αίολος *Του Παναγιώτη Αντωνόπουλου
Δεύτερη ζωή δεν έχει
Τα Σάββατα επωφελούμαι από την κοπιαστική αλλά αργυρή αγροτική φωτοχυσία της λαϊκής αγοράς και δίνω το παρόν να απολαύσω τα φρέσκα της κηπευτικά, το πλήθος των ανθρώπων και το θόρυβο των μποτιλιαρισμένων οχημάτων στους πέριξ δρόμους. Το χώρο αυτό τον θεωρώ δημοφιλή γιατί συναντάς φίλους, γνωστούς και συνομιλητές να αδειάσεις τις μπαταρίες της ευφορικής σου συμπεριφοράς και να νταραβεριστείς μαζί τους. Ακόμη να δεις ωραίες εικόνες ανθρώπινες, άκρως συγκινητικές και εν πολλοίς καθηλωτικές, που είτε νιώθεις ολοσχερώς ηττημένος στη θέα τους, είτε υπέρμετρα νικητής. Η πλειονότης των εικόνων ζωηρή και ουκ ολίγες φέρουσες ανεξίτηλα σημάδια της σκληρής καθημερινότητας. Μεταφέρω μία προς τέρψιν και ευχαρίστηση των αναγνωστών, εν γρηγόρσει και με πάσα καλοθέλητη διάθεση.
Υπερήλικο ζεύγος, πλησίασε τον πάγκο με τους σωρούς από τα μήλα και τ’ αχλάδια. Ευλογοφανές, τον άντρα τον τράβηξαν τα καλής ποιότητας εδώδιμα και άπλωσε το χέρι του να βάλει στη νάιλον σακούλα. Η συμβία βυθισμένη στη μελαγχολία όταν είδε τις τιμές: μήλα, ένα ευρώ το κιλό, αχλάδια, ένα και τριάντα, τον τράβηξε με βία από το μπράτσο και επιδιδόμενη σε έντονες διαμαρτυρίες και εδαφιαίες τεμενάδες τον έφερε στους σωρούς με τις φτηνές τιμές, ο,70 και ο,80 αντιστοίχως. Ο σύζυγος είδες τις τιμές, τις διασταύρωσε κι αφού συνεννοήθηκε με το βλέμμα με τη συμβία του, ψιθυρίζοντας <<ναι, ναι δίκιο έχεις>> άρχισε να βάζει στη νάιλον σακούλα.
Ψώνισαν και ανοίγοντας διαχρονικό δρόμο ανάμεσα στους πάγκους, κατευθύνθηκαν στο πλησιέστερο ταβερνάκι << το σουβλάκι>> όπου και κάθισαν. Μαζί τους κι άλλοι φτωχοί και δόλιοι, που καθ’ όλη τη θητεία του εθνοσωτήριου γκοβέρνου, συνωστίζονται εδώ αποσκοπώντας την υφαρπαγή μιας ανθρώπινης στιγμής, κάνοντας όνειρα ανέμελα για μια καλύτερη ζωή. Καλλιεργούν φλούδες ελπίδες, σκέπτονται γκουρμεδάτους λαγούς, αυξήσεις μισθών, μείωση φόρων και φθηνή ενέργεια.
Οι δυο υπερήλικες έτρωγαν συζητώντας, γελούσαν, αστειεύονταν, τσούγκριζαν τα ποτήρια τους, οι κυρτές τους πλάτες έδειχναν να είχαν διώξει τα αβάσταχτα βάρη τους και έδειχναν χαρούμενοι. Κι όταν το γκαρσόνι ήρθε να εισπράξει το λογαριασμό, από τα μεγάφωνα λαϊκότατον ασμάτιον έριχνε το φταίξιμο που καταντήσανε έτσι στην <<άπονη ζωή>> κι όχι στο βάρβαρο και αδηφάγο γκοβέρνο που μας κάνει το βίο αβίωτο: Άπονη ζωή/ μας πέταξες στου δρόμου την άκρη/ μας αδίκησες,/ ούτε μια στιγμή δεν ήρθες να μας διώξεις το δάκρυ/ μας κυνήγησες//. Το κρίμα μας βαρύ/μας γέννησες φτωχούς/ με την καρδιά πικρή/ γεμάτη στεναγμούς[…] Άπονη ζωή δεν θέλαμε παλάτια κι αστέρια/ να μας χάριζες/ μια μπουκιά ψωμί για μας τα ορφανά περιστέρια ας χαλάλιζες […]
ellinikoxronografima.blogspot.gr panant1947@gmail.com
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου