Διήγημα
Ο μπάρμπα Νικόλας
Παναγιώτη Αντωνόπουλου
Ζούσε στη
Σμύρνη με τη γυναίκα και το γιο του, τριών χρονών. Ένα πρωί κάποιος φαντάρος
του ‘φερε ένα χαρτί. Το διάβασε και του ζητούσανε να πάει στο φρουραρχείο, να
πάρει το φύλλο πορείας για το μέτωπο. Η κατάρρευση της επιχείρησης για την
Άγκυρα ήταν επί θύραις και οι υπηρεσίες του στρατού ζητούσαν νέες ενισχύσεις με τη στρατολόγηση κι άλλων εφέδρων. Φώναξε
τη γυναίκα του, της έδειξε το χαρτί και την αγκάλιασε. Το ίδιο έκανε και στο γιο του. Πήγε ύστερα
στο συρτάρι του κομοδίνου έβγαλε ένα χάρτη διπλωμένο, τον άνοιξε και κοίταξε
την πορεία του. Ένα δάκρυ κύλησε από τα μάτια του κι ένα
τρεμούλιασμα ένιωσε στην καρδιά. Με χτυποκάρδι ύστερα ετοίμασε τα πράγματά του
κι έκατσε στην καρέκλα κοιτάζοντας τους δυο δικούς του ανθρώπους που τα είχαν
χαμένα, με βλοσυρό πρόσωπο και το δεξί του χέρι υψωμένο σαν να τους έγνεφε
ψυχραιμία με κάποια τυπική ευλογία.
Έξι μήνες πέρασαν
πολεμώντας στην κόλαση του Εσκί Σεχίρ. Δυο μήνες πριν την κατάρρευση σε μια χαράδρα
αποκλεισμένος με τους συντρόφους του μια οβίδα του εχθρού που έπεσε τους έκανε
σχεδόν όλους κομμάτια. Ο ίδιος γλίτωσε με βαρύ τραύμα του << μηριαίου
οστού>> κι έμεινε αναίσθητος για δυο ώρες μέχρι να τον μαζέψουν. Μ’ ένα
κακό φορείο τον πήγαν στο κρεβάτι του νοσοκομείου. Από κει στο χειρουργείο. Σαν
τον φέρανε στο θάλαμο ήταν κίτρινος από τη χλομάδα, πονούσε, ούρλιαζε και
έσφιγγε τα χείλη με πείσμα. Αφού
παιδεύτηκε αρκετή ώρα ξύπνιος στο τέλος αποκοιμήθηκε σαν αποκαρωμένος.
Την άλλη μέρα ο
λαβωμένος ρώτησε το γιατρό για την κατάσταση του ποδιού του. << Τίποτα το
σοβαρό >> του είπε ο γιατρός, μασώντας τα λόγια του, << λίγο το
<< μηριαίον>> είναι πειραγμένο αλλά… το κολλήσαμε. Όσο για την
πληγή θα κλείσει>>. Ο άρρωστος χάρηκε αλλά είχε και τις αμφιβολίες του.
<< Θα κουτσαθώ! >>
καλαμπούρισε και κοίταξε το γιατρό. << Τα παραλές >> του απάντησε
αυτός και οι λέξεις του έπεσαν σαν σπαθιά στον αέρα.
Δυο μήνες στο
νοσοκομείο πήρε εξιτήριο μαζί με την κατάρρευση και την οπισθοχώρηση του
στρατού. Όταν ήταν στο ψαροκάϊκο κι έφευγε για την Ελλάδα, έβλεπε τη Σμύρνη
στις φλόγες, το πλήθος στην προκυμαία να στριμώχνεται με κλάματα και γουρλωμένα
μάτια περιμένοντας τα πλοία και τις βάρκες κι έκλαιγε. Ήθελε πολλά να κάνει εκείνη τη στιγμή αλλά
δεν μπορούσε. Κυρίως ήθελε να ήταν ο πόλεμος ένα σάρκωμα στο σώμα του κόσμου,
να το κόψει μ’ ένα μαχαίρι και να το πετάξει σαν ένα σάπιο και άχρηστο κρέας
για να πάψει να υπάρχει και η ζωή ν’ αρχίσει να γίνεται νέα ζωή. Θυμήθηκε τη γυναίκα και το γιο του, την
Ανατολή, τον πόλεμο, την καταστροφή, την ήττα, την οπισθοχώρηση, το γυρισμό
του… και έβλεπε με θλίψη τη θάλασσα γαλάζια μπροστά του, γεμάτη φως, που
χαρούμενη έπαιζε με τις αχτίδες του ήλιου που την χάιδευαν.
***
Πρόσφυγας τώρα στη
Νοτιοδυτική Πελοπόννησο, ακουμπούσε με την πλάτη στον τοίχο, κάπνιζε και
κοιτούσε με τα θαμπά του μάτια, πέρα στη στροφή του δρόμου. Πετούσε ύστερα τη
γόπα στο χώμα και αρχινούσε με σβησμένη και θλιμμένη φωνή το τραγούδι: <<Τον
πόνο μου δεν μαρτυρώ και τον καημό δεν δείχνω, γιατί κι αν επροσπάθησα
παρηγοριά δεν βρίσκω>>.
Το σπίτι
του μικρό από πλίνθους, η στέγη με λαμαρίνες, μαυρισμένες από την υγρασία, οι
τοίχοι γεμάτοι βρύα και λειχήνες. Ένα μικρό παράθυρο το φώτιζε δυτικά και μια πόρτα νότια από σάπια
ξύλα τον έβγαζε έξω στην ερημιά. Τα έπιπλα λιτά, ένα κρεβάτι, τραπέζι, δυο
καρέκλες ψάθινες, μια στάμνα για νερό, και λίγα κατσαρόλια. Γύρω μικροί άγονοι
λόφοι, σε κάποιες πλαγιές χλωρασιές κι άλλες γεμάτες βάτα, σκίνα και κουμαριές
που έμοιαζαν σαν σκορπισμένα νησάκια. Όταν είχε άνοιξη τότε μόνο ημέρευε ο τόπος,
τότε μόνο γελούσε η φύση και μαζί της και ο μπάρμπα Νικόλας που έπαιρνε τη συνηθισμένη όψη του ανθρώπου.
Μα γρήγορα σαν έφευγε γινόταν σκυθρωπός, ασκητικός και ιδιότροπος.
Ήταν ψηλός,
με γένι πυκνό, μάτια καστανά αετίσια, αδύνατος σαν ξεραμένο δέντρο. Μεσήλικας,
φορούσε μαύρο σκληρό παντελόνι, καφέ τραγιάσκα και αρβύλες πέτσινες. Δεν
περπατούσε καλά, κούτσαινε και η περπατησιά του ήταν χορευτή και σε κάθε
ανώμαλη επιφάνεια σκόνταβε και κινδύνευε να πέσει. Τον βοηθούσε η μαγκούρα του
που την έβαζε μπροστά σαν τρίτο πόδι και πήγαινε στο χτήμα του ή απέναντι στου
γιατρού για κουβέντα και συντροφιά. Κι όταν γύριζε ακουμπούσε με την πλάτη στον
τοίχο, κάπνιζε και κοιτούσε με τα θαμπά του μάτια πέρα στη στροφή του δρόμου
σαν κάποιους να περίμενε. Κι όταν δεν έβλεπε κανέναν, καθόταν πάνω στην πέτρα
κάτω από τη μουριά, έβγαζε το σουγιά του και πελεκούσε την καινούρια μαγκούρα
του, ίσιωνε το στραβό της ξύλο, διόρθωνε τους ρόζους και τους φουσκωμένους
κόμπους και δάκρυζε. Που και που τέντωνε το
χέρι, έσκυβε και έτριβε το δεξί του πόδι πάνω από το γόνατο που τον
πονούσε και ένιωθε καλύτερα.
Ήθελε να το
γιατρέψει αλλά ο γιατρός του είπε, πως δε γίνεται γιατί η οβίδα που έσκασε στην
Ανατολή όταν πολεμούσε του είχε κάνει μεγάλη ζημιά. Και τότε τα θυμόταν όλα κι
έκλαιγε. Θυμόταν τους συντρόφους του που σκοτώθηκαν, τους τραυματίες που άπλωναν τα χέρια και φώναζαν
να τους σώσει κάποιος, τους ακρωτηριασμένους που έφευγαν με κομμένα χέρια,
όσους γλίτωσαν να σκεπάζουν τρέχοντας με τα ουρλιαχτά τους όλη τη Μικρασία.
Ακόμη δεν μπορούσε να ξεχάσει το θόρυβο που έκαναν τα βαπόρια στην προκυμαία
της Σμύρνης σαν μούγκριζαν και φτύναμε
καπνούς, την κόκκινη αναλαμπή από την απέραντη πυρκαγιά που έκαιγε την ιερή
πόλη της Ανατολής, τις φωνές των ανθρώπων, το πλήθος που έτρεχε απεγνωσμένα
προς τη θάλασσα, τις αγριότητες των Τούρκων και τις φορτωμένες βάρκες που
βούλιαζαν με τόσα στοιβαγμένα σώματα μέσα τους. Θυμόταν και τη στιγμή που
βρέθηκε σαν από τύχη σto ψαροκάϊκο και γλύτωσε μετά την οπισθοχώρηση, την ώρα που
βρέθηκε στην Ελλάδα κι ένιωθε μια λύπη που έβγαινε από φλόγα και αίμα, κόκκινη
κατακόκκινη σαν την πορφύρα του Νυμφίου.
Εκεί έμειναν
πατεράδες, μανάδες, αδερφοί, αδερφές, παλικάρια, κοπέλες όμορφες, όλοι τέκνα
μιας ηρωικής φυλής, απροστάτευτοι από θεούς και ανθρώπους, μακριά από τη
δικαιοσύνη, με μόνο όπλο των αθωότητά τους να τραβάνε το δρόμο του μαρτυρίου. Εκεί απόμειναν και η γυναίκα με το γιο τού
μπάρμπα Νικόλα ν’ ακολουθούν μαζί με τους άλλους την ατέλειωτη πομπή του
ελληνισμού προς το θάνατο, πομπή που βογκούσε και έκλαιγε.
Και ώρες – ώρες
είχε μια αγωνία ο μπάρμπα Νικόλας και καθόταν πάνω στην πέτρα κάτω από
τη μουριά, έβγαζε το σουγιά του και πελεκούσε την καινούρια μαγκούρα του,
διόρθωνε το στραβό ξύλο, ίσιωνε τους ρόζους και τους φουσκωμένους κόμπους,
κοίταζε κατά τη στροφή του δρόμου να δει
αν έρχονται η γυναίκα και ο γιος του και δάκρυζε.
Όταν έπληττε το
χειμώνα καθισμένος ώρες μπροστά στο παραγώνι, αποζητούσε τη συντροφιά του
γιατρού κι έβγαινε και τον ζητούσε. Πήγαινε στο σπίτι του και ο γιατρός τον
έβαζε να καθίσει πλάι του στο γραφείο. Ο γιατρός που είχε πάρει κι αυτός μέρος
στον πόλεμο της Μικρασίας, κρεμούσε το πανωφόρι του στην κρεμάστρα σαν το
έβγαζε μόλις γυρνούσε από τις επισκέψεις του στα χωριά να γιατρέψει τον κόσμο,
άφηνε την τσάντα του με τα εργαλεία στο τραπέζι, μάκραινε την καρέκλα από τον
μπάρμπα Νικόλα κι άρχιζε να διηγάται για τον παλιό καιρό και του έλεγε για τον
Σαγγάριο, για τους σκοτωμένους και τους τραυματίες, για όσους τους κόψανε τα
πόδια γιατί γαγγραίνιασαν στο νοσοκομείο, για τους νεκροθαλάμους, τις
νεκρόκασες, και για τους πεθαμένους με τις πληγές τους ολότελα να χάσκουν χωρίς
επιδέσμους. Ακόμη του ‘λεγε για τις αποστολές των τραυματιών και των νεκρών που
έρχονταν τα μεσάνυχτα και τους ρίχνανε όπως να ‘ναι κατάχαμα, εκεί στο διάδρομο
μ’ ένα φαναράκι ψηλά για να τους φωτίζει.
Κι έλεγε και αυτό και το τόνιζε, πως είδε κάτω από το φως της λάμπας τα
σκουλήκια που έβγαζαν μοναχοί τους οι τραυματίες από τις πληγές. Τα πετούσαν
χάμω κι εκείνα έκανα <<έτσι- έτσι>> κι έδειχνε με το δάχτυλό του
τις κινήσεις τους. Και για το στρατιώτη του ‘λεγε που τον έφεραν με κομμένη
μύτη, κομμένα αυτιά και κομμένα τα δυο του πόδια, ένα κομμάτι κρέας σχεδόν,
πράξη ειδεχθή των Τούρκων. Και συνέχιζε ο γιατρός μετά από αυτά να του λέει για
τη συνθήκη της Λωζάνης, που έγινε στις 24 Ιουλίου του 1923 στην Ελβετία και
κανόνιζε τις σχέσεις της νικήτριας Τουρκίας και της ηττημένης Ελλάδας και πως όρισε τα χερσαία σύνορά μας
στον Έβρο, όρισε το καθεστώς των νησιών του βορείου Αιγαίου, επικύρωσε το
πρωτόκολλο περί ανταλλαγής των πληθυσμών, καθόρισε τα δικαιώματα των
θρησκευτικών και γλωσσικών μειονοτήτων στις δυο χώρες. Η Ελλάδα έδωσε στην
Τουρκία την Ανατολική Θράκη, έχασε τη Σμύρνη στην Ανατολία, Έλληνες πρόσφυγες
κοντά στο 1.500.000 ήρθαν στην πατρίδα, τούρκικη μειονότητα επέστρεψε στην
Τουρκία. Του ‘λεγε ακόμη για τα λάθη που έγιναν στην όλη επιχείρηση, τις
σφαγές, τις λεηλασίας και τις καταστροφές που έπαθαν οι Έλληνες, για τους
πρόσφυγες που σάπιζαν και πέθαιναν στα
παραπήγματα, για την εχθρότητα των ντόπιων, για τη μακροχρόνια αφομοίωσή τους
στην ελληνική κοινότητα και την εγκατάλειψή τους από το κράτος που ως <<
επίτευγμά του>> θεωρούσε μόνο την πλήρη εξαθλίωσή τους.
Κι ο μπάρμπα Νικόλας
αφού τον άκουγε, γυρνούσε στο σπίτι, καθόταν πάνω στην πέτρα κάτω από τη
μουριά, έβγαζε το σουγιά του και πελεκούσε την καινούρια μαγκούρα του, διόρθωνε
το στραβό ξύλο, ίσιωνε τους ρόζους και τους φουσκωμένους κόμπους, κοίταζε κατά
τη στροφή του δρόμου να δει αν έρχονταν η γυναίκα και ο γιος του και δάκρυζε.
Καλλιεργούσε ένα
μικρό χωράφι και του ‘δινε κηπευτικά. Τα κατέβαζε στην πόλη με το γαϊδουράκι
του και τα πουλούσε στην αγορά. Όσα έπαιρνε τα ξόδευε για ψωμί, τρόφιμα,
τσιγάρα και καλαμπόκι για τις κότες του. Πριν επιστρέψει σπίτι καθόταν στο
ταβερνάκι και τα ‘πινε. Πολλές φορές γυρνούσε μεθυσμένος, και τότε ο ανιψιός
του που τον περίμενε, τον έδερνε, του ‘παιρνε τα λεφτά και τον έβριζε. Ο μπάρμπα Νικόλας έμπαινε στο σπίτι, έπαιρνε
ένα μικρό ξύλινο κουτί που είχε σιγουρέψει στο ντουλάπι, το άνοιγε και κοίταζε
τα κειμήλια που είχε φέρει από την Ανατολή. Το έκανε για να πάρει θάρρος από τη
νιότη εκείνη που τα είχε και την έχασε. Ήταν ένα θραύσμα οβίδας, ένα γράμμα
από τη σύζυγό του, το φυλαχτό που φορούσε όταν πολεμούσε και δυο φωτογραφίες, μια
της γυναίκας του και μια του γιου του. Ύστερα τα έβαζε μέσα στο κουτί, τα
ξανασιγούρευε και έβγαινε έξω. Καθόταν πάνω στην πέτρα κάτω από τη μουριά,
έβγαζε το σουγιά του, διόρθωνε το στραβό ξύλο της καινούριας μαγκούρας του,
ίσιωνε τους ρόζους και τους φουσκωμένους κόμπους, κοίταζε κατά τη στροφή του
δρόμου να δει αν έρχονταν η γυναίκα και ο γιος του και δάκρυζε. Τώρα τελευταία
μετά το ξύλο που έτρωγε από τον ανιψιό του, θυμόταν την αναπηρική σύνταξη
που αργούσε και πήγαινε στο γιατρό και
τον ρωτούσε το πώς, το τι και το γιατί. Χρόνια είχε κάνει την αίτηση, αλλά οι
μέρες μάκραιναν και η σύνταξη δεν ερχόταν. Ο γιατρός τον άκουγε κι άρχιζε τα
ίδια και τα ίδια. Του επαναλάμβανε όσα του ‘λεγε τις άλλες φορές, όπως και για
τη συνθήκη της Λωζάνης, που έγινε στις 24 Ιουλίου του 1923 στην Ελβετία μεταξύ
της νικήτριας Τουρκίας και της ηττημένης Ελλάδας και που όρισε τα χερσαία
σύνορα του Έβρου, όρισε το καθεστώς των νησιών του βορείου Αιγαίου, επικύρωσε
το πρωτόκολλο περί ανταλλαγής πληθυσμών, καθόρισε τα δικαιώματα των
θρησκευτικών και γλωσσικών μειονοτήτων στις δυο χώρες. Η Ελλάδα έδωσε στην
Τουρκία της Ανατολική Θράκη, έχασε τη Σμύρνη στην Ανατολία, Έλληνες πρόσφυγες
κοντά στο 1.500.000 ήρθαν στην πατρίδα, τουρκική μειονότητα επέστρεψε στην
Τουρκία. Του ‘λεγε ακόμη για τα λάθη που έγιναν στην επιχείρηση της Μικρασίας,
για τις σφαγές, τις λεηλασίας και τις καταστροφές των Ελλήνων, για τους
πρόσφυγες που σάπιζαν πεθαίνοντας στα παραπήγματα, για την εχθρότητα των
ντόπιων, για τη μακροχρόνια αφομοίωσή τους από την ελληνική κοινωνία και την
εγκατάλειψή τους από το κράτος που ως <<επίτευγμά του>> είχε μόνο
την πλήρη εξαθλίωσή τους.
Ο μπάρμπα Νικόλας έφευγε, πήγαινε σπίτι, καθόταν έξω
κοντά στην πόρτα και κοίταζε στη στροφή του δρόμου. Θυμόταν την Ανατολή, το
Εσκί Σεχίρ, το Σαγγάριο, τους νεκρούς, τις μάχες, τις φωνές, τις φωτιές και το
σακατεμένο πόδι του όταν ήταν ξαπλωμένος στο κρεβάτι του νοσοκομείου. Μιλούσε
και ξαναμιλούσε μόνος του, έφερνε στο μυαλό του τη γυναίκα και το γιο του και
κοίταζε το γιατρό που ψηλός με παχιά και ξανθιά μουστάκια, καβαλούσε το άλογο
και πήγαινε στα διπλανά χωριά να γιατρέψει τον κόσμο. Έπειτα σηκωνόταν, πήγαινε
με τα χίλια ζόρια κουτσαίνοντας στον κήπο, έσπερνε σπόρους στο χώμα, φύτευε
φυτά στις βραγιές και κλάδευε τους ξερούς κλώνους. Όταν τελείωνε πήγαινε στο
πίσω μέρος του σπιτιού και ξάπλωνε στη
<< μαρμαριά>> και λιαζόταν. Έστρωνε κάτω ένα σάλι, σκεπαζόταν με το
σακάκι του, κατέβαζε την τραγιάσκα μέχρι τα μάτια και τον έπαιρνε ο
ύπνος. Θυμόταν τη γυναίκα και το γιο
του, τους φανταζόταν ζωντανούς κι ευτυχισμένους, σκέψη κακή δεν έκανε πως
μπορούσε να ήταν πεθαμένοι. Πολλές φορές έβλεπε όνειρα, σφιγγόταν, τιναζόταν,
κουνούσε τα χέρια του, έλεγε ακατάληπτες λέξεις, βογκούσε και εκτόξευε κατάρες
και αναθέματα κατά την Ανατολή. Ώρες- ώρες σκεφτόταν μια φριχτή εικόνα από τη
νοσηλεία του, που τον ταρακουνούσε και έπεφτε για μέρες στα μαύρα πανιά,
αμίλητος και θλιμμένος. Την διηγιόταν
στο γιατρό κι εκείνος του ‘λεγε να πάψει να την θυμάται γιατί του ανέβαζε την
πίεση, του πείραζε την καρδιά και αδυνάτιζε τον οργανισμό του που ήταν σε κακά
χάλια και δεν άντεχε τις συγκινήσεις. Κινδύνευε η ζωή του και όφειλε να διώχνει
τους εφιάλτες. Αυτός όμως δεν μπορούσε να την διώξει ούτε στον ύπνο του αλλά
ούτε και στον ξύπνιο του.
Ήταν μια εικόνα από
τη νοσηλεία του στο νοσοκομείο έξω από το Εσκί Σεχίρ. Άξαφνα λέει, το
νοσοκομείο αναστατώθηκε από ουρλιαχτά που έκαναν τους αρρώστους να κιτρινίσουν
από το φόβο τους. Άκουγαν όλοι και κανένας δε μιλούσε. Νέκρα παντού
και ο παραμικρός θόρυβος δεν
ακουγόταν στους θαλάμους. Ακουγόταν μόνο αυτή η σκληριά που συμπύκνωνε όλη τη
θλίψη στο νοσοκομείο. Και τότε ακούστηκε η φωνή του γιατρού, που είπε στο νοσοκόμο: <<
Πήγαινε βρε παιδί μου, να δεις τι
συμβαίνει εκεί που έρχονται τα ουρλιαχτά!>>
Σε λίγο ο νοσοκόμος γυρνά και του λέει που τ’ άκουσαν όλοι οι νοσηλευόμενοι:
<< Δεν είναι τίποτα, μονάχα πριονίζουνε το πόδι ενός δεκανέα κοντά στο
γόνατο και πάνω στην εγχείρηση ξύπνησε ο τραυματίας>>. Μετά από μία ώρα
τον έφεραν μέσα στο θάλαμο. Τα θηριώδη ουρλιαχτά του δεκανέα συνέχιζαν για πολύ
ακόμα. Πέρασαν πολλές ώρες για να καταλαγιάσει να φωνάζει, νικημένος πια από
την κούραση και την εξάντληση. Κι όταν
του βάλανε κι άλλο ναρκωτικό στη μάσκα κοιμήθηκε σαν πουλάκι.
***
Ένα βράδυ που κοιμόταν ο μπάρμπα Νικόλας,
είδε ένα όνειρο. Ξύπνησε, άνοιξε με δυσκολία τα μάτια του, ένιωθε δυσφορία και
η φωνή του μόλις που έβγαινε. Είχε την αίσθηση πως πέθαινε και ζήτησε βοήθεια. Είχε
περάσει μικρό εγκεφαλικό, η πίεσή του είχε ανέβει, η καρδιά του χτυπούσε
άρρυθμα και το κουτσό του πόδι δεν το ένιωθε καθόλου. Έβαλε τα δυνατά του και σηκώθηκε να πάει στο
γιατρό να ζητήσει βοήθεια. Έριξε το πανωφόρι πάνω του, πήρε τη μαγκούρα
του και βγήκε. Το σκοτάδι πυκνό δεν
έβλεπε ούτε τη μύτη του. Τα σύννεφα
κρέμονταν στον ουρανό, μαύρα γεμάτα βροχή και φορτωμένα αστροπελέκια. Ο αέρας κρύος και δυνατός τον περόνιαζε ως τα
κόκαλα, η υγρασία του ‘κλεινε τα μάτια, ο δρόμος ολισθηρός κι αυτός να πηγαίνει
πότε από ‘δω και πότε από ‘κει. Δυσκολευόταν να περπατήσει κι αυτό τον κούραζε,
έτσι σταματούσε, έπαιρνε δυνάμεις και
πάλι ξεκινούσε.
Όταν έφτασε στην
πόρτα του λιτρουβειού, σταμάτησε, κοίταξε μέσα και φώναξε! << Κώστα,
καραβοκύρη, δεν είμαι καλά, έλα να με πας στο γιατρό!>> Κανείς δεν τον
άκουσε και συνέχισε σούρτα- φέρτα το δρόμο του. Η βροχή ξέσπασε, ο όγκος του
νερού του έφραξε το δρόμο και κάποια στιγμή λίγο έξω από το σπίτι του γιατρού
έπεσε. Κύλησε πάνω στις πέτρες και μετά κόλλησε στη λάσπη. Ο γιατρός άκουσε του βόγγους, φώναξε τους
εργάτες του λιτρουβειού και τον πήγαν σπίτι. Όσο να τον κοιτάξει, ο μπάρμπα Νικόλας έσβησε. Έσβησε μ’ εκείνη την
αγωνία που είχε στα μάτια, όταν καθόταν πάνω στην πέτρα κάτω από τη μουριά και
με το σουγιά του πελεκούσε την καινούρια μαγκούρα του, ίσωνε το ξύλο της και διόρθωνε τους ρόζους και τους φουσκωμένους
κόμπους.
ellinikoxronografima.blogspot.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου