Γράφει ο Παν. Αντωνόπουλος
Ένας
ανεπαίσθητος ήχος τράβηξε την προσοχή τού Ανθόλαου, που ξαπλωμένος κάτω από το
χαμηλό ξύλινο καλύβι, διάβαζε λαίμαργα τους << Άθλιους >> του Β.
Ουγκώ και τον έκανε να πεταχτεί και να ταλαντευτεί σαν εκκρεμές στον αέρα. Κι
αμέσως είδε δυο χωροφύλακες να ορμούν σαν πεινασμένα τσακάλια και να του
περνούν τις χειροπέδες στα χέρια.
Ένας
οξύς πόνος τον διαπέρασε στην καρδιά και για δευτερόλεπτα σκέφτηκε πως η
σύλληψή του ήταν ψέμα. Γρήγορα όμως σαν
άστραψαν στα μάτια του τα δυνατά χαστούκια των μπράβων της εξουσίας κατάλαβε
πως η ζωή του τελείωνε. Και χωρίς αντίσταση παραδόθηκε στο τέρας της χούντας που
με τη μύτη της ξιφολόγχης χάραζε τα κορμιά των Eλλήνων και τα γέμιζε πληγές στα
μπουντρούμια και στις φυλακές.
---
Συμφορά μου! φώναξε πίσω του η μάνα του και όρμησε σαν άγρια λέαινα να ξεσχίσει
με νύχια και με δόντια τους βασανιστές του γιου της. Αυτοί την έσπρωξαν με τα
γκλοπς, κι έφυγαν.
Μαζί
τους κατέβηκαν αμέσως στην πόλη και τα ξυράφια του χωριού να τον σώσουν! Ο
πρόεδρος, ο δάσκαλος, ο παπάς, ο ψάλτης και ο αγροφύλακας. Όλοι τους υπηρέτες πολλών αφεντάδων και πολλών δοσίλογων.
Του κάκου όμως! Η αδίστακτη εξουσία τους δέχτηκε ντυμένη αδιάντροπη σαν πόρνη.
Στο σώμα του Ανθόλαου οι νωπές πληγές άχνιζαν αίμα ζεστό και πόνο. Οι φωνές του
έσχιζαν τις καρδιές σαν κοφτερά γυαλιά και η χλωμή του ώρα που έπαιρνε της
μορφή της Μέδουσας έσταζε δηλητήριο εθνικό.
--- Καλά να πάθει, αφού είχε αποβάλλει κάθε τι
το πατριωτικόν! είπε ο αστυνόμος και πήρε όψη δράκου.
Έφυγαν
με το κεφάλι γερμένο, ντροπιασμένοι για την
ήττα τους αλλά και με την υποκρισία να βασιλεύει ως βλέμμα έχιδνας στα
μάτια τους. Στα παράθυρα όλοι οι
Φαρισαίοι του χωριού, ψιθύριζαν μετά τη σύλληψή του:
--- Το
μάθατε;
---
Ποιο;
---
Αυτό με τον Ανθόλαο! Τον έπιασαν! Τον
πήγαν στο φρέσκο!
---
Γιατί; Σφάχτηκε με κανέναν;
--- Όχι.
Ήταν λένε κομμουνιστής!
---
Κομμουνιστής;
---
Ναι, κομμουνιστής!
--- Και
τι έκανε;
---
Βαστούσε ένα δεφτέρι γραμμένο όλο με επικίνδυνα ρητά. Να τέτοια: << Η κόκκινη
επανάσταση φτάνει >>. << Προλετάριοι όλης της γης ενωθείτε!
>> << Πότε θα κάνει ξαστεριά >>. << Ένα το χελιδόνι κι η άνοιξη ακριβή
>>. << Ο σοσιαλισμός θα σώσει τον κόσμο >> που το τέλος τους
δεν έχει άκρη.
--- Και
τι κακό είχαν αυτά;
---
Τίποτα. Κατηγορίες για να τον ρίξουν στα σίδερα.
Όλοι
τον στόλιζαν ύμνους και μύριους ήχους από καλές κουβέντες. Και σε τούτη και
στην άλλη γειτονιά οι λυγερές του έστελναν χαιρετισμούς με τρυφερούς σκοπούς. Και
σαν ανθός ανασταινόταν στους αβρούς ανέμους της αγάπης και της άχρονης ελπίδας.
Ώσπου του έκοψε το βήχα της προόδου ο καθηγητής των θρησκευτικών και τον έστειλε από τον παράδεισο της γνώσης
στην κόλαση της αμαρτίας.
Ακόμη
λίγο και θα κέρδιζε στο στούμπο το Μήτσο της Σοφούλας ο Ανθόλαος όταν τον
άρπαξε απ’ σβέρκο ο Φαρισαίος δάσκαλος
κι αφού τον χαστούκισε του είπε με φωνή που έμοιαζε με ουρλιαχτό:
---
Αύριο τα λέμε!
= = =
---
Κηρύσσω την έναρξη της απαγγελίας του << Πάτερ ημών >> ακούστηκε
την άλλη μέρα στην τάξη η φωνή του θεολόγου καθηγητή και κοίταξε τον Ανθόλαο με
βλέμμα ύαινας. Ύστερα είπε: Ανθόλαος
Σγουρίτσας του Ελέημονος και της Λεμονιάς απάγγειλε πρώτος!
Σηκώθηκε και ο Ανθόλαος και άρχισε φοβισμένος:
---
Πάτερ ημών ο εν τοις ουρανοίς, αγιασθήτω το όνομά σου, παρελθέτω η αδικία σου,
γεννηθήτω το κατόρθωμά σου ως εν ουρανώ και επί της γης. Τον άρτον ημών τον
κουμούτσιον πάρ’ τον από τους πλούσιους και δος ημίν τοις πτωχοίς σήμερον και
αύριο και μεθαύριο και εις τους αιώνας των αιώνων. Αμήν.
Έμεινε
ο σοφός καθηγητής!
--- Λες
ανοησίες, μπολσεβίκε! Έξω γρήγορα! του
φώναξε και του έδειξε την πόρτα.
---
Χάσου εσύ και το πανεπιστήμιό σου! του είπε και ο Ανθόλαος και πετάχτηκε από
την πόρτα σαν πυροβολημένος.
Από
τότε χάθηκε ο Ανθόλαος. Πιλάλαγε μέσα στα χωράφια σβαρνίζοντας με τα πόδια του
τις ξερές μάτζες, μετρώντας τα τσιμπήματα που του έκαναν στις κνήμες οι σφήκες
και επουλώνοντας με σβουνιές τις πληγές που του άνοιγαν οι στουρναρόπετρες και
οι άπονες αφαλαρίδες. Έδιωξε και το βιβλίο από την κωλότσεπη κι έβαλε το
σουγιά. Έπιασε φίλο το τσιγάρο, στέλνοντας τα γράμματα και τη μόρφωση στο
διάβολο. Ακόμη αριστέρεψε, ξέχασε τον ελληνισμό και έγινε μπολσεβίκος ως ελάλουν οι κακαί
γλώσσαι. Κι αυτά τα έλεγαν οι εθνικόφρονες και υπαινίσσονταν πως σκοπεύει να φέρει
την πατρίδα τούμπα αφού και θρησκεία και οικογένεια ήταν γι’ αυτόν βοριάδες που
παγώνουν. Επίσης ψιθύριζαν πως ζητούσε να κρεμάσει στη θέση τής γαλανόλευκης
την κοκκινοκουρελού του Στάλιν. Έτσι του έφτιαξαν φάκελο, κατέγραφαν τη δράση
του και τον κατασκόπευαν ανελλιπώς όλη μέρα. Και όταν έκριναν με τον καιρό πως
έγινε επικίνδυνος για το καθεστώς έδωσαν
το πράσινο φως στους μπάτσους και τον
συνέλαβαν! Τον πέρασαν από στρατοδικείο,
τον καταδίκασαν για << παράνομες πράξεις κατά του καθεστώτος >> και
τον έκλεισαν για τρία χρόνια στον ξερόλιθο της Γυάρου και δυο στις φυλακές τής
Κέρκυρας. Εκεί έμαθε πως οι αρλεκίνοι του έθνους αυνανίζονταν σ’ ένα
ζωγραφισμένο πουλί με γραμμένο στα πόδια του το τρίπτυχο, Ελλάς, Ελλήνων, Χριστιανών!
Πέρασε
ο καιρός, βγήκε από τη φυλακή, και γύρισε πίσω
στις πράσινες αγράμπελες του χωριού. Έπιασε μόνιμα καρέκλα στου Ψαρούλια
τον καφενέ κι άδειαζε τα κρασοπότηρα το
ένα μετά από τ’ άλλο. Του ‘φερνε και ο καφετζής μια σαρδέλα
στο χαρτί και του ‘λεγε σαν την έβαζε μπροστά του:
--- Φάε
και πιες, Ανθόλαε και γράφ’ τους εκεί που ξέρεις!
Αυτός
την τεμάχιζε με το σουγιά κι έτρωγε. Έπινε ύστερα τα ποτηράκια του και αφού τα
‘τσουζε, αρχινούσε:
--- Που
λέτε τσίφτηδες, εκεί στη φυλακή όλα τα αλάνια ήταν εξηγημένα. Μου φέρονταν
όμορφα, με φίλευαν τσιγάρα, φωτιά, τράπουλα, ξυράφια, μού πάσαραν χαρτί και
μολύβι να γράφω τους στίχους μου για να φέρω στο φως τα βάσανα της φυλακής.
Ύψωνε
το ποτήρι, έλεγε ένα σιγανό, << εσείαν >> και συνέχιζε:
---
Ήταν κι ένας νησιώτης, άσχημος με κεφαλή ταύρου που τραγουδούσε ολημερίς
καλλίφωνα. Έπαιζε και μπαγλαμά, αιωνία του η μνήμη! Αυτός λοιπόν ο καλλιτέχνης,
ήρθε ένα βράδυ και κάθισε δίπλα στο προσκεφάλι μου. << Το πρωί >>
μου είπε με φωνή πνιγμένη στο φόβο, << Ανθόλαε δε θα με βρει! Σου χαρίζω
το μπαγλαμαδάκι μου να το παίζεις όταν οι μέρες και οι νύχτες σας τρυπάνε με τα
σουβλιά τους για να διασκεδάζετε! Δεν αντέχω άλλο εδώ μέσα! Το πήρα απόφαση να
σβήσω τα υπόλοιπα κεράκια μου! >>
Δεν τον πίστεψα και γέλασα. Να, όμως που το πρωί τον βρήκαμε κρεμασμένο
μ’ ένα σύρμα απ’ τη σωλήνα της βρύσης.
Έμπαινε
και η γουστερίτσα η Ελάη μέσα στον καφενέ μέρα παρά μέρα και τον έκανε
μπαρούτη. Ερχόταν με τον μπότη να πάρει
κρασί και του άναβε φωτιές που έκαιγαν μερόνυχτα. Άφηνε το κομπολόι του πάνω
στο τραπέζι ο Ανθόλαος και την πλησίαζε. Γονάτιζε μπροστά της και σαν
ζεσταινόταν η καρδιά του από τη θέρμη του κορμιού της, της έλεγε με ποιητικό
οίστρο:
---
Γιατί μ’ αποφεύγεις αστροφεγγιά μου;
Έσκυβε
εκείνη τον κοίταζε στα μάτια και του ψιθύριζε:
--- Δεν
τα ‘παμε; Είσαι επικίνδυνος!
---
Εγώ; Μυρμήγκι δε ζουπώ! τραύλιζε εκείνος και άπλωνε το χέρι του ν’ αγγίξει το
δικό της.
--- Το
λένε, όλοι πως μπολσεβίκεψες! του έλεγε και τραβιόταν από κοντά του.
Σερνόταν ο Ανθόλαος στα γόνατα και την κυνηγούσε ενώ της μιλούσε με
παράπονο, λέγοντάς της:
--- Και
είμαι κακός;
Σήκωνε
αυτή τους ώμους και του ψέλλιζε αδιάφορα:
--- Τι
ξέρω εγώ! Έτσι λένε…
Έφευγε η Ελάη με τον μπότη στη μασχάλη, έμενε
ο Ανθόλαος καθώς λέει και ο ποιητής των Ελλήνων << μισός κερί, μισός
φωτιά >>. Σκόρπιζαν σιγά- σιγά και οι πότες κι απόμενε ολομόναχος με τον
καφετζή.
=
= =
Έτσι
ζούσε πια ο Ανθόλαος. Με το μπουκάλι γεμάτο αλκοόλ στο χέρι και τα γένια του
πάντα κρασωμένα. Ασκητής και διακονιάρης, ξεπορτισμένος και ξεμοναχιασμένος,
έρημος και πένης. Από κοντά και η
Άτροπος που φαίνεται τον λυπήθηκε και
αποφάσισε να του κόψει το νήμα απ’ το κουβάρι της ζωής, στέλνοντάς τον στον
τόπο το χλοερό να βρει την ησυχία του.
Μεγαλοσαββατιάτικα μπήκε να πιει. Ήταν η τελευταία του Ανάσταση και η
τελευταία οινοποσία του! Ήπιε, ήπιε του
σκασμού και σαν έγινε σκνίπα και ζαλίστηκε απόμεινε στην καρέκλα ασάλευτος να
ονειρεύεται τη χαμένη του ζωή. Η εκκλησία σχόλασε και ο κόσμος έτρεχε στα
σπίτια να γευτεί τη μαγειρίτσα, να τσουγκρίζει τα κόκκινα αυγά και να ευχηθεί
ασπαζόμενος αλλήλους, το << Χριστός Ανέστη >>. Είδε όλο αυτόν τον
κόσμο ο Ανθόλαος και σηκώθηκε να πάει στο δικό του. Στα λίγα μέτρα όμως
φτερωτός έπεσε πάνω στο ξεχασμένο βίντζι. Κι εκεί με χείλη ανοιχτά και με
κλειστά μάτια τον βρήκε ο πρώτος
χριστιανός.
---
Σκοτώθηκε! Οχ, πάει ο έρημος! φώναξε και με το κερί φώτισε το νεκρό Ανθόλαο και
γονάτισε δίπλα του.
---
Τζάμπα πήγε! είπε ο άλλος. Να έλειπε το βίντζι!
Σκουριά ήταν και τίποτ’ άλλο! Τι τ’
άφησαν εδώ!
Από το
ναό της Παναγίας η φωνή του παπά ακουγόταν να ψέλνει: << Χριστός Ανέστη
εκ νεκρών! >>
Πιο πέρα από τον σκοτωμένο οι ευχές έπαιρναν
κι έδιναν:
---
Χριστός Ανέστη!
---
Αληθώς Ανέστη!
Τους
άκουγε ο γονατισμένος και τους φώναξε πιάνοντας το χέρι του νεκρού:
--- Τι
Αληθώς ανέστη, χριστιανοί μου; Αληθώς απέθανε να λέτε! Δεν τον βλέπετε που
είναι νεκρός;
Στράφηκαν
όλοι και κοίταζαν τον άψυχο Ανθόλαο.
<< Αληθώς εστί! Είναι νεκρός ! >> ψέλλισαν με μια φωνή κι
έκαναν το σταυρό τους.
Ενώ τον
έφερναν στο σπίτι από ένα παράθυρο η φωνή του λαϊκού ποιητή που ακούστηκε να
ψέλνει τον αυτοσχέδιο και παραφρασμένο στίχο, έλεγε:
---
Έφριξεν η γη και ο ήλιος Ανθόλαε, εκρύβη!
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου