Τετάρτη 12 Μαρτίου 2014

Η φούσκα

Γράφει ο Παν. Αντωνόπουλος

                  Στα δίσεκτα παιδικά μας χρόνια τις μέρες μας κανένα ροδόφυλλο δεν τις στόλιζε και οι νύχτες μας ήταν χωρίς χρυσομέταξα μαλλιά και γεμάτες σκιάχτρα και πληγωμένα αστέρια. Όμως οι καρδιές μας πήδαγαν στα στήθια μας να διατηρήσουν τη ζώσα φλόγα του μικρού ήλιου που ανέτειλε και χανόταν σαν διαλυμένος κομήτης.
                  Και του Τριωδίου ερχομένου ένας τέτοιος αρρωστούλης ήλιος σκόρπαγε την καταχνιά από τη γειτονιά, μάς έβγαζε το χοντρό ρούχο και ζεστούληδες σκαρίζαμε σαν τα σαλιγκάρια στη χλόη ύστερα από τη βροχή. Οι αποκριές είχαν υπογράψει το τέλος των χοίρων και δήμιοι οικοδεσπότες με τα μαχαίρια στα χέρια έκοβαν από έναν – έναν τον καρούντζο. Εμείς που τα παιχνίδια μας ήταν αναπαρμένα από χέρι τσιφούτικο και σκληρό σαν σίδερο, σκυφτοί πάνω από το σφαχτό με βλέμμα δριμύ, στον όλεθρό του ξεθάβαμε από την κοιλιακή του χώρα λαφυράκι ατίμητο.
                 Τούτο το λαφυράκι το βαπτισμένο από την ιατρική << ουροδόχο κύστη >> εμείς το ξέραμε με το παρανόμι του, << φούσκα >>. Επεξεργασία ύστερα σε βυρσοδεψείο ερασιτεχνικό και το ζωικό όργανο γινόταν μπάλα. Δική μας πια, τη λατρεύαμε σαν θεά και  την είχαμε λάμπουσα ερωμένη μας και καταφύγιο της δαρμένης μας ζωής.
                Την ντύναμε με τα κουρέλια της παιδικής μας ψυχής και τη νανουρίζαμε με τους θρόες τις ζεστής αναπνοή μας. Στη σκόνη του σύννεφου της αλάνας το αναίσθητο κρύο των σπλάχνων μας ζεσταινόταν στις χαραγματιές που άφηναν οι κλότσοι μας στο λασπωμένο σώμα της. Και τρέχαμε σαν τα ελάφια, για το αγρίλι του Ηρακλέα, για να κυλήσει μέσα μας το ξανθό κρασί της μέθης και να ποτίσει την ερημιά μας.  Μια  ζωοδότα χαρά μας συνέπαιρνε, ένας σταυραετός μας σήκωνε και μας ανέμιζε στις πιο ψηλές κορφούλες.
                Την σήμερον ημέρα οι αλάνες είναι άδειες, το κλοτσοσκούφι σπανίζει, οι δρόμοι χωρίς της νεότητας το θείο νέκταρ. Οι νεολαίοι αθλούνται σε γυμναστήρια, οι νέες σε ινστιτούτα καλλονής, οι πλουσιόπαιδες σε οίκους άθλησης με τη φροντίδα Φιλιππινέζας ζουμερής.  Τα γουρούνια δίνουν τις κύστες τους για ορεκτικό των σκύλων, οι παίδες αναλίσκονται να παίζουν παιχνίδια που τα κατεβάζουν από ένδοξες σελίδες του internet. Τις γουρουνοφωνές δεν τις ξέρουν και τις υπάρξεις των χοίρων τις βλέπουν ζωγραφιστές στις σελίδες του βιβλίου.
            Μνήμη λαμπερόχρωμη! Σ’ του χοίρου τη φούσκα οφείλω τα γραφέντα και τη συγκίνηση που μου ‘φερε το αγρίμι αεράκι. Όπως και σε σας που θα διαβάσετε το χρονογράφημα. Γιατί κάποιο φυλλαράκι  ανεμώνης θα σας συντροφεύει απ’ τα παλιά.
                    ellinikoxronografima.blogspot.gr
   .

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου