιάντροπα τη στόλιζε με μούντζες και γαμοσταυρούς. Τούτη η εικόνα μ’ έχει τσακίσει, δάκρυα μου φέρνει ακόμη αστείρευτα στα μάτια. Έτσι σκέφτηκα ν’ αφήσω στο μαβί προσκεφάλι τούτης της μάνας λίγους στίχους σαν μια λαμπίτσα να της χλωμοθωράει την ψυχή! Και το έκανα! Μετά είδα πως η Πλουτώνια μας ζωή, θέλει φτερά να πετάξει σε παράδεισους. οραματίστηκα μια θέση με Παλλάδας ομορφιά για τους ανθρώπους και πειραματίστηκα γι’ αυτό με τους στίχους μου: << Ζητά η καρδιά μου ένα ψωμί να θρέψει πεινασμένους, να δώσει στις φτωχιές ψυχές προίκα της την αγάπη… >>
Μια μικρή σιγή και απλώνει πάλι τα φτερά του λόγου του: << Μ’ αρέσει και το ωραίο! Πώς λέει ο Σοφοκλής στην Αντιγόνη: Έρως ανίκατε μάχαν… Αυτή η παντοδυναμία του Έρωτα και τι δεν κάνει! Ο Αίμονας κρεμάστηκε από το λαιμό με θηλιά που έφτιαξε κόβοντας λουρίδες το πέπλο της νεκρής Αντιγόνης! >>
Έξω στο δρόμο τα νερά της βροχής τρέχουν και μοιάζουν να μοιρολογούν. Στρέφει το κεφάλι, κοιτάζει, αφουγκράζεται και λέει: <<Θα σου πω λίγους στίχους από τη συλλογή μου << Ύμνος Ερωτικός >>. Οι θείοι ανθοί τους, σίγουρα θα σκεπάσουν τα μοιρολόγια του νερού! Απαγγέλλει: << Ουρανούλα μου! Τα χείλη μου θα γεύονται το άρωμα των χειλιών σου, τη μυρωδιά του σώματός σου, που θα υψώνεται όπως το άρωμα των κέδρων με τους αντίλαλους της καρδιάς μου ως τα άστρα! Θάλασσά μου πρωινή, καλπάζουμε δρομώντας ως τα σύννεφα… >>
Η ώρα μηδενίζεται μέσα στο φλογερό του λόγο. Φτάνει το τέλος, πρέπει να φύγουμε, να χωρίσουμε, στα γήινα να βρεθούμε. Στην πόρτα σκύβει, γαλήνιο το λόγο του μου ψιθυρίζει στ’ αυτί: << Έρχομαι από δρόμο έρημο και σκοτεινό, συμπάθα με αν είπα και τίποτα σκληρό και παγωμένο >>.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου