Σάββατο 22 Ιουνίου 2024

 

    Διήγημα     


                                   Η Αρκαδιανή

                                    Του Παναγιώτη  Αντωνόπουλου

                                        

          Τ’ αγριολούλουδα σκόρπιζαν γύρω το άρωμά τους, όταν ο Τούρκος βοεβόδας, μαζί με τις ορδές του, κούρσεψε το κάστρο των Γιγάντων  της Κυπαρισσίας και διέταξε τους γενίτσαρους και τους άγριους σαρικοφόρους του να σφάξουν, να αιχμαλωτίσουν και να πουλήσουν στα σκλαβοπάζαρα της ανατολής τους υποτελείς κατοίκους της. Άγριος, βάρβαρος, ψυχοπαθής και ανελέητος φονιάς, ο εκφραστής της σουλτάνικης δουλείας, Τούρκος στρατιωτικός διοικητής, μπήκε έφιππος στο φτερωτό του άτι στην πόλη  και με το σπαθί του έκοψε τα κεφάλια των γκιαούρηδων που συνάντησε μπροστά του, κι όσους έξω από το σαράι του ψηλά στο καλντερίμι ήταν μαζεμένοι,  τους έσφαξαν με τα κοφτερά γιαταγάνια  οι συνοδοί του, βάφοντας τα πετρολίθαρα της γης  με το αίμα τους που χύθη σαν ποτάμι.

     Με τον καιρό γινόταν όλο και πιο κακός, σκότωνε άντρες, γυναίκες και παιδιά, νέες, έφηβους, γονείς που είχαν παλικάρια κλέφτες στα βουνά,  έκαιγε δάση, έσκαπτε χωριά, φυλάκιζε δυστυχείς, ακρωτηρίαζε αιχμαλώτους, στα μπουντρούμια του κάστρου φυλάκιζε τους πολεμιστές, κρεμούσε σε πασσάλους τα κεφάλια των νεκρών Ελλήνων στρατιωτών, τους συνοδούς του έβαζε και βίαζαν ημιθανείς γενναίες ελληνίδες κορασίδες. Αλυσόδετη η πατρίδα,  αλυσόδετη και η αποσταμένη ελπίδα για λευτεριά, αλυσόδετοι και οι ραγιάδες που  ζούσαν τον πόνο της σκλαβιάς και πόναγαν για κείνα που έχασαν και δεν έλεγαν πάλι να ξαναρθούν. Σκληρή σκλαβιά, σκότη πηχτά, μέρες γκρίζες,  νύχτες φόβου, τα όνειρα εφιάλτες, το φεγγοβόλο αστέρι της λευτεριάς άπιαστο και μακρινό. 

 

                                           ***

 

 

    Με ψηλές τούφες καπνού, από τους πυροβολισμούς στα πέριξ, με φωτιές στα σπαρτά που τα έκαιγαν οι Τούρκοι, με φλόγες που ξεχώριζαν τις νύχτες στις γειτονιές, τις φωνές των αιχμαλώτων που βασανίζονταν στα μπουντρούμια του κάστρου και με κάθε κακό που έβρισκε τους σκλάβους, κυλούσε ο φλύαρος και ανηλεής χρόνος και της ηρωίδας μας Αρκαδιανής. Ρημαγμένος ο μαχαλάς της, ρημαγμένη και η ζωή της, ζούσε στα ριζά του κάστρου, κλεισμένη στο σπίτι, συντροφευμένη  από τα γύρω χαλάσματα, τις φωνές του γκιώνη και των αγριμιών. Της μάχης τον καπνό τον γευόταν από μακριά κι όνειρό της ήταν ξέμακρα να βρεθεί, στις λάκκες και στα βουνά, μαζί με τα αδέρφια της τους κλέφτες, τους Τούρκους να πολεμά. Γεροδεμένη όπως ήταν, έγινε φίλος με το ντουφέκι από τα δώδεκά της. Το άρπαζε και το έπαιζε στα χέρια της σαν μαργαρίτα. Έχωνε ύστερα το κοντάκι κάτω απ’ τη μασχάλη της, μετά το στήριζε στο δεξιό ώμο, έστριβε την μπούκα του στο μέρος που ήταν οι Τούρκοι, σημάδευε και πάταγε τη σκανδάλη. Η ντουφεκιά δεν έπεφτε, κείνη όμως φανταζόταν πληγή ν’  ανοίγει στο στήθος του εχθρού και να τον σκοτώνει.

    Τώρα στα δεκαοχτώ της με τον ανθό στην όψη της δεν χωράτευε. Τ’ άρματά της όλο συγύραγε, την ώρα και τη στιγμή περίμενε να τα αδράξει στα χέρια της, με την παρδαλή μαντήλα ύστερα στην κεφαλή, ολόρθη μπροστά στον Τούρκο να σταθεί και μπέσα για μπέσα να του δείξει με το σπαθί  πως την πατρίδα της αγαπά. Ποιος ξέρει πως, μικρή ακόμη της εσπάρθηκε στην ψυχή η τόλμη να διαβάζει. Παλιά  βιβλία τα μάζευε όπου τα ‘βρισκε, τα ‘κρυβε στο  υπόγειο σ’ ένα  σεντούκι και τα ξεφύλλιζε. Τη  σουλτάνικη σκλαβιά μέσα στις σελίδες τους σαν φουσέκι άναβε και την έκαιγε. Της άρεσαν και τα δημώδη ηρωικά, που τα απάγγελε χαμηλόφωνα με φωνή αισθησιακή, ενώ μια επωδό συνεχώς την επαναλάμβανε: << Σκλάβοι ποτέ μη ζήσουμε σε Λιάπηδες και Τούρκους! >>

     Μια ιστορία στο πολυστένακτο νησί την Ύδρα, που λεγόταν πολύ, πλήγωσε την περηφάνια της. Της άρεσε και τη διηγιόταν παντού. Ο Χατζή Καραντάνης, μονογενής, ορφανός, ανήκων σε μεγάλη οικογένεια ναυτολογήθηκε ως επίλεκτος από την Οθωμανική Αυτοκρατορία και υπηρετούσε στο ναυτικό της. Επιστρέφει κάποτε όχι ως αφυπηρετήσας ναύτης αλλά ως κυβερνήτης δίκροτου,  ένας σκληρός σαρικοφόρος, περαστικός στην πατρίδα του για να δει τη μητέρα του κι όλους τους συγγενείς. Το γεγονός κατέπληξε το νησί, ο κόσμος σχολίαζε, τι θα κάνει η μάνα; Πώς θα τον δεχτεί; Μια μάνα Ελληνίδα αρχόντισσα η οποία ως κόσμημα είχε στο στήθος της ένα ελεφάντινο σταυρό. Την επισκέφθη ο γιος και όταν έμαθε από τον ίδιο πως ήρθε στην Ύδρα ως κυβερνήτης τούρκικου δίκροτου, του ζήτησε ν’ ανεβούν στον εξώστη για να δει το πλοίο. Κι από κει τον έριξε κάτω στο λιθόστρωτο, τον σκότωσε, και τον καταράστηκε μ’ όλη την ψυχή της.

    Αυτή την ιστορία την έλεγε και στους φυλακισμένους του κάστρου. Όταν ο Τούρκος φρουρός έκανε τα στραβά μάτια, πλησίαζε το παράθυρο και θεατής της τραγικότητάς τους, τους θύμιζε με τα λόγια της το καθήκον τους απέναντι στην πατρίδα και την ευθύνη τους να μην αλλαξοπιστήσουν. Φεύγοντας άφηνε πίσω  τη φωνή της τραγουδώντας και το σχετικό δημώδες άσμα που περίτεχνα  κληρονόμησε η λαϊκή μούσα:  << Το μάθατε τι γένηκε στης Κιάφας τ’  αγροτόπι;/ Του Καραντάνη το παιδί, το Καραντανοπαίδι,/ το ‘ριξε η Καραντάναινα, ‘κείνη η αντρογυναίκα,/ στο καλντερίμι απ’ τον οντά και μνήσκει ακόμη το αίμα/ στα πετρολίθαρα της γης, που χύθει σαν ποτάμι.// Και το ‘μαθεν η γειτονιά κι η παραπέρα ρούγα/ και το ΄δαν οι άντρες, τα παιδιά κι οι νέες και τα κορίτσια,/ μανάδες που ‘χανε παιδιά και νιες που ‘χαν αδέρφια.//

  Από το σπίτι της Αρκαδιανής φαινόταν ολοκάθαρα η πόλη της Κυπαρισσίας, ξαπλωμένη η μισή μέχρι τα νερά του κόλπου και η άλλη μισή να κάθεται αμφιθεατρικά στους πρόποδες του όρους Ψυχρού με την έντονη επιβλητική του όψη και την εντυπωσιακή παρουσία του  κάστρου. Αυτή η πολιτεία ερχόταν από πολύ μακριά, πριν από τους χρόνους του Νέστορα και είχε στο χώμα της μέσα θαμμένους πολιτισμούς και πολιτισμούς. Γίγαντες, Ρωμαίοι,  Βυζαντινοί, Φράγκοι, Ενετοί, Τούρκοι, πέρασαν πάνω της κάνοντας του κεφαλιού τους. Την ποδοπάτησαν όλοι τους και εξαφάνισαν ότι ιερό και όσιο  είχαν δημιουργήσει οι κάτοικοί της. Για να κλείσει αυτή η  φοβερή εποχή των σφαγών και των καταστροφών με τον Ιμπραήμ που ξαμόλησε τους άγριους αραπάδες του στα χρόνια της ελληνικής επανάστασης και δεν άφησαν τίποτα όρθιο και με την εισβολή στο δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο των Γερμανών και των Ιταλών που συνέχισαν τις σφαγές και τις λεηλασίες των προκατόχων τους.

    Τα λίγα γράμματα που ήξερε δεν την εμπόδιζαν  να ξεφυλλίζει με τα όμορφα δάχτυλά της σελίδες κιτρινισμένες μεν αλλά ένδοξες και σοφές δε, που της θύμιζαν πόσο εφήμεροι και πεπερασμένοι είμαστε. Μια βραδιά πριν πει την τρυφερή καληνύχτα της στους σκλαβωμένους ραγιάδες της πόλης και του κάστρου, ανάγνωσε από μια ξεθωριασμένη κόλλα χαρτιού στίχους από τη  << Μήδεια >> του Ευριπίδη, δηλωτικούς της τραγικότητας του ζώου ανθρώπου, που ως τα έγκατά της άφησαν ανεξίτηλο το στίγμα τους. Αν και ατελής στην ανάγνωση και στην απαγγελία επανέλαβε πολλές φορές τους στίχους: << Με ανέλπιστα και φοβερά πράγματα / οι θεοί υφαίνουν τη ζωή μας.// Εκείνα που ήταν να γίνουν δεν έγιναν ποτέ.// Κι αυτά που γίνονται/ δεν ήταν για να γίνουν.// Σιωπή, σιωπή// >>.  Πιο τραγικοί της φάνηκαν οι δυο τελευταίοι στίχοι. Αυτά που συμβαίνουν γύρω μας κανένας δεν τα περίμενε. Κι αυτή ποτέ της δεν περίμενε να βάλει το κεφάλι της στου Τούρκου το ζυγό.

 

                                   

                                          ***

   Παιδί ακόμα ήταν, που ο βοεβόδας έκανε ένα αποτρόπαιο έγκλημα, που τον μίσησε πολύ, και,  ζητούσε πως και πως να ‘ρθει εκείνη η μέρα που θα τον τιμωρούσε η θεία δίκη. Στον αρχοντικό μαχαλά που ζούσε ο Τούρκος λίγο πιο κάτω κοντά στην παζαρόβρυση ήταν το σπίτι της Ελένης Χαμέρη. Με πατέρα γιατρό και πλούσια η όμορφη κόρη δεν μπορούσε να μην ξυπνήσει το αίσθημα του έρωτα στο βοεβόδα που τον χτύπησε με το βέλος του και την ερωτεύθηκε τρελά. Η Ελένη όμως αγαπούσε τον Αυγερινό Χούντρα. Νέο, γενναίο και με περίσσεια ομορφιά που με τίποτα δεν τον έβγαζε από την καρδιά της. Και η αρχή του έρωτα του βοεβόδα για την Ελένη ξεκίνησε ως εξής: Μια μέρα ο βοεβόδας καθώς περνούσε με τη συνοδεία του έφιππος στο μαύρο φαρί του, πρόσεξε την Ελένη που έστεκε μπροστά από την πόρτα του αρχοντικού της και χάζευε την κίνηση στην παζαρόβρυση. Ο σείζης του που πέρναγε από κει τον είχε  ενημερώσει  ότι ένα τρυφερό αμάραντο λουλούδι βλάσταινε εκεί κοντά στο σαράι και όφειλε να το προσέξει! Αυτός ευκαιρία ζήταγε να το συναντήσει. Μόλις την είδε και πήρε το νόημα με το βλέμμα του σείζη πως αυτή ήταν το λουλούδι, την εξέτασε από κεφαλής μέχρι ποδός με ματιά λάγνα και με αίσθημα ζέον, ψιθύρισε στον υποτακτικό του: << Άφεριμ! Δεν έχεις άδικο, όμορφη η Ρωμιά, άξια να στολίσει το χαρέμι μου! >> Η ομορφιά της του άναψε τόσο μεγάλο πόθο που του ζήτησε να τη φέρει στο κονάκι του να τον συντροφεύει σαν παλλακίδα του. Μα η Ελένη δεν τον ήθελε. Αρνιόταν την πρότασή του να  την κάνει δική του, η καρδιά της ήταν δοσμένη όπως είπαμε στον Αυγερινό Χούντρα, με κανένα τρόπο δεν ήθελε  να αλλαξοπιστήσει και να γίνει μουσουλμάνα. Κι όσο επέμενε να μην το θέλει τόσο εξαγρίωνε το βοεβόδα και τον έκανε θηρίο ανήμερο. Εκείνος μηχανεύτηκε ένα σχέδιο για να κάμψει την αντίστασή της. Έστειλε γράμμα στην Κωνσταντινούπολη και ζητούσε από το σουλτάνο να του υπογράψει φιρμάνι που να λέει: << Όπου αγαπάει να παίρνει, να παίρνει ο Τούρκος τη Ρωμιά, Ρωμιός την Τουρκοπούλα >>.

     Κι αφού  ούτε με το καλό, αλλά ούτε και με το νόμο ο βοεβόδας δεν μπόρεσε να την κάνει δική του με μια κατασκευασμένη αφορμή τη φυλάκισε στα μπουντρούμια του κάστρου. Την απείλησε πως θα τη δικάσει και θα την κρεμάσει αν δε γινόταν παλλακίδα του. Η Ελένη δεν άλλαζε γνώμη, οι Τούρκοι τη βασάνιζαν και ο βοεβόδας είχε χάσει τον ύπνο του και συνέχιζε να τη φοβερίζει. Ώσπου απηυδισμένος διέταξε να τη δικάσουν. 

     Και ήρθε η μέρα εκείνη, ένα μουντό και κακορίζικο πρωί με τον ντελάλη να γυρνά στα σοκάκια της πόλης και να καλεί τον κόσμο κατά διαταγή του βοεβόδα να συγκεντρωθεί  στον πλάτανο του κάστρου. Μια θηλιά από το χοντρό μπράτσο του πλάτανου και ο κατής  πλάι στην πύλη του κάστρου τους περίμεναν. << Κάποια δημόσια εκτέλεση, κλέφτη ή ληστή θα γίνει >> ψιθύρισαν πολλοί και περίμεναν να δουν τον ένοχο. Στο σούρουπο να ‘σου και ο βοεβόδας. Έστειλε δυο γενίτσαρους στο κάστρο, και την έφεραν. Ήταν ρακένδυτη, βασανισμένη κι αγνώριστη. << Θα γίνεις γυναίκα μου, Ελένη, να σε γεμίσω μάλαμα και να ζήσεις σαν σουλτάνα μαζί μου; >> τη ρώτησε για τελευταία φορά ο βοεβόδας. Εκείνη κούνησε αρνητικά το κεφάλι. Στα μάτια της έλαμψε η πίστη στην απόφασή της. << Ή παίρνεις τον Τούρκο βοεβόδα ή σε κρεμάμε >> την απείλησε ο κατής. Η Ελένη δε λύγισε. << Καλύτερα στην κρεμάλα παρά σκλάβα στο χαρέμι του! >> αποκρίθηκε. Όλα πια είχαν τελειώσει γι’ αυτή. Χωρίς καθυστέρηση ο κατής έδωσε διαταγή να γίνει η εκτέλεση. Η Ελένη κοίταξε το σπίτι της που θα το άφηνε έρημο, χαιρέτησε τους δικούς της με το βλέμμα, και άφησε το κορμί της στον μπόγια. Σε λίγο άφηνε την πνοή της κρεμασμένη από το κλαδί του πλάτανου, και, την ιστορία της θρύλος να γίνει στις επόμενες γενεές.

                                             

                                        ***

 

     Δυο φορές την ημέρα η Αρκαδιανή έπρεπε να πάει στην παζαρόβρυση και να γεμίσει τις στάμνες νερό. Το λιθόστρωτο καλντερίμι περνούσε μπροστά από το σαράι του βοεβόδα και το διάβαινε φοβισμένη. Μαζί με τις γυναίκες που πήγαιναν στη βρύση, συναντούσε καβάλα στα άτια τους, μπέηδες και κεχαγιάδες που πήγαιναν στα σπίτια του κάστρου και σε κτήρια της διοίκησης. Οι άνθρωποι λούφαζαν τότε κρυμμένοι στα ισόγεια σπίτια και οι γυναίκες με τα σταμνιά στο χέρι έσκυβαν τα κεφάλια και τους χαιρετούσαν. << Ο Τούρκος είναι ασύδοτος >>, σκεφτόταν η Αρκαδιανή  και βάδιζε γρήγορα να φτάσει στο σπίτι.

   Στην παζαρόβρυση  αντάμωναν οι γυναίκες της πόλης και γίνονταν τα μεγαλύτερα κουτσομπολιά. Μιλούσαν κρυφά και χαμηλόφωνα για την Ελένη Χαμέρη που είχε χαθεί, για τα περίσσια κάλλη της και τη γλωσσοτρώγανε που είχε ένα τέτοιο ηρωικό θάνατο. Και για τις άλλες κοπελιές μιλούσαν που περνούσαν καλά στο σαράι μαζί με το  βοεβόδα, δείχνοντας να ζήλευαν και πως λαχταρούσαν κι αυτές αν και σκλάβες να είχαν τέτοιες φιλήδονες και ερωτικές στιγμές. Στο σπίτι τρόμαζε σαν θυμόταν το έγκλημα του Τούρκου διοικητή και κοίταζε από το παράθυρο μήπως δει το σείζη σταλμένο από τον αγά, να την καλεί να πάει στο παλάτι του.

     Και δεν έπεσε έξω. Ένα πρωινό ο σείζης της χτύπησε την πόρτα.  << Έλα στο σαράι του βοεβόδα, σε θέλει >> της είπε και την έβαλε μπροστά. Στο παλάτι ο Τούρκος την περίμενε. << Θα γίνεις γυναίκα μου, Αρκαδιανή, να σε γεμίσω με φλουριά  και να ζήσουμε μαζί; >> τη ρώτησε και περίμενε την απόκριση. Κούνησε το κεφάλι της αρνητικά εκείνη  κι έφυγε τρέχοντας. Ο βοεβόδας την ακολούθησε και της φώναξε  απειλητικά πίσω της: << Σκέψου το καλά! Ή με παίρνεις εμέ τον Τούρκο ή σε κρεμάω από τον πλάτανο! >>

    Από τότε  έχασε τον ύπνο της. Συμφώνησε μέσα της πως ζούσε σε σκληρή εποχή, βιδωμένη στο φόβο και δεμένη στις αλυσίδες της σκλαβιάς. Έπρεπε κάτι να κάνει να σωθεί. Στης βίας κακοζώντας το φόβο ν’  αντιτάξει τη δική της θέληση με το σπαθί. Και πήρε την απόφαση να πάρει τα βουνά, να γίνει κλεφτοπούλα. Τον Τούρκο να πολεμήσει σε λάκκες και στενά.

 

                                                  ***

 

 

    Πυκνό σκοτάδι κάλυπτε την πόλη και το κάστρο όταν  βγήκε έξω από το σπίτι και κλείδωσε την πόρτα. Χαιρέτησε την πόλη, το κάστρο, το Ψυχρό, τον κόλπο κάτω που φλοίσβιζε, γονάτισε, φίλησε το χώμα της αυλής της  και χάθηκε πίσω από την Πισωρούγα. Όταν χάραζε η μέρα  με τον Αυγερινό συντροφιά  πάτησε στα Σουλιμοχώρια. Συνάντησε τους Έλληνες οπλαρχηγούς, μίλησε με τους κλέφτες και όρκο έδωσε να πολεμήσει μαζί τους την Τουρκιά για να ‘ρθει η λευτεριά.

   Δώδεκα χρόνια ντυμένη στα κλέφτικα έκανε η κόρη με τους κλέφτες. Ποτέ δεν τους πέρασε από το μυαλό πως ήταν κορασίδα και τη θωρούσανε όπως το παλληκάρι. Σε μάχες μπαρουτοκαπνίστηκε, σε μάχες εδιακρίθη μέχρι που ξεσκεπάστηκε η άδολή της πράξη. Μια επίσημη μέρα, μια Κυριακή Λαμπρή, στήσαν οι κλέφτες χορό, τραγούδι, και αγώνες κι άρχισαν να ρίχνουν το λιθάρι. Το ρίχνουν πρώτα τα κλεφτόπουλα, άλλα το παν τριάντα κι άλλα σαράντα μέτρα. Έριξε και η Αρκαδιανή, το φτάνει σαράντα πέντε κι από το πείσμα το πολύ και από την αγωνία, της κόπηκε το αργυρό κουμπί κι εφάνη το βυζί της! Έτσι  αφού εφάνη ότι εφάνη, προδόθηκε η γενναία και όμορφη κορασίδα!

 

                                    ***

 

      Τέλος Μαρτίου του 1821 έφτασαν επιστολές στην Κυπαρισσία από την Τριπολιτσά που συνιστούσαν στους Έλληνες να προσέχουν τους Τούρκους, γιατί είχαν υποψιαστεί πως κάτι ετοίμαζαν  και ζητούσαν να μεταβεί ο πρωτοσύγκελος  Φραντζής  στα Σουλιμοχώρια και να πει στους χωρικούς να << καθίσουν φρόνιμα >>. Οι Οθωμανοί μυρίζοντας μπαρούτη από τη μεριά των Ελλήνων πήραν απόφαση να τραβηχτούν με τα γυναικόπαιδά τους στα κάστρα του Ναβαρίνου και της Μεθώνης. Ο Φραντζής με τη φρουρά του πέρασε τον ελαιώνα τραβώντας για τα Σουλιμοχώρια. Στο κακόρεμα τον περίμεναν οι Ντρέδες και ενθουσιασμένοι με ζητωκραυγές και πανηγυρικό τρόπο έφτασαν μαζί στον Αι- Γιώργη, κοντά στο Κοπανάκι.  Την ίδια μέρα ήρθε στους Ντρέδες κι ένα γράμμα από τον Κολοκοτρώνη και τον Παπαφλέσσα που έλεγε: << Η ώρα έφτασε, το στάδιον της δόξης και της ελευθερίας ηνοίχθη […] μη πτοηθείτε εις το παραμικρόν >>.  Ύστερα  από το γράμμα αυτό ο Φραντζής σκεφτόμενος διπλωματικώς, έγραφε στους Τούρκους της Κυπαρισσίας: << Ενδοξότατοι αγάδες. Σας χαιρετώ. Στο Σουλιμά ηύρα τόσα πράγματα, όσα δεν δύναμαι να σας περιγράψω, ανέλπιστα. Οι άνθρωποι εν γένει ετρελάθηκαν και  μήτε ηξεύρουν τι κάνουν, μήτε τα λόγια και ορμηνίας ακούουν, από κανένα.  Ποιος χαιρέκακος  τους οδήγησε εις τούτο δεν δύναμαι να ξέρω. Οι κάμποι και τα βουνά είναι γεμάτα από αρματωμένους ανθρώπους. Όσο κι αν τους ομίλησα, δεν εισακούομαι. Λαμβάνω την τόλμην να σας παρακαλέσω δια να μείνετε ήσυχοι, μην τύχη και πειραχτεί ο παραμικρός ραγιάς, διότι δεν ηξεύρω τι μπορεί να επακολουθήσει >>.

   Έδωσε το γράμμα στην Αρκαδιανή κλεφτοπούλα και με δυο συνοδούς κλέφτες την έστειλε να το πάει στο βοεβόδα της Κυπαρισσίας. Μπήκανε στην πόλη όταν ο κόκκινος δίσκος του ήλιου βυθιζόταν στο Ιόνιο. Πέρασαν τους φρουρούς, τον πλάτανο του κάστρου, τη μικρή πλατεία και κατηφόρισαν  στο καλντερίμι που οδηγούσε στην παζαρόβρυση. Σ’ αυτό το δρόμο ήταν το σαράι του αγά, δίπατο, ευρύχωρο, όλο αρχοντιά,  με την αυλή του θορυβώδη από τους γυρολόγους που προσπαθούσαν να σαγηνεύσουν με την πραμάτεια τους τις σκλάβες του σαραγιού. Ο δρόμος αντηχούσε που και που από τα καρφοπέταλα των αλόγων που έφιπποι  μπέηδες και κεχαγιάδες πήγαιναν στα σπίτια του πάνω μαχαλά.

   Πριν περάσουν την πόρτα του σαραγιού η Αρκαδιανή στάθηκε και έφερε το βλέμμα της  από τη μια άκρη ως την άλλη του μαχαλά. Άδειοι οι καφενέδες, άδεια η πλατεία, μπροστά στον πλάτανο ερημιά, τα τζαμωτά παράθυρα κλειστά, αμπαρωμένος ο κόσμος στα σπίτια του. Κι όταν και οι τελευταίες γυναίκες με τις στάμνες τους γύρισαν στα κονάκια τους απόλυτη σιωπή απλώθηκε παντού.

      Ο Τούρκος διοικητής κάτι είχε μυριστεί για την εξέγερση των Ελλήνων της περιοχής και ήταν γεμάτος χολή. Τη θεωρούσε το άδικο του πράγματος  και βαρύθυμος καθόταν στο γραφείο του εκφωνώντας στο γραμματέα του γράμμα προς τον σουλτάνο της Υψηλής Πύλης όπου του ανέφερε τις πολεμικές κινήσεις των ραγιάδων. Ψυχρός, πήρε το γράμμα από το χέρι της Αρκαδιανής, διάβασε τον αποστολέα και σταμάτησε. << Άφεριμ! Άφεριμ! >> ψέλλισε και  ετοιμάσθηκε να το ανοίξει ενώ την κοίταξε επίμονα από κεφαλής μέχρι ποδός. Ύστερα της έγνεψε με το βλέμμα να φύγει. Η Αρκαδιανή πριν κλείσει πίσω την πόρτα, έσκυψε και ξεκούμπωσε το κουμπί μπροστά στο στήθος της. Εφάνη ότι εφάνη και ο Τούρκος το είδε! Τη γνώρισε, έγινε θηρίο, αλλά έδειξε ανεκτικός. Τον απασχολούσε το γράμμα περισσότερο από την Αρκαδιανή εκείνη τη στιγμή.

    Την άλλη μέρα το απόγευμα  οι Τούρκοι της Κυπαρισσίας έφευγαν και η πόλη ελευθερωνόταν.  Η Αρκαδιανή τους κοίταζε από το παράθυρο, που χάνονταν πίσω από την πλαγιά του Αι- Δημήτρη  κι ένιωθε χαρά και περηφάνια. Όμως ένιωθε να τη βάραινε κι ένα αίσθημα λύπης ανεξήγητο.  Έτσι μέσα στον ενθουσιασμό της ξεφώνισε: << Σκλάβοι ποτέ μη ζήσουμε σε Λιάπηδες και Τούρκους! >>

     Δεν είχε υπολογίσει πως η διαιρεμένη Ελλάδα δεν ήταν έτοιμη να αντιμετωπίσει την απόβαση του Ιμπραήμ το 1825 στην Πελοπόννησο.  Μετά τις ήττες  των Ελλήνων στο Κρεμμύδι και στο Μανιάκι της Μεσσηνίας οι ορδές του Ιμπραήμ θα έμπαιναν στην πόλη, θα την έκαιγαν και δε θα άφηναν τίποτα όρθιο σ’ ολόκληρο το Μοριά.  

ellinikoxronografima.blogspot.gr

   

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου