ΧΡΟΝΟΓΡΑΦΗΜΑ
Γράφει ο Παν. Αντωνόπουλος
ΠΕΙΝΑ
Διορίστηκα σ’ ένα χωριό χωμένο σε λασπότοπο και με τα βουνά γύρω του θαμμένα μέσα στην πέτρα και τα γαϊδουράγκαθα. Η ζωή των κατοίκων τραχιά με τα μαραγκιασμένα μάγουλά τους όλη μέρα πάνω από τις αναβόλες να σκαλίζουν τη γη, τη λίγη χαρά τους ξοδεμένη στον καφενέ και την απολαβή τους σε λίγες κουταλιές τραχανά που κυλούσαν κάτω σαν κακός αέρας.
Το
σχολείο ερείπιο με τις σκισματιές τού
ασβέστη στους τοίχους αμπάλωτες, το <<
υπνοδωμάτιο >> χρόνους ν’ ασπριστεί,
τις πόρτες και τα παράθυρα να έχουν να
καινουργωθούν από τότε που το οίκημα
χτίστηκε συθέμελα. Η κουζινίτσα αυτοσχέδια
στο περβάζι του γραφείου με οικιακά
σκεύη ξεγάνωτα, φλιτζάνια ραγισμένα,
μπρίκια ξεχαρβαλωμένα και κουταλοπίρουνα
στοιχισμένα σε τραπέζι κουτσό.
Το
φαί σπαρτιάτικο. Πέντε μέρες ξηροφαγία,
το Σάββατο ρέγγο καψαλισμένο, την Κυριακή
ψάρι κονσέρβα. Στις εθνικές και τις
χριστιανικές γιορτές ένας παθημένος
της ανέχειας, μου ‘φερνε χόρτο βραστό.
Μου στόλιζε τη στράτα μου με λόγια
αστραφτερά να μου δώσει κουράγιο και
μ’ άφηνε τραβώντας για την κορυφή του
βουνού, κοιτώντας με σαν φυγόδικο.
Χωρίς
συντροφιά, γυρνούσα σαν μαντρόσκυλο
τους δρόμους, ζούσα στην απελέκητη
χωριάτικη ζωή, ορφανεμένος από πολιτισμό,
φαμελίτης της παρέας που ξεψάχνιζε
χαρτιά της τράπουλας και έπινε του
σκασμού ποτήρια φίσκα από ούζο. Έβλεπα
γουρούνια, γάτους, τράγους, άκουγα
γελάδες που μουγκάνιζαν, ερίφια που
βέλαζαν, ερωτύλους κριούς να εναποθέτουν
το σπόρο τους σε τετράπαχες προβατίνες.
Πνιγόμουν
στους θλιβερούς καπνούς της μοναξιάς,
ματωνόμουν στο στενό καμαρίνι της
αίθουσας. κομμάτιαζα το κέφι μου έτσι
πιασμένος
που ήμουν στο δόκανο τη ζωής, γινόμουν
σκιάχτρο όταν στούπωνα στο μυαλό μου
τις χαρές της ζωής που έχανα.
Μόνη
όαση φωτός τα
πουλιά της φράχτης και ο μπακάλης που
βρώμαγε σαρδέλα και τυρί. Δυο ξενύχτηδες
με καλές φωνές μου πρόσφεραν μουσική.
Κι ένας ζητιάνος με το ραβδί του να
χτυπάει τις πόρτες, έργο θεατρικό.
Όμως
δεν το κούνησα ρούπι από το χτικιασμένο
τούτο τόπο. Κι απ’ αυτό αλλά κι από
άλλους πολλούς για να ‘ρθει το πλήρωμα
του χρόνου να με στέψει παλιόγερο για
πέταμα. Έτσι << λόγω γήρατος >> πήρα
ψίχουλα σύνταξη, πόρο ζωής για τον
επιούσιο και για τα έξοδα της καθόδου
μου στον Άδη.
Και
τώρα με 1050 ευρώ ζω στενή ζωή και αναπνέω
κακό αέρα. Τα 900 πάνε σε χρέη και χαράτσια,
τα υπόλοιπα μένουν για το ρεβίθι. Γιατί
έτσι το ‘φερε η οργή. Να γίνω δασκαλάκι
κι όχι κλέφτης. Να γίνω αμνός κι όχι
λύκος. Νομοταγής κι όχι ληστής. Να πίνω
το καφεδάκι μου μισό και να τραγουδώ
ντιριντάχ ντιριντάχ στη χουγιαγμένη
μου ζωή, δείχνοντάς της τα εξώδικα σωρό.
Ως
πότε Έλληνες; Ως πότε θα βαστάξει το
γλέντι τους; Μας κούτιανε η φτώχεια και
δεν ξεσηκωνόμαστε; Ας αφήσουμε τον
καναπέ και ας θυμηθούμε το Ρήγα!
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου