Με την πένα
Νίκος Δημογκότσης: << Σπάσε λοιπόν, το μπλόκο των τεράτων >>
Του Παναγιώτη Αντωνόπουλου
Αποκρουστικό το πρόσωπο του σκότους, που μας δείχνουν οι επιτελείς της εξουσίας, και, εκ διαμέτρου αντίθετο με το πρόσωπο του φωτός, που ζητά ο κοσμάκης. Ευτυχώς που υπάρχουν σύγχρονοι και μείζονες ποιητές, όπως ο Νίκος Δημογκότσης, που με τη χρυσή πένα και τον οίστρο της γραφής του, τον αβίωτο βίο μας, σε ύψη υπερκόσμια μεταναστεύει, θριαμβευτικές διαστάσεις εκεί να πάρει και να ξυπνήσει από τα βαθιά του σκοτεινιασμένα μεσάνυχτα.
Εραστής των μακρινών ταξιδιών ο ποιητής, ξέρει και πιάνει το κουβεντολόι μαζί μας, γίνεται ένας μαγικός αφηγητής, ασύγκριτος σοφός, κι εμείς τυχεροί αναγνώστες του, να αιωρούμεθα ενεοί από τα χείλη των στίχων του. Στίχοι που δέρνουν αλύπητα την τρικυμία της ύπαρξης, μαστιγώνουν τη μανία του κακού, τα ανεξίτηλα σημάδια του καλού, με υπόκωφη μουσική των Χερουβείμ τα εγκαλεί.
Πικραίνεται ο ποιητής με τόσο κακό γύρω μας και τόση δυστυχία να αυλακώνουν γη και ουρανό της πατρίδας του και του κόσμου, βλέπει τις καταιγίδες, τους κυκλώνες, τους ανέστιους και τους δυστυχισμένους και κάνει την πένα του να τρίζει οργισμένη πάνω στο χαρτί και να γράφει: << Μες τον αρχέγονο χορό των Δωριέων/ κοίτα το μέλλον, πως χορεύει και ουρλιάζει,/ τι ‘ναι δεμένο στον τροχό των γηραλέων/ που το μυαλό τους μόνο το χρυσό σοδιάζει//. Τα βάζει με τους ανθρώπους Δωριείς ή αλλιώς με τον άνθρωπο, πίθηκο του Νίτσε. Τους κυνηγάει τους Δωριείς, δεν τους θέλει, αυτοί μόνο στοιχειά κουβαλάνε στους ανθρώπους. Τι να τους κάνει; Το ίδιο κάνει και ο Νίτσε με τον πίθηκο, άνθρωπο. Λέει ο Ζαρατούστρα, ας τον ακούσουμε: << ‘Όλα τα όντα μέχρι τώρα πλαστούργησαν κάτι αψηλότερο από τον εαυτό τους και σεις θέλετε [οι άνθρωποι ] να είσαστε του μεγάλου κύματος η φυρονεριά και βρίσκετε καλύτερο να γυρίσετε πίσω κατά το ζώο κι όχι να ξεπεράσετε τον άνθρωπο. Τι είναι ο πίθηκος για τον άνθρωπο; περίγελο, ντροπή λυπητερή. Ολόιδιος πρέπει να γίνει ο άνθρωπος για τον Υπεράνθρωπο: περίγελο, ντροπή λυπητερή. Διαβείτε το δρόμο που πάει από το σκουλήκι στον άνθρωπο και περισσεύει μέσα σας πολύ σκουλήκι ακόμη. Παλιά, είσαστε πίθηκοι, και, τώρα ακόμα ο άνθρωπος είναι απ’ τον πίθηκο πιο πίθηκος … >>
Ο ποιητής φοβάται για τους Δωριείς ανθρώπους και πιστεύει πως είναι πλασμένοι για το κακό. Τον συνταράζει που έχουν το μέλλον δεμένο και ουρλιάζει. Πλαταίνει τους στίχους του για να υποψιαστούμε την καταστροφή. Γράφει στη δεύτερη στροφή: << Κοίτα και φρίξε, πως του σπάζουνε τα πόδια / και πως το στήθος του τρυπούν με ξιφολόγχες,/ πως μες στο αίμα του κυλούν τα δηλητήρια/ και μες στα μάτια πως βοούν οι σπιναλόγκες//. Ξέρει πως έχουμε υποστεί μετάλλαξη από τους πάσης φύσεως Δωριείς και το φόβο του πως το μέλλον μας θα είναι χειρότερο για τα παιδιά, προσπαθεί να το πει μέσα από τους στίχους, για να το πληροφορηθεί η συλλογικότητα. Συλλαμβάνει το πελιδνό τοπίο του μέλλοντος και με ανατριχιαστικό στίχο << το στήθος του χτυπούν με ξιφολόγχες >>, φανερώνει τις φρικαλεότητες που μας περιμένουν και οι χίλιοι κίνδυνοι που καραδοκούν στο εγγύς μέλλον.
Ο ποιητής σκίζει σε χίλια κομμάτια τα διπλώματα, τις πραγματείες, τους τίτλους ειδικότητας, τις μεταπτυχιακές γνώσεις, τα βεβαιωμένα σεμινάρια σπουδών και ευρεσιτεχνίας και δεν τα αναγνωρίζει τη στιγμή που το μέλλον για τα παιδιά θα είναι μια απέραντη ψυχιατρική κλινική και αυτά οι ασθενείς της. Στεναχωριέται που ο άνθρωπος θα είναι αδέσποτος στους πέντε δρόμους, με την κυκλοφορία να είναι σε απαγόρευση. Οι φτωχοί να πληθαίνουν, οι νηστικοί να μη χορταίνουν, και, οι ανέστιοι αγεληδόν να κοιμούνται στα παγκάκια, το επιτελικό κράτος απόν, τη φροντίδα κλεισμένη σε Δρομοκαϊτεια. Και συνεχίζει στην τρίτη και τέταρτη στροφή: << Αν είσαι άνθρωπος λοιπόν κατάλαβε,/ τι ‘ναι τα όνειρα κλεισμένα σ’ αποθήκες/ κι όλα τα άσματα, πικρά ‘ναι των ψυχών μας //. Σπάσε λοιπόν, το μπλόκο των τεράτων/ και σπίρτο ρίξε στις αλήθειες των θαυμάτων,/ ν’ ανατινάξουμε τους κλέφτες, τους αγύρτες/ και της αγάπης να λυτρώσουμε τους μύστες//.
Γκρίζος, άνυδρος ο ουρανός της πατρίδας του αλλά και του κόσμου, και, ο ποιητής το ξέρει καλά. Πολύ πάει στα τόσα κακά να έχουμε και μπλόκα από ανθρώπους τέρατα. Δεν το ανέχεται και βλέποντας να φτύνουν το χαμόγελο κάθε οργιαστικού παφλασμού της χαράς του ανθρώπου, φωνάζει για ν’ ακούσουν και οι πέτρες που πάνω τους είναι χαραγμένες οι σοφίες του κόσμου: << Σπάσε λοιπόν, το μπλόκο των τεράτων>>.
Ο λόγος του ανθηρός, δηκτικός, μελαγχολικός, στομφώδης, ποτέ κούφιος, άδειος στείρος. Λόγος που έχει τις ρίζες του, στα σχολεία της επικράτειάς του, λόγος ζυμωμένος στον ελαιώνα της Κυπαρισσίας και στο εύφορο χώμα του κάμπου, σμιλευμένος μαζί με τους δυόσμους και τους βασιλικούς, ποτισμένος από το αγιοπότηρο της σκληρής ζωής. Τον δούλευε στην αυλή του από παιδί, συντροφιά με τα οικόσιτα ζώα του κι ένα πριγκιπάκο σκύλο, που του ‘κανε συντροφιά στις μελαγχολικές στιγμές του.
Δε γονατίζει μπροστά στους εξουσιαστές, μένει γενναίος, ένας κοινωνικός επαναστάτης, ένας προφήτης και οραματιστής, στεφανωμένος με ένα ξερό κλαδάκι ελιάς, τιμημένος από το χειμαζόμενο και αδύναμο άνθρωπο.
ellinikoxronografima.blogspot.gr
Τελειο ψυχογραφημα!!!!!!!!
ΑπάντησηΔιαγραφή