Γράφει ο Παν. Αντωνόπουλος
Στους πίσω καιρούς μας
δεν είχαμε κανάλια να μας πουν τον καιρό με κόρες βγαλμένες από λουτρό και
μουσκεμένες με Versace Bright Crystal! Τις φουρτούνες τις βλέπαμε να ξεκοτσάρουν από τα
ουρανοθέμελα του Κατάκωλου, το αγριοκαίρι να βρυχιέται ξυρίζοντας τη σεβαστή
γενειάδα του Ψυχρού. Από καύσωνες το πετσί μας δεν χαμπάριαζε, αν το παράκαναν
και μας έψηναν, κερί ανάβαμε στον Αϊ- Γιώργη τον καβαλάρη και τους σκόρπιζε.
Άσε που μας έκαναν
σκλαβάκια τους, ξεκοιμισμένοι από την κοίτη της μαύρης γης τους, ερχόμενοι στη
δική μας.
Όλη τη μέρα καβουρντισμένοι στο τηγάνι τους, πλεγμένοι με τις οχιές της στέρησης, ψάχνοντας να βρούμε τον άρτο για να βάλουμε στο τραπέζι, τους θέλαμε σαν αδερφούς, τους προσκυνάγαμε να μας λύσουν το λουρί από το σβέρκο. Και το ‘καναν τα βράδια, όταν λεβέντες νιοι, κόρες ροϊδινές, ξανθιές και μαυρομάτες, γειτόνισσες παχουλές, καταχνιασμένοι σκαφτιάδες, πένητες και καπνισμένοι, όλοι με καρδιές ασημωτές, μας μάζευαν κάτω από το πράσινο φύλλο της μουριάς, και με την κουβέντα και το τραγούδι στεγνώναμε τα ποτάμια του ιδρώτα μας.
Όλη τη μέρα καβουρντισμένοι στο τηγάνι τους, πλεγμένοι με τις οχιές της στέρησης, ψάχνοντας να βρούμε τον άρτο για να βάλουμε στο τραπέζι, τους θέλαμε σαν αδερφούς, τους προσκυνάγαμε να μας λύσουν το λουρί από το σβέρκο. Και το ‘καναν τα βράδια, όταν λεβέντες νιοι, κόρες ροϊδινές, ξανθιές και μαυρομάτες, γειτόνισσες παχουλές, καταχνιασμένοι σκαφτιάδες, πένητες και καπνισμένοι, όλοι με καρδιές ασημωτές, μας μάζευαν κάτω από το πράσινο φύλλο της μουριάς, και με την κουβέντα και το τραγούδι στεγνώναμε τα ποτάμια του ιδρώτα μας.
Έπεφτε η νύχτα, μας έχωνε
στο φαρδύ της φουστάνι κι άρχιζε να μας γυρίζει στον ποδόγυρό της. Σ’ του Αϊ-
Βλάσση την κορφή, το φεγγαράκι έλαμπε, στο στερέωμα συννεφάκια ζωγράφιζαν
κλωνιά μεταξένια, ανάσες πουλιών έμοιαζαν
με ψίθυρο φιλιών. Ο μπαρμπα – Αλέκος, ερμηνευτής του άσματος, έπιανε το
κλέφτικο: << Δεν προσκυνούμε Αλήμπεη, ο νους σου μην το βάνει, τ’ άρματα δεν τα δίνουμε,
ραγιάδες να γενούμε, παρά θα γίνει πόλεμος με τόπια με ντουφέκια >>.
Ο στίχος διέλυε τη μέσα
και την έξω μας αχλύ, μας έσωζε από τη φθορά της μιζέριας. Για να ‘ρθει αμέσως
και το άλλο αποσπασματικό στιχούργημα, του έρωτος και της αγάπης: << Η
αγάπη βράχους καταλεί και τα θεριά μερώνει, κι εγώ την έχω στην καρδιά, γι’ αυτό με θανατώνει
>>.
Ο Αποσπερίτης έλαμπε στο
σκούρο. Οι αστερισμοί ένας - ένας άναβαν
το λυχναράκι τους. Οι πλαγιές του Αι- Λια και της Κορφοξυλιάς βάφονταν με χρώμα
ατσαλιού. Στο μοναστήρι της Παναγιάς ο κοιμώμενος Χριστός ονειρευόταν στο αβρό
φεγγοβόλημα του καντηλιού.
<< Άλλο τι δεν εζήλεψα μεσ’ στον απάνου κόσμο, παρά το γλήγορο άλογο και
το γοργό ζευγάρι και τη γυναίκα την καλή, νοπού τιμάει τον άντρα… >> στ’
αυτί μας ζύγωνε σκιαχτή η φωνή του μπαρμπα – Αλέκου, που συνέχιζε, ζωηρή:
<< Πήρανε τ’ αρνάκια μας και τα κατσικάκια μας και το λάγνο αρνί, που ‘χε
το χρυσό μαλλί, τ’ ασημένιο χαϊμαλί. Πήραν την καρδάρα μου που ‘πηζα το γάλα
μου, πήραν τη φλογέρα μου μεσ’ από τα χέρια μου. Και πάνε, πάνε, παν, άιντε
μανούλα μ’ παν! >>
Νύχτες ανατολίτισσες, φευγάτες
κυρτές γριές πασαλειμμένες σκόνη, σήμερα! Όμως με δυο ματάκια γαλανά που τη
σβησμένη τη ζωή, ανιστορίζουν!
ellinikoxronografima.blogspot.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου