Γράφει ο Παν. Αντωνόπουλος
Κυψέλη το δημόσιο. Τροφοδοτεί
τα χαρτένια όνειρα των νέων, επουλώνει πληγές της φτώχειας τους όταν περάσουν
το κατώφλι του, θαμπίζουν οι νύχτες τους από το αστεράκι της μονιμότητας που
τους φωτίζει, σπιθίζουν οι αυγές τους από το γλίσχρο μισθό που τους
φιλοδωρεί. Δουλεύουν και τους ραντίζει η
ανάβρα της ευτυχίας, ντύνονται με την εθνική στολή του φυλακισμένου στο κάτεργο
της εξουσίας, λιώνουν και σαπίζουν τριανταπέντε χρόνια δεμένοι με λουριά στις
φάκες του δημοσίου υπόκοσμου.
Σ’ αυτό το μαγαζάκι
φώλιασα κι εγώ. Είδα κυρίες υπάλληλους με φτερά στο καπέλο, δράκους γραφιάδες,
να έχουν γραμμένη ανεξίτηλη στο στήθος την υποταγή στο κίβδηλο κόμμα, χαμερπείς
σκύλους γραμματείς αλειμμένους με σάλια να ξεσκονίζουν τα παπούτσια των προϊσταμένων.
Είδα και χαλβάδες, διοικητικά χαϊβάνια, τρόπος του λέγειν με τούρκικα φέσια στο κεφάλι να υπογράφουν, να σκουπίζουν με τη γλώσσα τους το πάτωμα, να χώνονται σαν σερπετά σκουλήκια από γραφείο σε γραφείο, να κάνουν κλήσεις πονηρές στις τουαλέτες διπλωμένοι με λερωμένα χαρτιά υγείας.
Είδα και χαλβάδες, διοικητικά χαϊβάνια, τρόπος του λέγειν με τούρκικα φέσια στο κεφάλι να υπογράφουν, να σκουπίζουν με τη γλώσσα τους το πάτωμα, να χώνονται σαν σερπετά σκουλήκια από γραφείο σε γραφείο, να κάνουν κλήσεις πονηρές στις τουαλέτες διπλωμένοι με λερωμένα χαρτιά υγείας.
Βρικόλακες, λείψανα
φριχτά με κάρα αδειανή και μάτι θολό, οχιάς. Λιμασμένοι λύκοι γύρω και μέσα στο
μαντρί. Όλη τη λύσσα τους την ξερνούσαν σ’ ανθρώπους και χαρτιά. Σε αποφάσεις
οργής και διατάξεις βουτηγμένες στο μελάνι με το απόστημα της διαφθοράς.
Ένας τέτοιος ήταν και
ο φιλόλογός μου. Με ρήμαξε στις σφαλιάρες και μου ‘πε: << Είμ’ Οδυσσεύς
Λαερτιάδης, ος πάσι δόλοισιν ανθρώποισι μέλω, και μευ κλέος ουρανόν ίκει … >> <<Θέλω ερμηνεία! >> Του την είπα
φαρσί. Άνοιξε τον κατάλογο, μου’ βαλε ένα δέκα και μ’ έστειλε από τότε να
βυζάξω το γάλα της στέρφας ζωής που με περίμενε. Ο βαθμός μου την προηγούμενη
χρονιά ήταν λίαν κολακευτικός. Δέκα επτά παρακαλώ! Πού το βρήκε το δέκα ο
ταγματασφαλίτης και μου το κούρνιασε;
Ήξερε πως είχα
μεγαλώσει με κούμαρο, την τύλωνα με καβούρια και το καρβέλι στο σακούλι που μου
ερχόταν από τη Μουριατάδα, κόλλαγε στον κατήφορο στους Μύλους τις μέρες της νεροποντής. Ακόμη είχε μυριστεί
ο αρουραίος τούτος του δημοσίου πως είχα σταυρό βαρύ, μυαλό ξυράφι και μέλλον
ευοίωνο. Φοβήθηκε ο κερατάς μη γίνω αστεράκι και φωτίσω την ξεζωμένη κοινωνία
και με ξέκανε! Ο ξεπεσμένος δημόσιος
δερβίσης! Όπου ήθελε έβαζε το είκοσι και όπου γούσταρε το εφτά. Πήλινος και
ανάπηρος, Βαφτισμένος από το διάβολο και υιοθετημένος από κράτος για όλη εκείνη
την παρέα του μαζοχυλού του.
ellinikoxronografima.blogspot.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου