ΧΡΟΝΟΓΡΑΦΗΜΑ
Του Παναγιώτη Αντωνόπουλου
Τούτης της στραβοπόδαρης ελληνικής γραφειοκρατίας πολύ της αρέσουν τα στολίδια. Για να ρυθμίσεις το στεγαστικό σου δάνειο θέλεις δώδεκα χαρτιά συν φωτοτυπία του βιβλιαρίου καταθέσεων για το κερασάκι στην τούρτα! Και όσο στρώνονται στοίβες τα χαρτιά στο γραφείο της υπαλλήλου, άλλες φουρκάδες σε περιμένουν. <<Φέρε μου κι ένα <<ανεργίας >> του γιου σου, και τους τίτλους κυριότητας και επικαρπίας του σπιτιού>> σου λέει. Τα χάνεις, βλαστημάς την ώρα και τη στιγμή που άφησες τη στρούγκα για να φτιάξεις σπίτι και περιχύνεις το φαρμάκι σου στους μούργους αφέντες σου.
Αυτή λοιπόν η γραφειοκρατία μου άρπαξε σε πίσω καιρούς το δισάκι μου. Μ’ άφησε χωρίς ψωμί και στέρεψε το νερό στο φρυγμένο μου κορμί.
Σπούδαζα σε δίσεκτους χρόνους και για να έχω δωρεάν σίτιση στο πρυτανείο της σχολής, έπρεπε να είμαι δηλωμένος πληβείος. Το χαρτί της απορίας που απόσπασα από τον κοινοτάρχη γονυπετώς, μ’ έβαλε στη λίστα των πεινασμένων εξ’ ου και το πιάτο μου γέμιζε για δυο μήνες αδιαλείπτως. Χορτασμένο με πλησίασε στο τέλος του παχέος διμήνου ο σιτιστής για να μου πει παραφόρως: << είναι ένα ξεχασμένο χαρτί ακόμη, ένα πιστοποιητικό γέννησης, φέρ’ το και αυτό να μπει στο φάκελο >>.
Τον κοίταξα με μάτι αγριόγατου, διαμαρτυρήθηκα εντόνως πως η γέννησή μου είναι δηλωμένη στο χαρτί απορίας αλλά και στο γερασμένο αρχείο της σχολής.
<< Τέντωσε τ’ αυτί σου, άκουσε τι σου λέω, αν θες να φας! Αν δε το φέρεις θα κοιτάς απέξω σαν το σκύλο! >>
Την άλλη μέρα το φαί κόπηκε. Το πιστοποιητικό αργούσε, είχε να περάσει λόγγους, δρόμους με χαντάκια, να τα βάλει με τραμουντάνες, να βρεθεί άτι να φορτωθεί.
Το φαί πια έπρεπε να το βρω. Δυο τρεις φίλοι έφτιαξαν κοινωνικό παντοπωλείο, με τάιζαν γεύμα σπαρτιάτικο, λιτό. Έξι μέρες ξηροφαγία και την Κυριακή βραστό όσπριο. Τα βράδια νηστικός, το νερό μου μυκητώδες θολό και το πρωινό μου δυο βλασταράκια σέλινο που το ‘κλεβα απ’ τη γλάστρα της σπιτονοικοκυράς. Εν τη παρόδω του χρόνου ένας καλός Σαμαρείτης γείτονας ξενιτεμένος στο βουνό μου ‘φερνε σαλίγκαρους ψητούς.
Κυλούσε ο καιρός, οι σαλίγκαροι αποσύρθηκαν, το παντοπωλείο πτώχευσε, το ισχνό σαρκίο μου πήρε και λύγιζε σαν βέργα. Φοβήθηκα και μια μέρα Κυριακή πήγα στη μαγείρισσα. << Ό,τι περισσεύει να ‘ρχομαι κρυφά να το τρώω! Μπορείς να μου το δίνεις; >> την παρακάλεσα. << Αμέ! Να ‘ρχεσαι! >> μου λέει. << Το ‘χω δει που λείπεις το πεινασμένο, δεν το ‘χω δει; Χάρβαλο το κράτος, χάρβαλο και η κοινωνία μας, τι θαρρείς, θα βάλλουν το βυζί τους στο στόμα σας να σας ταίσουν; >>
Τέσσερις μήνες άργησε το χαρτί. Τέσσερις μήνες η βρωμόνυχη γραφειοκρατία γελούσε άθλια με την πείνα μου.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου