Με την πένα
Κυπαρισσιώτικες εικόνες
Του Παναγιώτη Αντωνόπουλου
Η κυρία Β. στις εννέα κάθε πρωί βγαίνει στο μπαλκόνι. Εγώ την κιαλάρω από τη δική μου βεράντα, παύω να γράφω και αποτυπώνω ανεξίτηλα τη χαρούμενη εικόνα της. Εξηντάρα, με τη φθορά της υλικής ένδειας στο σώμα της, λόγω του δυνάστη χρόνου, πίνει τον καφέ της, σπουδάζει τον κόσμο με το βλέμμα, και, δείχνει απαιτητική, να θέλει να τον χορτάσει με τις επίμονες προσπάθειες που κάνει να τον παρατηρεί.
Στην αρχή στέκεται και κοιτάζει, τη λιμνοθάλασσα της αρμονίας του κόλπου. Δείχνει να της αρέσει το γαλάζιο που ντύνεται και το επιβεβαιώνει μ’ ένα σιγανό ποίημα: << Πέλαγο, η κάθε ελπίδα μου εκινήθη/ στης γαλανής σου παρουσίας το πλαίσιο/ και το είδωλό της πήρε το θεσπέσιο/ γλαρά να κοιμηθεί στ’ αγνά του βύθη //. Συνεχίζει να κοιτάζει το Ιόνιο, ερωτοτροπεί με τον ορίζοντα, το λαμπερό της χαμόγελο στέλνει σ’ αυτό και στο νησί του Κάλβου και του Σολωμού. Περιφέρει το βλέμμα ύστερα, δεξιά, αριστερά, στα ύψη το ανεβάζει, και αναρριχάται σε υψηλούς θώκους ομορφιάς. Καθηλωμένη για λίγο από τις πινελιές του δημιουργού, το βλέμμα επιστρέφει στα κοντινά έδρανα, εκεί πλέον αρχίζει να ψαύει τα πέριξ, επίμονα και σχολαστικά.
Το δρομολογεί σ’ όλα τα μήκη και τα πλάτη. Το κάστρο ορθώνεται βράχος πελώριος μπροστά της και το σταματά πάνω του. Ξέρει την ιστορία του, τη δίοδό του στα έγκατά του που οδηγεί στη θάλασσα, τις ντάπιες με τις φωλιές των πουλιών, θυμάται τις εκδρομές που πήγαινε μαθήτρια, τις φωνές των συμμαθητριών της, τα τρεξίματα στα στενά του περάσματα. Εκεί κάτω από ένα πεύκο, ποιος ξέρει, ίσως αθώα έφηβη, ένα Ρωμαίο της να είχε αγαπήσει. Έτσι ακουμπισμένη πάνω στα κάγκελα, συχνά την ακούω με τη γλυκιά φωνή της να ψιθυρίζει, τα γύρω της μέσα από τη μνήμη να ζεσταίνει και να προσπαθεί να τα θυμηθεί: << Επάνω στα μαλλιά σου/ θροϊζω το μελτέμι,/ γλιστράει στο λαιμό σου/ και φτάνει ως το φιλί//. Το φως μες τη ματιά σου/ φεγγοβολά και τρέμει,/ κεχριμπαρένια λάμψη απ’ την ανατολή//.
Μεγαλοπρεπής μετά, ούσα στην προνομιούχο θέση της φροντίδας του σπιτιού, ποτίζει τις γλάστρες με τους βασιλικούς, περιποιείται το καναρίνι της, χαϊδεύει τη γάτα της, τακτοποιεί το φλιτζάνι του καφέ, φορά το καουμπόικο καπέλο της, αιθέρια και καραμπινάτη ανεμίζει στο χώρο, βαδίζοντας πέρα δώθε σαν ένστολη λοκατζού. Δείχνει πάντα χαρούμενη και ωραία, αρνούμενη να υποκύψει στον πειρασμό της απραξίας. Όσο εγώ την πλάθω με το γούστο της φαντασία μου, αυτή κάθεται, ανοίγει ένα βιβλίο κι αρχίζει το διάβασμα. Ενίοτε έχει το κεφάλι της κάτω, ενίοτε το σηκώνει και κοιτάζει τη θάλασσα, έχοντας εγώ την αίσθηση πως επινοεί έξυπνες εικόνες φυγής, ρότες ταξιδιών, απόμακρα και τρυφερά φλερτάκια. Όταν χορταίνει το γαλάζιο, ακαριαία επιστρέφει στο διάβασμα, και, συνεχίζει να κοιτάζει μία τη θάλασσα, μία τις σελίδες.
Δείχνει να διασκεδάζει σκυμμένη στο βιβλίο αλλά και νιώθει ηττημένη να μην ξεκολλά απ’ αυτό και ν’ απολαμβάνει τις γύρω της ομορφιές. Γι’ αυτό το αφήνει. Πρέπει να θεωρεί εαυτόν έξοχο παρατηρητή γιατί στέκεται πολύ ώρα να κοιτάζει τα πέριξ. Το βλέμμα στρέφει τότε στα σοκάκια με τις πικροδάφνες, στα φιδωτά καλντερίμια, στο ένδοξο ηρώο, στις αυλές με τις πορτοκαλιές, στο κοιμητήρι του Αι Δημήτρη, στις φυλακές του Μαντά, στις ανηφοριές της Γελουδά, στον πλάτανο του κάστρου που τον στολίζει το ασημένιο φύλλο, πλασμένο από ιστορίες και θρύλους. Η κυρία Β. ακτινοβολεί ανθρωπιά, χάρη και ομορφιά. Το μπαλκόνι της είτε άδειο είτε μ’ αυτή είναι μια παρέα στον άνθρωπο. Είναι μια όαση στα μάτια των γειτόνων.
ellinikoxronografima.blogspot.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου