Σάββατο 22 Ιουνίου 2024

 

  Διήγημα

                                      Ο  Αρχοντής   


                                                

                                                   Παναγιώτη  Αντωνόπουλου

     

 

           Μες στη χαράδρα, λίγα χιλιόμετρα έξω από τη Σμύρνη ο Αρχοντής κρύβεται  και ξεκουράζεται με τους συντρόφους του, μετά τη μάχη που είχαν με τους Τούρκους στις ράγες του σιδηροδρόμου. Σ’ εκείνη τη χαράδρα τρεις μέρες πριν σκοτώθηκαν ίσαμε είκοσι χιλιάδες χριστιανοί, κυνηγημένοι από τα χωριά και τα σπίτια τους. Η καταστροφή μεγάλη. Τα κορμιά είχανε γίνει κουφάρια, λιώνανε, άλλα τα είχαν κατασπαράξει τα ζώα, άλλα ακρωτηριασμένα, κάποια αγνώριστα, τα υπόλοιπα  βρίσκονταν μέσα στο νερό και κατέβαιναν σιγά – σιγά προς τα κάτω.

     Άναψε ένα τσιγάρο και το φούμερνε,  αποθαυμάζοντας το ξερό τοπίο και κοιτάζοντας τα κουφάρια που ένα – ένα είχε το δικό του σχήμα. Οι φαντάροι στοιβαγμένοι σε μια μικρή λάκκα, μιλούσαν πνιγμένα, χειρονομούσαν, δυο τρεις κάπνιζαν, οι περισσότεροι ονειροπολούσαν κοιτάζοντας μακριά ενώ μέσα από το ρόγχο της φωτιάς που ακουγόταν αλλά δεν διέκριναν τις φλόγες, καταλάβαιναν πως έκαιγαν σκεπές, την καταστροφή έσπερναν στο χωριό που σίγουρα είχε λαμπαδιάσει και καιγόταν ολόκληρο. << Οι τσέτες δεν αφήνουν τίποτα όρθιο! >> ψέλλισε ένας στρατιώτης, και, σκούπισε με το μανίκι του το ιδρωμένο μέτωπό του. Δεν πρόλαβε να τελειώσει τα λόγια του κι ένα πεύκο εκατό μέτρα πιο πέρα λαμπάδιασε. Πετάγονταν οι κουκουναριές ίσαμε τα πόδια τους, το τοπίο άρχισε να καίγεται και το χωράφι με το καλαμπόκι πήρε και καιγόταν από τη μια άκρη στην άλλη. Ο Αρχοντής έβλεπε την καταστροφή κι ο νους του γύριζε πίσω στα παλιά. Πίσω στη γη του, στη Σμύρνη με τους μπαξέδες, τις γειτονιές, τα δάση, τις φωνές των πουλιών, στα περιβόλια και τους κήπους με τους βασιλικούς, τις ανθισμένες κερασιές, στα πανηγύρια και τις χαρές. Και τώρα;  Ανάθεμα τους αίτιους!  Τ’ άφησε όλα εκεί και ήρθε είκοσι χρονών βλαστάρι να  ζήσει τούτη την ανείπωτη συμφορά.

      Στις 27 Αυγούστου 1922 ο τουρκικός στρατός μπήκε στη Σμύρνη. Οι άτακτοι του Ατατούρκ άρχισαν τις σφαγές και τις λεηλασίες. Η μεγάλη πυρκαγιά ξεκίνησε στις οκτώ Σεπτέμβρη μαζί με τη σφαγή των Ελλήνων και των Αρμενίων. Πρώτα από τη συνοικία των Αρμενίων μετά από την ανατίναξη της Αρμενικής εκκλησίας, του Αγίου Νικολάου. Εκεί μαζί με άλλα γυναικόπαιδα είχε κρυφτεί και η Αγνή, η αρραβωνιαστικιά του Αρχοντή. Η καταστροφή άρχισε  μια βδομάδα μετά την αποχώρηση και του τελευταίου Έλληνα στρατιώτη και την είσοδο του τουρκικού στρατού. Απεγνωσμένα οι έγκλειστοι μέσα στην εκκλησία περίμεναν τρόφιμα και βοήθεια. ΟΙ Τούρκοι περικυκλώνοντας την εκκλησία και παίρνοντας πυρίτιδα από γειτονική αποθήκη την ανατίναξαν. Η βοήθεια του ευνοϊκού ανέμου και η βενζίνη με την οποία ράντισαν τα σπίτια  έκανε τη φωτιά να εξαπλωθεί και να κατακάψει σχεδόν όλη την πόλη.  Έξω από τη φωτιά έμειναν μουσουλμανική και εβραϊκή συνοικία. Η αρμενική και η ελληνική έγιναν στάχτη.

     Ήταν μεσημέρι. Σ’ όλη την πόλη ακουγόταν μεγάλη φασαρία, φωνές, κλάματα, αναθέματα, υστερικές και άναρθρες συζητήσεις. Η Αγνή ξέφυγε από την  ομάδα των ένοπλων Τούρκων, χωρίς να μπορεί να το εξηγήσει και μ’ ένα προαίσθημα πως θα σωθεί τράβηξε μέσα από ένα στενό σοκάκι για το σπίτι της. Φτάνοντας είδε και τους πρώτους καπνούς στην ελληνική συνοικία και τον κόσμο που έτρεχε να σωθεί. Κι όσο έφτανε σπίτι της, η φωτιά μεγάλωνε, οι άνθρωποι στους δρόμους πλήθαιναν, ο φόβος, οι φωνές και η σύγχυση έφταναν σε βαθμό απόγνωσης και υστερίας. Στο σπίτι να μπει ούτε λόγος. Οι καπνοί το είχαν κρύψει και ποιος ξέρει τι γινόταν εκεί πέρα. Ευτυχώς οι γονείς της είχαν πάει στη Χίο και της ήταν πιο εύκολο να σώσει τη ζωή της. Έτσι προχώρησε, έφτασε στο νεκροταφείο και σε λίγο στο γήπεδο του αθλητικού ομίλου Πανιωνίου. Από κει πέρα κόσμος πολύς μαζεύονταν, χιλιάδες κόσμος με κατεύθυνση την παραλία. Έφτασε κοντά στα παραλιακά κέντρα.  Εκεί μια φοβερή εικόνα που αντίκρισε την έκανε να ξεχάσει πως ήταν άνθρωπος, μια αίσθηση φόβου την διαπέρασε και παραπατώντας νόμισε πως έχανε τις αισθήσεις της κι έπεφτε. Στο δρόμο, έξω από ένα ταβερνάκι, ένα πτώμα ανάσκελα, αποκεφαλισμένο, φορώντας μαύρο πουκάμισο κι άσπρο παντελόνι, είχε παραδοθεί στο έλεος των σαρκοφάγων ορνίθων.  Η μια τσιμπολογούσε το κεφάλι, η άλλη τον κομμένο λαιμό, μια τρίτη γυρνούσε γύρω από το πτώμα, κακάριζε, ανέβαινε πάνω στο στήθος του, τσιμπολογούσε και κατέβαινε. Στα τραπέζια κάτω κι άλλα πτώματα, προσωπικά πράγματα, τσιγάρα μισοτελειωμένα, να καπνίζουν με τις στάχτες τους.

    Ύστερα είδε κάτι άλλο  που δεν το πιστεύανε τα μάτια της. Γυναίκες πολλές, σειρά ατέλειωτη, ένα μεγάλο μπουλούκι, σπρώχνοντας η μια την άλλη, σκυφτές και κλαίγοντας, τραβούσαν στους ψηλούς βράχους, ανέβαιναν  πάνω, κοιτούσαν τριγύρω τους για λίγο και μετά πηδούσαν στη θάλασσα. Μερικές είχαν και τα μωρά τους αγκαλιά. Πιο πέρα οι Τσέτες έτοιμοι να τους ριχτούν, γελούσαν, τις έβριζαν, τις σημάδευαν  και τις παρατούσαν. Ο μόλος που έδεναν τα καράβια ήταν μακριά. Σκέφτηκε να πάει ως εκεί να μάθει νέα από το μέτωπο, ν’ ακούσει τι έλεγε ο κόσμος, να πληροφορηθεί το σχέδιο της κυβέρνησης για τη σωτηρία του κόσμου. Κουρασμένη όμως όπως ήταν, τα πόδια της δεν την κρατούσαν, ο δρόμος της φαινόταν ατέλειωτος και αποφάσισε να καθίσει στο παγκάκι να πάρει μια ανάσα. Το μάτι της αμέσως έπεσε κάτω από μια μουριά. Ένα παιδάκι πεθαμένο,  ξαπλωμένο κοντά στον κορμό, ασάλευτο με τα μάτια ανοιχτά να κοιτάζει τον ουρανό, πρησμένο, μελανιασμένο, ήταν εκεί, όμοιο με ένα μαύρο λιθαράκι. Ρωμιόπουλο  ίσαμε οχτώ χρονών με  κοντό παντελόνι, γυμνό από τη μέση και πάνω, ξυπόλυτο και λασπωμένο. Σε λίγο δυο μαυροντυμένες μεσόκοπες γυναίκες, στάθηκαν πάνω του και το κλάψανε.  Στην αγκαλιά της μετά η μία σαν το πήρε, πήγαν ως το χαντάκι κι εκεί το έθαψαν, ανοίγοντας με τα χέρια τους ένα μικρό λάκκο.

      Τον Ιούλιο του 1921 η Αγνή είχε ακούσει σε μια κουβέντα στο σπίτι της, πριν φύγουν οι γονείς της για τη Χίο, πως το ελληνικό συμβούλιο στην Κιουτάχεια, αποφάσισε την εκστρατεία στην Άγκυρα. Γιατί όμως πάρθηκε αυτή η απόφαση, ακόμη δεν το είχε καταλάβει. Τώρα όμως κυνηγημένη και μόνη της στο δρόμο ένιωθε μίσος και απέχθεια γι’ αυτούς τους ανθρώπους που με τα λάθη τους ξερίζωσαν τον ελληνισμό και γέμισαν την Ελλάδα πρόσφυγες.  Εκεί άκουσε κι από τον Αρχοντή τον αρραβωνιαστικό της, που δεν είχε φύγει ακόμη για το μέτωπο και το ελληνικό σχέδιο της εκστρατείας Σαγγαρίου - Άγκυρας. Με το δικό του τρόπο και περήφανος ο Αρχοντής  που θα έπαιρνε μέρος ως μάχιμος στην προέλαση, είχε πει: <<Το υπόμνημα του επιτελείου καθόριζε σαν κύριο σκοπό την καταστροφή των τουρκικών δυνάμεων σε μάχη δυτικά του Σαγγαρίου.  Ύστερα  θα κατέστρεφε τις αποθήκες πολεμικού υλικού και θα εξουδετέρωνε τυχόν εστίες αντίστασης. Στο σχέδιο  προβλεπόταν η διάβαση του Σαγγάριου να γίνει σε περίπτωση που οι Τούρκοι θα έδιναν τη μάχη ανατολικά του. ‘Όταν νικούσαν ο στρατός θα κατέστρεφε τη σιδηροδρομική γραμμή μέχρι το Εσκί Σεχίρ και μετά ο ελληνικός στρατός θα έμπαινε στην Άγκυρα και θα την καταλάμβανε>>.

       Η έκβαση της μάχης όμως ήταν αμφίρροπη, η προέλαση των ελληνικών δυνάμεων προς Άγκυρα σταμάτησε κι ένα χρόνο αργότερα ήρθε η  οριστική ήττα. Η αδράνεια του ελληνικού στρατού, προετοίμασε τους Τούρκους που αντεπιτέθηκαν για να ‘ρθει η οπισθοχώρηση των ελληνικών στρατευμάτων και η καταστροφή. Στην οπισθοχώρηση ο ελληνικός στρατός με κατεύθυνση τη Σμύρνη, έκαιγε τούρκικα χωριά, ανατίναξε σημεία ζωτικής σημασίας, γέφυρες, αποθήκες, σιδηροδρομικές γραμμές, και, σταθμούς ανεφοδιασμού. Τα τούρκικα στρατεύματα  μπήκαν στη Σμύρνη το πρωί της 27ης Αυγούστου. Ο Αμερικάνος συγγραφέας Edwavd Bierstart γράφει: <<Οι πρώτοι που εισήλθαν ήταν ντυμένοι στα μαύρα, φορούσαν μαύρα φέσια με κόκκινο μισοφέγγαρο και άστρο, ήταν έφιπποι και έφεραν μακριά γιαταγάνια. Με σηκωμένο το ένα χέρι, φώναζαν στους κατοίκους να μη φοβούνται. Αλλά οι κάτοικοι της Σμύρνης, γνωρίζοντας τη φήμη των Τούρκων, ήταν κατατρομοκρατημένοι.  Όλο το πρωί τα τούρκικα στρατεύματα  παρέλαυναν  στην πόλη και γύρω στις τρεις το απόγευμα εκείνου του Σαββάτου, άρχισαν τις λεηλασίες, τους βιασμούς και τους φόνους, που δεν είναι δυνατό να περιγραφούν με λέξεις >>.

     Καθόταν η Αγνή, κοίταζε τον κόσμο που έτρεχε αλλόφρονος, τους καπνούς πάνω από τα σπίτια, τη θάλασσα που φλοίσβιζε ανέμελη, και, σκεφτόταν μόνο μελλούμενες συμφορές. Οι ιστορίες που είχε ακούσει συμπυκνωμένες έλεγαν πως  όλη η Σμύρνη καίγεται και χάνεται μέσα στις φωνές των σκοτωμένων, τους βιασμούς των γυναικών και τις λεηλασίες. Οι ευρωπαίοι μάρτυρες διέκριναν ακέφαλα βρέφη στους δρόμους, οικογένειες ολόκληρες  εκτελεσμένες εν ψυχρώ, είδαν Γαλλίδες που σφαγιάστηκαν εν ώρα καθήκοντος, ιερείς ξαπλωμένους νεκρούς εδώ κι εκεί, ξένους διαφόρων εθνικοτήτων να φωνάζουν και να ζητούν βοήθεια. Σκεφτόταν και τον Αρχοντή η Αγνή. Πού να ήταν; Νεκρός σε κανένα φαράγγι να τον τρώνε τα όρνια ή κρυμμένος κάπου να περιμένει τη σωτηρία του; Κι αν έχει φύγει για την Ελλάδα και την ψάχνει;  Η προκυμαία γέμιζε με κόσμο, άλλοι με τα υπάρχοντά τους, άλλοι με άδεια χέρια, πολλοί κλαίγοντας από απόγνωση και φόβο. Στο λιμάνι βλέπει ένα μεγάλο πλοίο, η σημαία ξένη, βάρκες με κόσμο να προσπαθούν να το προσεγγίσουν, πιο πέρα κι άλλα πλοία ξένα  και ελληνικά δεμένα, ακίνητα. Σ’ ένα πλοίο το κατάστρωμα είναι γεμάτο από γυναικόπαιδα. Κοιτάζουν τη Σμύρνη που φλέγεται και βγάζουν ουρλιαχτά και φωνές. Οι φλόγες έκαιγαν σπίτια, επιχειρήσεις, ανθρώπους, περιουσίες. Εξαθλιωμένοι οι Έλληνες της πόλης  αναζητούσαν απεγνωσμένα τη σωτηρία τους στη θάλασσα και στα καράβια που αρνούνταν να τους παραλάβουν και με βία έσπρωχναν και πετούσαν στη θάλασσα όσους προσπαθούσαν να μπουν μέσα.  Τα αμερικάνικα, τα βρετανικά και τα γαλλικά καράβια ακίνητα, δε δέχονταν να πάρουν κανένα πρόσφυγα.  Η μόνη σωτηρία τα δικά τους, τα ελληνικά. Και τότε μέσα στον πανικό και την απόγνωση, είδε η Αγνή το <<Τόκεϊ Μαρού >> να πλησιάζει στο μόλο και να παίρνει πρόσφυγες!  Ο Ιάπωνας καπετάνιος συγκλονισμένος  από τις εικόνες της τραγωδίας και χωρίς να φοβηθεί, πήρε τη γενναία απόφαση να πετάξει στη θάλασσα όλο το φορτίο του πλοίου από μετάξι και αφού το αδειάσει να το φορτώσει  με πρόσφυγες. Έτσι γρήγορα με την εντολή του πλοιάρχου Λου, το καράβι φορτώθηκε με Έλληνες και Αρμένιους πρόσφυγες.

      Καθισμένη και η Αγνή σε μια καμπίνα του πλοίου, τραβούσε για τον Πειραιά και σιωπηλή άκουγε γύρω της, τους επιβάτες που μιλούσαν κι έλεγαν  <<για τη συγκινητική ευγενική συμπεριφορά του ιαπωνικού πληρώματος>>. Στις έντεκα Σεπτεμβρίου το καράβι περνούσε έξω από την Τήνο, όταν άκουσε για το κίνημα του στρατού και του στόλου. Δε συγκινήθηκε ούτε έδειξε να χαίρεται για την αλλαγή της πολιτικής εξουσίας. Η καταστροφή είχε γίνει, κανένα νόημα δεν είχε γι’ αυτή η νέα τάξη ανθρώπων και πραγμάτων. Όμως την ενδιέφερε να ακούσει για την τύχη των στρατευμάτων.  Να είναι καλά ο δικός της και να επέστρεφε. Γι’ αυτό κοίταξε στο πέλαγος μήπως τον δει στο κατάστρωμα κάποιου καραβιού.

     Ανάμεσα στους πρόσφυγες που γυρνούσε άκουγε πολλές ιστορίες και πληγωνόταν.  Μια μαυροφορεμένη γύρω στα σαράντα, την άκουσε που έλεγε: <<Η μητέρα μου δεν πέθανε την ίδια ώρα με τις άλλες. Την είχαν χτυπήσει, της είχαν σπάσει τα χέρια, το στόμα της έβγαζε αίμα κι εκείνη συνέχιζε να με ορμηνεύει:  <<παιδάκι μου όταν δεις πως τα πράγματα είναι σκούρα να πέσεις στη θάλασσα. Πού ξέρεις; Μπορεί να σε πάρει καμιά βάρκα και  σωθείς>>. Έβγαλε από την τσέπη της ένα φυλακτό και μου το ‘δωσε.  Αυτό έχω μόνο από τα άγια χώματα που αφήσαμε. Όλα έμειναν εκεί>>. Ένας άλλος έλεγε:  <<Οι καπνοί ανέβαιναν μέχρι τον ουρανό και ο κόσμος κατέβαινε στην παραλία για να βρει μέσον να φύγει, αλλά με τι να φύγει αφού τα πλοία δεν σήκωναν άγκυρα, όσα καϊκια ήταν στο λιμάνι αρνιόνταν να φορτώσουν κόσμο ενώ τα λίγα που φόρτωσαν βούλιαξαν σαν παραγέμιζαν. Το ίδιο και με τις βάρκες που χωρούσαν είκοσι άτομα και έμπαιναν πάνω από πενήντα. Βούλιαζαν επιτόπου και οι άνθρωποι πνίγονταν χωρίς καμιά βοήθεια. Η προκυμαία είχε γεμίσει πτώματα, παντού πεταμένα πράγματα, η καταστροφή μεγάλη, σχέδιο διάσωσης να μην υπάρχει και ο καθένας έσωζε τον εαυτό του.  Μια βάρκα επιτέλους, μας έφερε κοντά σε τούτο το καράβι για να  μας μάζεψε ο καλός τούτος καπετάνιος >>.

     Άλλοι πρόσφυγες μιλούσαν για τη νέα πολιτική κατάσταση και άκουγε ήθελε δεν ήθελε. Έλεγαν πως οι κινηματίες ζητούσαν την παραίτηση του βασιλιά Κωνσταντίνου υπέρ  του διαδόχου Γεωργίου, πράγμα που έγινε και έφυγε για την Ιταλία. Ακόμη ζητούσαν την τιμωρία των ενόχων της καταστροφής και πως τα επαναστατημένα  στρατεύματα με πλοία πλέουν στον Πειραιά.  Κάποιος άλλος έλεγε για τις σφαγές, τις λεηλασίες των σπιτιών, των περιουσιών, τις αρπαγές, για τις γεωργικές και κτηνοτροφικές καταστροφές,  για το γκρέμισμα των σχολείων, ναών, ευαγών ιδρυμάτων, επιχειρήσεων. Ακόμη για τον ευτελισμό κάθε ανθρώπινης ζωής και αξιοπρέπειας με τους βασανισμούς των αιχμαλώτων, τους ακρωτηριασμούς, τις θανατώσεις βρεφών, τους βιασμούς, το κλίμα τρόμου, τις απειλές φόβου και τρόμου που δεν είχαν τελειωμό. Μιλούσε ακόμη και για τα τάγματα εργασίας στα οποία οι αιχμάλωτοι πέθαιναν στις ατέλειωτες πορείες, χωρίς να ξέρει κανείς πόσες  χιλιάδες χάθηκαν, πόσοι απαγχονίστηκαν, πόσοι πήγαν από δημόσια λυντσαρίσματα και πόσοι από ομαδικές εκτελέσεις.

    Είχε κουραστεί να βλέπει τόσο εξαντλημένο κόσμο αλλά κι από το ταξίδι. Εφτά μέρες ταξίδευε γιατί το πλοίο έπιανε λιμάνια σε όποιο νησί συναντούσε και διανυκτέρευαν μέσα στις καμπίνες ή στο κατάστρωμα. Πολύ τη συγκίνησε μια ιστορία  που διηγιόταν ένας για μια κοπέλα που απόβαλε την ώρα της φωτιάς και μην μπορώντας να κρατηθεί, ξέσπασε σε κλάματα. Έλεγε ο αφηγητής: <<Η Μαρούλα κάθισε στο κατώφλι. Πονάς; τη ρώτησε η μάνα της. Δεν είναι τίποτα, κλοτσάει το μωρό. Κάνε υπομονή σε λίγο θα γεννήσεις! Στους δρόμους της Σμύρνης κοπάδια άνθρωποι ροβολάγανε, τρέχανε να φύγουν απ’  τις φλόγες, πήγαιναν προς τη θάλασσα. Άνθρωποι βγαίνοντας από τα σπίτια χειρονομούσαν, φωνάζανε, ανοιγοκλείναν το στόμα τους, μα μιλιά δεν έβγαζαν, έδειχναν κάτι να τους πνίγει, κοιτούσαν τις φωτιές κι όλο έτρεχαν, έτρεχαν να φύγουν, να κρυφτούν για να γλιτώσουν. Κι όπως κοιτάζαμε την κοπέλα στο κατώφλι, μια φλόγα ξεπήδησε από μια σκεπή, απλώθηκε μετά γρήγορα -  γρήγορα ως την αυλή, άρπαξε μια βελέντζα ξεχασμένη, μετά ένα στρώμα, ύστερα μια μπατανία και μετά κοφίνια, ξύλα, κουρέλια έγιναν παρανάλωμα της φωτιάς. Μετά ήρθε η σειρά των πεύκων. Λαμπάδιασαν κι αυτά, μετά ο μπαξές, ύστερα  άλλοι μπαξέδες, τα φλογισμένα τοπία αυξήθηκαν, οι άνθρωποι πια σήκωσαν τα χέρια αβοήθητοι και περίμεναν να καούν. Σηκώθηκε και η Μαρούλα να σωθεί. Την πήγε ίσαμε το χωράφι η μάνα, την έβαλε κάτω. Έτρεμε η μικρή, φώναζε από τους πόνους, με το μανίκι της σφούγγιζε το ιδρωμένο πρόσωπό της η δύστυχη μάνα και την παρηγορούσε. Βογκούσε, μούγκριζε, έτριζε τα δόντια της η ετοιμόγεννη, τα νύχια της έμπηγε στο χώμα να κρατηθεί. <<Πονάω! Πονάω!>> φώναζε. <<Κάτω από τον αφαλό, πονάω! >> επαναλάμβανε. Ύστερα απόβαλε.  Και ήταν μια παιδούλα που γύρευε την ευτυχία >>.

     Πλησίαζαν στον Πειραιά την όγδοη μέρα όταν ένα πρωινό, αποφάσισε να πάει στην παρέα με τους στρατιώτες. Θα ρωτούσε αν είδε κάποιος τον Αρχοντή και είχε νέα του. Τους πλησίασε και τους ρώτησε: <<Ξέρει  κανείς τον Αρχοντή Βελισσάρη; Τον είδε;>> Ένας μελαχρινός με φαρδύ μουστάκι ξαφνιάστηκε. Την κοίταξε από κεφαλής μέχρι ποδός και της απάντησε: <<Είμαστε μαζί στην υποχώρηση. Ζει! Τι τον έχεις; >> << Αρραβωνιαστικό! >> ψέλλισε και κάθισε.

     Ο φαντάρος άρχισε να διηγείται: <<Οπισθοχωρώντας εξήντα χιλιόμετρα έξω από τη Σμύρνη, η φάλαγγά μας δέχτηκε σφοδρή επίθεση από το τουρκικό πυροβολικό. Ο δρόμος οργώθηκε και γέμισε από νεκρούς. Γινόταν κόλαση.  Σκοτωθήκανε πολλοί.  Έντονη παντού η φρίκη με τις φωνές των τραυματισμένων να χαλάνε τον κόσμο. Τρέχαμε και εικόνες  τρόμου μας ακολουθούσαν ή πρόβαλλαν μπροστά μας. Δεν ξέραμε τι να κάνουμε. Να προφυλαχτούμε ή να πάμε να  περιθάλψουμε τους τραυματίες. Κοντά σε μια γέφυρα είδαμε πολλά πτώματα, κομμένα κεφάλια, πόδια, χέρια, ακούγαμε φωνές να μας εκλιπαρούν να τους βοηθήσουμε. Κατορθώσαμε να φύγουμε απ’ αυτή την κόλαση και να φτάσουμε σε ένα χωριό. Ένα απόσπασμα όμως τουρκικό  μας έκανε μπλόκο. Η ομάδα τους αναπτυσσόταν  στην άκρη του δρόμου, στα χωράφια και στις δεντροστοιχίες. Σίγουρα θα μας έπιαναν. Ώσπου να  αποφασίσουμε ο δυο μας, προς τα πού να πάμε, γιατί οι άλλοι είχαν μείνει πίσω ή είχαν σκοτωθεί, το οπλοπολυβόλο των Τούρκων άρχιζε να κροταλίζει. Μας είχαν δει οι Τούρκοι και μας έριχναν. Ακούστηκε για λίγο και μετά σίγησε. Οι σφαίρες είχαν τελειώσει φαίνεται και τότε  εγώ έκανα αριστερά σ’ ένα μονοπάτι, ο Αρχοντής σ’ ένα άλλο δεξιά.  Πυκνή βλάστηση εκεί απλωνόταν και ήταν ότι έπρεπε να κρυφτούμε. Μετά δεν ξέρω τι έγινε. Που πήγε. Εγώ έφτασα στην προκυμαία και πρόλαβα τούτο το πλοίο. Ήταν γενναίος ο Αρχοντής! Ζει! Θα γυρίσει! >> 

       Έφυγε. Ο νους της γύριζε πίσω στη συμφορά.  Να ‘ταν, λέει, ψέμα, όλα όσα έγιναν! Πάει η γη πίσω έφυγε. Χάθηκε ποτισμένη αίμα! Και οι άνθρωποι! Κι αυτοί απόντες! Ανάθεμα στους αίτιους!

      Φήμη ακουγόταν στο καράβι πως η επαναστατική επιτροπή σκόπευε να συλλάβει τους υπεύθυνους της καταστροφής και να τους δικάσει. Λεπτομέρειες δεν ήξεραν. Πολλοί μιλούσαν πως με την καταστροφή ναυάγησε και η πραγματοποίηση της Μεγάλης Ιδέας.     Οι κυβερνήσεις

του Βενιζέλου είχαν  πετύχει ουσιαστικά την υλοποίηση και το διπλασιασμό της Ελλάδας. Η Ελλάδα από το 1912 βρισκόταν σε διαρκή στρατιωτική κινητοποίηση. Αποτέλεσμα αυτού ήταν οι Έλληνες  μετά από τόσα χρόνια με πολέμους να είναι  εξαντλημένοι. Απροσδόκητα όμως με τις εκλογές του Νοεμβρίου  του 1920 που ήρθαν οι  αντιβενιζελικοί στην εξουσία, τα πράγματα να αλλάξουν και να ‘ρθουν τα πάνω κάτω.   Χάνοντας ο Βενιζέλος τις εκλογές, οι αντιβενιζελικοί δεν ήταν συνεπείς στις δεσμεύσεις τους και όλα πήγαν στραβά. Αφού επανέφεραν το βασιλιά Κωνσταντίνο, συνέχισαν τη μικρασιατική εκστρατεία. Η συνέχεια τρομερή. Ο ελληνικός στρατός έφτασε λίγο έξω από την Άγκυρα  αλλά ο Κεμάλ Ατατούρκ με αντεπίθεση τους έκοψε τα πόδια. Ο ελληνικός στρατός υποχώρησε ενώ ο τουρκικός κυρίως άτακτος, εισέβαλε στις πόλεις και τα χωριά της Μικράς Ασίας και αφάνισε τους ελληνικούς πληθυσμούς και τις περιουσίες τους.   Η Ελλάδα εγκατέλειπε τις   προγονικές εστίες της και έπαθε μια από τις μεγαλύτερες καταστροφές στην ιστορία της.  

    Το καράβι έδεσε στο λιμάνι του Πειραιά. Πρόσφυγας μαζί με τους άλλους η Ανθή βίωσε τις πρώτες της ώρες στον καταυλισμό. Εκεί μέσα περισσότερο από δυο χρόνια ένιωσε τον ξεριζωμό και την ολική εγκατάλειψη από κράτος και τους πάντες. Φεύγοντας από εκεί έπεσε στους εκμεταλλευτές  της άκρατης αισχροκέρδειας που με <<ανοικτάς αγκάλας  ζητούσαν δυο χιλιάδες δραχμές μηνιαίως δι΄ ένα υπόγειον δωμάτιον>>. Στο εργοστάσιο  αντιμετώπισε την έχθρα και το φθόνο των εργατών και στη γειτονιά το μίσος  των ντόπιων που την αποκαλούσαν <<τουρκόσπορο>>. Μέσα σε αυτούς του ανάξιους εργοδότες και μοχθηρούς συνανθρώπους της  μετρίαζε τον πόνο της αγναντεύοντας από την ακτή τη θάλασσα ελπίζοντας να φανεί το καράβι που θα έφερνε τον αγαπημένο της Αρχοντή για να τη λυτρώσει από τα βάσανά της. Εκείνος δε φαινόταν και μόνη της πια άφηνε τη μνήμη της και αναδυόταν με θλίψη στα περασμένα.  Ώσπου μια μέρα στη Δραπετσώνα τον εντόπισε.  Στο αρχειακό υλικό του δήμου δηλωνόταν νεκρός, πεσόντας υπέρ πατρίδος έξω από τη Σμύρνη, εκεί που τον άφησε ο φίλος του στρατιώτης που της διηγήθηκε τα γεγονότα και τον είχε δει για τελευταία φορά. Έτσι για χρόνια μέχρι να ξεχάσει το <<συνωστισμό>> στην προκυμαία της Σμύρνης ψιθύριζε για να την ακούει ο άνεμος ή και ο Αρχοντής, << πως ότι η φωτιά αφήνει, το αποτελειώνει η σφαίρα και η μάχαιρα.

  ellinikoxronografima.blogspot.gr

 

                                    

                                             

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου