Γράφει ο Παν. Αντωνόπουλος
Αιμάσσων στην ψυχή,
βλέποντας τους πατριώτες μου να τρώνε στους δρόμους μπισκότο και φρυγανιά που
<< ξάφρισαν >> απ’ το σούπερ μάρκετ της γειτονιάς, κόβω τις
ρουφηξιές του σκέτου μου και αυτοτιμωρούμαι με αποχή από το υπόλοιπο του
περιεχομένου.
<< Κλέβουν και
τρώνε ότι βρούνε μέσα στα ράφια των σούπερ μάρκετ, η πείνα χτυπάει κόκκινο και
στην επαρχία>> εμποιεί με το λόγο
του ένας << απελέκητος >> στο διπλανό τραπέζι και σφραγίζει το λογύδριό
του περί πείνας με τούτο το σοφό και αστείο: << Σαν πάρει τ’ αυτί τους
πως τα κόκαλά μας είναι γερά, θα μας ξεκοκαλίσουν οι φάρες του κερατά, θα μας
τα πάρουν! >>
Τούτος άφηνε το λαϊκό
ευωδιαστό του λόγο και το γκαρσόνι μούσκεμα, κουβαλούσε το φορτωμένο δίσκο σαν
μέρμηγκας. Το λιοπύρι καυτό, ο ιδρώτας ρύαξ στο μέτωπό του, οι παραγγελιές η
μία πίσω από την άλλη σαν ρουκέτες. Όταν ο αισθητήρας του άναβε αλάρμ, άδειαζε
ένα μπουκάλι εμφιαλωμένο νερό στο κεφάλι και συνερχόταν. Ύστερα συνέχιζε το αλώνισμα
πέρα δώθε πέρα δώθε σαν πιγκουίνος. Στο ελαφρύ φορτίο κούτσαινε, στο βαρύ έβαζε το χέρι στη μέση. Έτριβε το λειψό
σπόνδυλο και καρτέραγε λίγο την ανακούφιση. Όταν ερχόταν έκανε πάλι το βάδισμα του πιγκουίνου, μία από ‘δω
μία από ‘κει.
Στον ίδιο δρόμο ένας κατηφής
και βουρκωμένος οδηγός, τροφοδοτούσε το ζαχαροπλαστείο. Το μαύρο μάτι του
έπαιζε και κουβαλούσε, κουτιά στην αγκαλιά, ντάνες στο καρότσι. Πόσους άραγε να
τάιζε με τα ψίχουλα που του ‘δινε ο παχύσαρκος εργοδότης του;
Σε λίγο στο σκληρό τούτο
κόσμο της φωτιάς, ήρθε και το αγροτικό. Χώθηκε εισηγμένο με το << έτσι
γουστάρω >> σφήνα εκεί που δε χώραγε με τη μούρη στο πεζοδρόμιο και την
καρότσα στη λωρίδα του δρόμου. Ξεφόρτωσε δυο ωραίους. Μια κορούλα δώδεκα χρονών
κι ένα εικοσάχρονο μελαψό. Στο άψε σβήσε κρέμασαν στους ώμους τις πλεξούδες με
τα σκόρδα και σκόρπισαν πηγαίνοντας από τραπέζι σε τραπέζι. << έξι ευρώ
τέσσερις >> παρακαλούσε με
μοσχοβολημένη φωνούλα η μικρούλα, ένα αγριμάκι λερωμένο με μάτι αγκάθι και το
μικρό αμάραντο κόρφο της να σαλεύει άταχτος. Όταν δεν έπαιρνες, στεκόταν σαν
κλαράκι έτοιμο να σπάσει και επέμενε: << Πάρε καλέ, κύριε, γιατί το βράδυ
πέφτει λόρδα στο σπίτι. Δέκα ζούμε σε μια καλύβη, ποιος να πρωτοχορτάσει με το
επίδομα της τυφλής μάνας μας >>.
Σ’ όλο το περήφανο
τετράγωνο έτσι βγάζει το ψωμάκι του ο κοσμάκης. Και σ‘ όλα τα τετράγωνα της
πατρίδας. Σ’ όλα τα αγροτεμάχια της Θεσσαλίας, στους κάμπους της Μανωλάδας, στα
διάσελα, στις φάμπρικες, και στα λιμάνια. Πότε με την κάψα στο κεφάλι και πότε με τον άγριο
πουνέντε. Το κορμί σκοτωμένο, το σπαθί στο κόκαλο, το ψωμί λιγοστό. Κι από πάνω
τα σκουριασμένα σκεύη της εξουσίας να φτύνουν στο χυμένο αίμα και τον ιδρώτα
του κάθε άμοιρου.
Μόνη έννοια τους να μη
σβήσει η φλογίτσα στο βουλευτικό κεράκι τους. Με παχυλούς μισθούς, τουρλωτές
συντάξεις κοτεράκια στο Αιγαίο, με τη συναγρίδα μέρα νύχτα στο πιάτο τους. Και
συ Ελλαδίτσα, κοιμήσου! Ραγιά Έλληνα ζήσε στην άχαρη ερημιά σου! Ως πότε!
ellinikoxronografima.blogspot.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου