Γράφει ο Παν. Αντωνόπουλος
Όλα
της τα χάδια μ’ άρεσαν. Όλες μου τις
τρέλες τις ανεχόταν. Κι όταν ήταν να με
μαλώσει το ‘κανε με τρυφερά μαλώματα.
Μωρό με νανούρισε όπως έλεγε η μάνα μου,
σπίθα κρυφή μου ‘ριχνε την αγάπη της
στην ψυχή μου.
Πάντα ντυμένη στο γκρίζο και μ’
ένα μαύρο τσεμπέρι ριγμένο στα μαλλιά.
Όταν
πήγα σχολείο χάρηκε. Άρχισε και με
ορμήνευε. <<
Έτσι βάστα το μολύβι κι όχι σαν πρόκα
στο μάτι του εχθρού σου. Τα γράμματα
κάνε τα ζωγραφιστά. Να μοιάζουνε ανθρώπινα
κι όχι κότας. Ορνιθοσκαλίσματα γράφουν
οι μπουνταλάδες, εσύ είσαι σοφός, πρέπει
να βάζεις γυαλιά στους δασκάλους σου
>>.
Μια
γλύκα ξεχωριστή είχαν τα
λόγια της. Χαμογελούσε τρυφερά, μιλούσε
ζεστά, μυαλωμένα, ποτέ αστόχαστα. <<
Το σχολείο και τα μάτια σου >> μου
‘λεγε. << Αν το παρατήσεις μαύρα σου
μακαρούνια. Θα ξεπαστρέψεις τη ζωή σου,
θα χαραμιστείς. Κοίτα μένα πώς τυραννιέμαι,
όλη μέρα ως το γόνατο στη λάσπη και χαϊρι
δεν είδα. Σκλάβα είμαι και όλα μου τα
μέλη χαλασμένα. Μ’ έφαγε τούτο το χώμα,
με ‘κανε περιγέλιο του καθενός η μίζερη
αλφαβήτα μου >>.
Όταν
διάβαζα μύθους αισωπικούς κι έσκυβα
πάνω από τα βιβλία μου, μου ‘λεγε με το
μάτι της ζωηρό: << Φτου σου, λεβέντη
μου! Πάλι με το βιβλίο τα ‘βαλες! Να
γίνεις μεγάλος και τρανός σου εύχομαι
σαν τον Περικλή της Αθήνας! Τούτη είναι
η ευχή μου! >>
Αχ,
θεια μου! Τα θυμάμαι όλα τα καλούδια που
είχες στο παλατάκι σου
τώρα που η κρίση μας σκελέτωσε και τα
νοσταλγώ. Τον κήπο σου με το χορτάρι
του, τα χρυσολούλουδα που τον στεφάνωναν,
τις γαριφαλιές στις γλάστρες, τις
βιγώνιες στις μπικιώνες, τους βασιλικούς
σου και το αεράκι το σιγαλό που χάιδευε
τις κουρτίνες στα παράθυρα υφασμένες
με τα χεράκια σου στον αργαλειό.
Δεν
καθόσουν ποτέ στη γωνιά σου. Αποθυμούσες
τον Αι- Βλάση και σκαρφάλωνες. Επέστρεφες
ζαλιά τα ξύλα και τα σπάρτα. Μάτσο τη
ρίγανη, αγκαλιές το θρούμπι και τις
πιπερόριζες. Στο
σακούλι τα σαλιγκάρια και στην ποδιά
τις λαψάνες.
Στην
Μποστανιά τι γέλια που πατούσαμε! Τι
κουβέντα κάναμε, όταν τρώγαμε το καρβέλι
σου το ζεστό! Μας έλεγες και μας σερβίριζες
το σκαλιστήρι ν’ ανοίξουμε αυλάκι να
βγάλουμε το κοκκάρι: << Ντροπαλός ο
διακονιάρης έχει το σακούλι του άδειο
>>. Θεια μου και το δικό σου ήταν
γεμάτο. Και το αμπάρι σου στάρι, το
κιούπι σου λάδι, ο τέντζερής σου φασολάδα,
το βάζο σου γλυκό του κουταλιού.
Το
γουρούνι σου το καλύτερο στο χωριό.
Θρεμμένο με βελανίδι, και πίτουρα, ζύγιζε
εκατόν είκοσι κιλά, όλο ψαχνό και
κριτσιμάδι. Οι ομματιές σου με άρωμα
καυκαλήθρας και οι τσιγαρίδες σου,
νόστιμες, λουκούμι.
Όλα
τα θυμήθηκα θεια μου Πραξώ, τώρα τις
αποκριές. Τώρα που η πατρίς χρεοκόπησε
και η ζωή μας τρίβεται σε γυαλιά κοφτερά.
Τώρα που οι σκώληκες της εξουσίας
πλήθυναν μαζί με τα περιττώματά τους.
Κι έχουν γίνει σιχάματα που μας απομυζούν
το αίμα και τα λιγοστά ευρώ μας.
ΚΩΣΤΑ ΚΑΠΕΛΟΥΖΟΥ
ΑπάντησηΔιαγραφήΚΕΙΜΕΝΟΔΙΦΙΚΗ ΙΧΝΗΛΑΣΙΑ ΣΤΟ ΧΡΟΝΟΓΡΑΦΗΜΑ ΤΟΥ ΠΑΝ. ΑΝΤΩΝΟΠΟΥΛΟΥ
“ΘΕΙΑ ΠΡΑΞΩ”
Ευάνεμη γραφή, γιομάτη βουνίσια αύρα που μας ταξιδεύει σε αλλοτινούς καιρούς, τότε... που η φτώχεια, ήταν ντυμένη με τη λιόχαρη αυγή και κύλαγε κελαηδιστή με τη γλυκιά καλημέρα και την παντοδύναμη πνοή του Λόγου, τη σοφή, που μένει ως τις μέρες μας ανάσυρτη, να καίει σαν τη φωτιά μες την ψυχή μας.
Μας φέρνεις την πυρή χαρά στα στήθια μας-εικόνα μυστική-χρονογράφε μου Παν. και μας μελωδείς με την πένα σου τα χρόνια μας τα παιδικά , τα όμορφα, τ’ ανεπανάληπτα, τότε...που το κανίσκι της ζωής μας ευωδίαζε από την ξενοιασιά φωτισμένο από το φεγγαρόφωτο, τότε... που ακουμπώντας το χέρι πάνω στον ώμο του αδερφού, οργώναμε σαν το ζευγά με τις φουσκωμένες φλέβες μας τη ζωή.
Τώρα, πεταλούδα μοναχή η ζωή μας, ταξιδεύει σε καιρούς άγονους όπου η πίκρα κρέμεται στα χείλη μας και μια καταχνιά θαμποχωρίζει τη ζωή μας από την ελπίδα.
Η θεία Πραξώ δε βοηθάει τη γέννα της Πατρίδας,ούτε τα άγια βρέφη-τα παιδιά της- που διψούν για ζωή αναζητώντας την τύχη τους, στα ξένα. Το λάλημα των πετεινών δεν αποκρένεται στις ανάγκες των ανθρώπων, γιατί το σκότος είναι βαθύ κι η άβυσσος γεμάτη ξεχασμένους πόθους. Κι όμως, υπάρχουν ακόμα θείες “Πραξώ” σε κάποια ερημωμένα χωριά της Πατρίδας που κανακεύουν τα ελάχιστα παιδιά που υπάρχουν διδάσκοντας με τον τρόπο τους τις αξίες της ζωής διατηρώντας τις παραδόσεις.
Μεθυσμένος από το μέλι των ανθών του χρονογραφήματός σου, ξαναγύρισα μέσα από το θάμπος των χρόνων στα παιδικά μας χρόνια, και με λουσμένη την ψυχή, ήπια το ιερό ποτό, Κυκεώνα, για να δεχθεί ως τα βάθη η καρδιά μου την οργωμένη σου σπορά και να λουστεί με τον αχνό της δύναμης της θείας Πραξώ.