ΔΙΗΓΗΜΑ
Γράφει ο Παν. Αντωνόπουλος
Εκεί
ειπώθηκε αυτή η ιστορία. Στην ταβέρνα
της αποβάθρας << Το κύμα >> που
αναδυόταν σαν μεγάλο χρυσό κοχύλι στη
στιλπνή άμμο στο λιμάνι της Κυπαρισσίας,
τη δεκαετία του ογδόντα. Και ειπώθηκε
θαρραλέα μεν αλλά με μια μνήμη που
προερχόταν από σαπισμένη εποχή και που
έπρεπε να ‘χε λησμονηθεί με το σκεπτικό
ενός αφορισμένου και προδομένου έρωτα.
Είμαστε
πέντε, δεμένοι μεταξύ μας και κουτσοπίναμε
τα βράδια με σκοπό όχι να μεθύσουμε αλλά
να βρούμε την ευκαιρία τής διήγησης που
με τη σχολαστική θωπεία της θα μας
έδιωχνε για λίγο από την αργόσυρτη και
βαριά ζωή τής επαρχιακής πόλης.
Γιατί
πρέπει να ομολογήσω πως όση δύναμη κι
αν είχαμε μέσα μας δεν μπορούσαμε να
αντισταθούμε στο πνευματικό σκοτάδι
που αιωρούταν στον αέρα που αναπνέαμε
και για να μην αλωθούμε από το σκουπιδαριό
του κάναμε αυτές τις συντροφιές, τις
φτιαγμένες από τρυφερότητα και φιλία.
Η
ταβέρνα αυτή αποθησαύριζε συγκινήσεις
των ταπεινών ανθρώπων που κάλπαζε η
φαντασία τους και ήθελαν λέγοντας
ιστορίες να ξεφύγουν από τον ανιαρό
εαυτό τους. Με τον καιρό όμως οι
μυθοπλαστικές αστείες ιστορίες μάς
κούρασαν και ο κυρ Λάκης, συνταξιούχος
καπετάνιος, έριξε την ιδέα να λέμε
αληθινές ιστορίες, πνευματικά και
αθάνατα γεγονότα, όπως τις χαρακτήριζε,
ακόμα και ιστορίες με σαρκικά και ψυχικά
αμαρτήματα για να μας θέλγουν και να
δίνουν και κάποιες πληροφορίες από τη
διαδρομή τού χρόνου που διανύσαμε στη
ζωή.
Ο
ίδιος δεν είχε κανένα πρόβλημα να πει
κάτι που θα διαπόμπευε τη ζωή του. Κι
όταν έλεγε τις ιστορίες του όλοι μας
καταλαβαίναμε πως τις διάνθιζε και με
προσωπικά του αληθινά βιώματα, που μας
έκανε να κοκκινίζουμε ενώ ο ίδιος τις
χαιρόταν και τις απολάμβανε. Ενίοτε
ήταν τόσο βλάσφημος στην εξιστόρηση
γεγονότων από τη μικρή μας κοινωνία,
που διαμαρτυρόμαστε πως θίγονταν πρόσωπα
της πόλης που ζούσαμε κι αυτό ήταν
ανέντιμο. Αυτός όχι μόνο δεν μας άκουγε
αλλά έβγαζε από το σεντούκι της μνήμης
του πιο προωθημένες και ζωντανές ιστορίες
τής πόλης που ήταν πρωταγωνιστής κι ένα
παρά δεν έδινε για τις δικές μας ενστάσεις.
Και
τον θαυμάζαμε. Ώσπου ένα βράδυ μας είπε
μια ιστορία με τη Βάνια, μια πλούσια
κόρη προεξάρχοντος προσώπου της πόλης
που την ταπείνωσε. Και πως κι αυτή έκανε
το ίδιο και τον ταπείνωσε για να την
εγκαταλείψει αλλά αυτό του στοίχισε
πολύ. Την αγαπούσε μας είπε τρελά και
όσο ήταν μαζί είχαν μια φρενήρη ερωτική
ιστορία. Αλλά ο κυρ Λάκης ήταν ψημένος
στη ζωή και στο τέλος τής ιστορίας αφού
εξιστόρησε όλες τις ατιμίες και τις
προστυχιές που του έκανε,
έμοιαζε να είχε πει όχι μια ιστορία
πόνου αλλά κάποιο κουτσομπολιό για μια
κοινή γυναίκα. Έτσι όταν ήρθε η σειρά
μου το άλλο βράδυ να πω την ιστορία μου,
την ιστορία της Τάνιας, άρχισα ενθουσιώδης,
αγέρωχος και αποφασιστικός να του
μοιάσω. Και να τι είπα:
<<
Αγαπούσα την Τάνια με πάθος, σαν θεά.
Στις δεκατέσσερις Σεπτεμβρίου του
περασμένου έτους του Σταυρού, πήγα το
πρωί στην Ευαγγελίστρια ν’ ανάψω ένα
κερί. Το έκανα και βγήκα έξω. Άρχισα να
βηματίζω αργά- αργά ανάμεσα στις παράγκες
χαζεύοντας με τα εμπορεύματα και τις
αστείες και λαϊκές συμπεριφορές τού
κόσμου και των πωλητών. Φτάνοντας στο
τέρμα τού δρόμου είδα μπροστά μου τον
απέραντο ελαιώνα και μια έλξη μ’ έκανε
να συνεχίσω την πορεία μου και να τον
χαρώ.
Σαν
απομακρύνθηκα όμως λίγα βήματα από το
χώρο τού πανηγυριού είδα την Τάνια στο
αριστερό μέρος τού δρόμου να βαδίζει
με βήμα γοργό και πηδηχτό προς την έξοδο
της πόλης. Αμέσως την πήρα από πίσω κι
άρχισα να την παρακολουθώ. Αυτή συνέχιζε
να προχωρά και με βήματα που όσο
απομακρυνόταν γίνονταν πιο γρήγορα,
διήνυσε μια απόσταση πεντακοσίων μέτρων
και σταμάτησε στην είσοδο ενός πέτρινου
σπιτιού.
Γνώριζα
σε ποιον ανήκε. Μ’ έφαγαν τα φίδια και
η καρδιά μου χτυπούσε γρήγορα. << Η
πρόστυχη, έχει ραντεβού μαζί του >>
σκέφτηκα τρέμοντας σύγκορμος ενώ λίγο
έλειψε να πέσω κάτω. Έστω και με λυγισμένα
πόδια την ακολούθησα και κρύφτηκα σ΄
ένα θάμνο θαλερό. Πέρασε την εξώπορτα
και μπήκε στην αυλή. Πλησίασε την πόρτα
τού σπιτιού, έριξε ανήσυχη ματιά γύρω
της και χτύπησε με δύναμη τα πόδια της
κάτω. Κι όταν σιγουρεύτηκε πως κανένα
μάτι δεν την είδε, έσπρωξε την πόρτα,
γλίστρησε μέσα και την έκλεισε. Ύστερα
δεν μπορούσα να δω τίποτα.
Μέσα
λοιπόν, για να προλάβω τη φαντασία σας,
την περίμενε ο εραστής της. Αγκαλιάστηκαν
με πάθος κι έπεσαν σαν άγρια θηρία στο
κρεβάτι. Φαίνεται πως σ’ αυτό το σπίτι
οι δυο εραστές έσμιγαν ταχτικά κι άλλες
φορές και ανακούφιζαν τις αμαρτωλές
σάρκες τους από τη φωτιά του πάθους τους
κι εγώ το αγνοούσα. Ήταν το κρησφύγετό
τους και δεν το γνώριζα. Οι θυελλώδεις
ερωτικές σκηνές που εξελίσσονταν εκεί
μέσα ήταν πέρα από τη φαντασία μου. Εγώ
συμφιλιωμένος με την αγάπη μου για τη
γυναίκα αυτή πίστευα πως την είχα
κερδίσει και δεν ξόδευα λίγο χρόνο να
σκεφτώ για τις δηλητηριώδεις πράξεις
της που μου έκανε πισώπλατα. Όταν όμως
την είδα κολλημένη σαν βδέλλα στο κορμί
τού αντιζήλου μου κατάλαβα πόσο πρόστυχη
ήταν αυτή και η ζωή της >>.
Αναστέναξα
και σιώπησα. Από το παράθυρο ένα φεγγάρι
αγαπημένο έκανε τα νερά τού κόλπου να
φωσφορίζουν. Ο κυρ Λάκης μαγεμένος από
την ιστορία μου όπως και οι άλλοι πίστεψαν
πως θα σταματούσα και δε θα την έβγαζα
πέρα. Ίσως και να είδαν υγρά τα μάτια
μου. Ο καπετάνιος που είχε φάει τη ζωή
και τη θάλασσα με το κουτάλι μού έγνεψε
να μη λιγοψυχήσω.
--- Πες
τα λεβέντη μου! ψιθύρισε. Πες τα να
λυτρωθείς…
Συνέχισα:
<<
Έτσι αφού δεν έβλεπα τίποτα από τη θέση
μου, μπήκα μέσα στην αυλή και με κάθε
προφύλαξη πήγα νότια του σπιτιού, στο
μέρος που φαινόταν η άκρη από το παντζούρι
τού ανοικτού παράθυρου. Προσέχοντας να
μην κάνω καμιά αδέξια κίνηση και προδοθώ
από το θόρυβο, πλησίασα το παράθυρο και
σηκώνοντας τα πόδια μου στις μύτες των
δαχτύλων μου, κοίταξα μέσα. Το παραθυρόφυλλο
όπως είπα, ήταν ελαφρώς ανοιχτό και ο
αέρας τού δρόμου που έμπαινε με δύναμη
έκανε τη χοντρή κουρτίνα να στροβιλιστεί
και να παραμεριστεί όσο χρειαζόταν
μπροστά μου. Και τότε είδα τη γυναίκα
που αγαπούσα τρελά, τη θεά μου να δίνει
το κορμί της στο βδελυρό οικοδεσπότη!
Η
σκηνή ήταν τόσο σκληρή και δυσάρεστη
που μου κόπηκαν τα πόδια ενώ ένιωσα
αηδία, μίσος και ζήλια για τους δυο
εραστές. Ζαλίστηκα για λίγο αλλά ευτυχώς
έμεινα όρθιος χωρίς να πέσω. Όμως καλού
κακού στηρίχτηκα στον τοίχο και δεν
έφυγα από κοντά του παρά μόνο σαν συνήλθα.
Τότε έριξα πάλι μια θαμπωμένη ματιά
μέσα και πάλι σας το λέω, την είδα να
‘ναι όπως και πριν ζαλιστώ, στην αγκαλιά
του και να δέχεται με αχόρταγο και τρελό
πάθος την είσοδο τού κορμιού του μέσα
της. Κι αμέσως σκοτείνιασε ο κόσμος γύρω
μου και εγκατέλειψα την παράσταση
τρέχοντας έξω από το αμαρτωλό σπίτι να
λυτρωθώ.
Όμως
μια κραυγή ευχαρίστησης και ηδονής
ξέφυγε από τα χείλη τής Τάνιας κι έφτασε
στ’ αυτιά μου λίγο πριν βγω στο δρόμο
και αφήσω πίσω το κολαστήριο των ψυχών
τους. Η κραυγή της μου τρύπησε σαν κοφτερό
λεπίδι την καρδιά μου και πόνεσα πολύ.
Σταμάτησα ενώ η ζήλια που με κυρίεψε
ξανά μου ζήτησε εκδίκηση μέσα στο άρρωστο
μυαλό μου. << Θα τους σφάξω και τους
δυο! >> σκέφτηκα και σύροντας το
μαχαίρι από την πίσω τσέπη τού παντελονιού
μου όρμησα με τη λάμα να σκίζει τον αέρα
προς την πόρτα. Λίγο αν την έσπρωχνα θα
‘μπαινα μέσα.
Ποιος
καλός Θεός όμως με συγκράτησε; Αθόρυβα
πια αλλά τρέμοντας, έβαλα το μαχαίρι
στην τσέπη κι έγειρα την πλάτη στον
τοίχο. Αφού έμεινα για λίγο συνοφρυωμένος
μέσα στη σκοτεινιά μου έφυγα με βήμα
γοργό >>.
Είχαν
ξεραθεί τα χείλη μου, στο στέρνο μου η
ανάσα μου έσβηνε. Με πονούσε η σάρκα μου
και παλιωμένες σκηνές από τη ζωή τής
Τάνιας έριξαν την κρύα ανάσα τους πάνω
μου. Πώς να ήμουν άραγε; Αυτό έκανε τον
καπετάνιο να ακουμπήσει το δεξί του
χέρι στο πόδι μου και να μου πει με τη
φωνή του ανάλαφρη σαν πέταγμα πεταλούδας:
---
Τελείωσες, παλικάρι μου; Μπράβο σου! Εσύ
όμως δείχνεις να υποφέρεις… Τόσο αληθινή
είναι η ιστορία σου;
<<
Φτάνοντας στο σπίτι δεν ένιωθα καλά και
ξάπλωσα. Είχα δυνατούς πονοκεφάλους,
είχα ιδρώσει και ξέσπασα σε λυγμούς ενώ
δάκρυα κυλούσαν στα μάγουλά μου. Οι
σκέψεις που μου έρχονταν στο νου με
βασάνιζαν και μ’ έκαναν κουρέλι. Όσο
περνούσε η ώρα γινόμουν ερείπιο, κατέρρεα
και περίμενα τη λύτρωση στη μεγαλοψυχία
τού εγκεφαλικού ή του εμφράγματος. Τη
λύτρωση από το δαίμονα που άκουγε στο
όνομα Τάνια >>.
---
Πόσοι έχουν πριονίσει τη ζωή τους απ’
τις μέγαιρες παλικάρι μου… ψιθύρισε ο
καπετάνιος, νομίζοντας πως ήταν το
φινάλε τής ιστορίας μου και ήπιε μια
καταψιά από το κόκκινο κρασί στο ποτήρι
του.
Εγώ
συνέχισα:
<<
Έκανα μια υπερπροσπάθεια και σηκώθηκα.
Ήπια ένα ποτήρι νερό με δυο ηρεμιστικά
και με στωική υπομονή περίμενα την
ανακούφισή μου από τη δράση τους. Σε
λίγο τα σημάδια της ανάρρωσης ήρθαν.
Κάθισα στο γραφείο μου και ήρεμος αλλά
εξαντλημένος κοιτάζοντας έξω το
φθινοπωρινό μούχρωμα, σκέφτηκα πως ό,τι
και να ‘κανα εδώ που έφτασαν τα πράγματα
με την Τάνια να με απατήσει ξεδιάντροπα,
δεν ήταν δυνατόν να τα βρούμε με την
κόμισσα. Κι αυτό μου έφερε μελαγχολία.
Όμως ένιωθα και παράξενη χαρά που είχα
αποφύγει το έγκλημα. << Ευτυχώς που
συγκρατήθηκα! >> ψέλλισα. << Αν το
έκανα θα έπαυα ν’ ακούω τον κελαηδισμό
της ζωής, αυτής της τρισκότεινης πια
ζωής που ξανοιγόταν μπροστά μου >>.
Ησυχία.
---
Όποιος πνίγεται δε φωνάζει πάντα βοήθεια!
είπε ο κυρ Λάκης και το πρόσωπό του
έλαμψε σαν σμάλτο. Μπράβο σου παλικάρι
μου! Άγλυκο δρομολόγιο η ιστορία σου
αλλά την έβγαλες πέρα! Και αληθινή! Όμως
σαν να είσαι άρρωστος… Τρέμεις ή έτσι
μου φαίνεται;
Εκεί
προς τη θάλασσα του Ιονίου απλώθηκε ένα
γαλακτερό χρώμα. Φάνηκαν δυο μάτια και
μια σελήνη διπλή. Πίσω τους οι πεθαμένες
μέρες μου με την Τάνια έχυναν το σαπισμένο
τους υλικό. Και κάτω στην επιφάνεια του
νερού τα αγκαλιάσματά μας, σκοτεινά
πια, γύρευαν τον πνιγμό τους.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου