Διήγημα
Του Παναγιώτη Αντωνόπουλου
Έμπαινε χοντρούλης ο Αύγουστος, λειψούλια εμείς μαζωνόμαστε γύρω του και περιμέναμε να μας πετάξει λίγο κοψίδι απ’ το σουβλιστό κριάρι του. Εκείνος όμως έφευγε, τον παίρναμε στα κοντά, τον κυνηγούσαμε με το λάστιχο και τον στέλναμε άδοξα στον αγύριστο για την ασπλαχνία του. Έβγαινε ο κίτρινος δίσκος του φεγγαριού και σταματούσαμε.
Το πρωί μας έβλεπε η μέρα σαλταρισμένους, μας έλεγε: << Δεν πάτε να κυνηγήσετε κοτσύφια στο βουνό που καθόσαστε και κυνηγάτε το μήνα;>> Την ακούγαμε και παίρναμε την ανηφόρα. Εγώ με μαύρο μπερεδάκι στο κεφάλι, ζωσμένος με μια φαρδιά ζώνη το τρύπιο μου παντελόνι και μ’ ένα λερωμένο τετράδιο στην κωλότσεπη. Οι άλλοι με στολές εκστρατείας, βουτηγμένες στα χρώματα με ακολούθαγαν. Ήμουν ο αρχηγός και έπονταν.
Μ’ αναμμένο το κάρβουνο της καρδιάς μου, ζωγράφιζα πάνω στο δρόμο μου, άλογα με ματοτσίνουρα στο κάτω βλέφαρο, σαν το Μίκωνα τον Αθηναίο και τα σκέπαζα με μποτζικόφυλλα, να τα βρει η Φραγκίσκα μου να τα δει.
Έβγαζα ύστερα το πακέτο με τα σέρτικα και χάραζα πάνω με το μολύβι το τετράστιχο:
<< Αγάπη μου, Φραγκίσκα μου μεγάλη
σαν εσένα δεν είναι καμιά άλλη,
γράψε μου καλή μου ένα γράμμα
που να ορκίζεσαι πως θα ζήσουμε αντάμα! >>
Με περίμενε σαν νεραντζούλα στολισμένη με τ’ άνθη της. Την αγκάλιαζα και τα δάκρυά μου την πότιζαν δροσοσταλίδες αγάπης. Ήρεμη από της φωτιάς μας το πύρωμα, σε λίγο με ρώταγε:
--- Μήπως σε είδε, Ρωμαίε μου;
--- Ποιος ζωγραφιά μου;
--- Ο αδερφός μου ο Ευφρόνιος!
--- Αφού κρατούσα το μαγικό βοτάνι, ανθέ μου, πως να με δει!
--- Λέω…
Της περνούσα το ραβασάκι στη χούφτα. Γραμμένο με σταξιές δάκρυ κάτω από το πορτοκαλί φως της λάμπας. Έλεγε: << Ταχιά, ό,τι ώρα απολύσει ο παπα- Βούτας να είσαι πίσω από το σπιτάκι της κουταβίτσας του Ντρικόγυφτου. Με πολύ αγαπητιλίκι ο αιωνόβιος, Ρωμαίος σου >>
Και ο χορός του έρωτά μας κρατούσε καλά μέχρι να ‘ρθει μια Κυριακή θρεμμένη με όμπυο. Γιόρταζε τον άγιο Μύρωνά της και μας εκδικήθηκε. Ξημερώνοντας, άρπαξε τη γλωσσίδα της καμπάνας ο παπα- Βούτας, έπαιξε τις νότες της και κάλεσε τους χριστιανούς να πάρουν θέσεις μπροστά στο θαυματουργό όσιο και να συμφιλιωθούν με τους αγίους. Οι πιστοί προσεύχονταν, ο ιερέας κανοναρχούσε, ο ψάλτης έψελνε αλβανιστί κοντάκια και ύμνους. Πολλά τα άλλαζε, σ’ άλλα πρόσθετε λέξεις και ρίμες δικές του. Στο << Άξιον εστί ως αληθώς >> συμπλήρωσε εν μέσω γέλωτα, χασμωδίας και φαιδρότητας του εκκλησιάσματος: << Άξιον εστί το ξύλινο τραπέζι, το κρασί το ξανθό με την κηλίδα του ήλιου… << Φτάνει >> του φώναξε ο παπα- Βούτας, << πήγες στον εσπερινό, ευλογημένε μου >> και φορώντας το καλιμμαύχι του, βγήκε στην Ωραία Πύλη, είπε το << Δι’ ευχών των αγίων πατέρων ημών… >>, σκόλασε την εκκλησία και το ‘σκασε από την πόρτα του ιερού, πηγαίνοντας για το κοιμητήρι.
= = =
Με την εκκλησία είχα λίγα. Το ‘ξερε ο παπα- Βούτας και άναβε λαμπάδα στον Άγιο Μύρωνα να με τιμωρήσει. Εισακούστηκε η δέησή του και στην τελευταία συνάντηση με τη Φραγκίσκα μου, προδόθηκα και πλήρωσα. Το ραβασάκι που της άφησα τρυφερά στη λευκή χουφτίτσα της, ένας δαίμονας της το σκόρπισε και το ‘χασε. Το βρήκε ο αναμάρτητος ιερεύς, διάβασε το περιεχόμενο, είδε το όνομά μου και χρήστηκε ανακριτής, δικαστής και τιμωρός μου.
Πάνω από τον τάφο στο κοιμητήρι που έψελνε το τρισάγιο, διέκοψε, για να μου πει:
--- Εδώ σ’ έχω αμαρτωλέ! Κι έβγαλε από την τσέπη του ράσου το ραβασάκι.
--- Οχ…
--- Στον οίκο του Θεού δεν πατάς, τις λίγες φορές που μπαίνεις κάνεις μπρατ όταν βγαίνουν τ’ Άγια. φεύγεις και πας για παφ πουφ κι έχεις να μεταλάβεις χρόνους. Θα πω στον αδερφό της για το ειδύλλιό σας και θα του δώσω το γράμμα. Ας γίνει το θέλημα του Θεού από ‘κει και πέρα.
--- Ήμαρτον παππούλη, συχώρα με!
--- Τώρα είναι αργά! Θα ρεζιλευτεί και το κορίτσι!
--- Θα διορθωθώ! Θα μετανιώσω!
--- Ψεύδεσαι, καταραμένε! Ψεύδεσαι!
--- Χμ…
--- Ορώ σε κρεμάμενο…
= = =
Ο ιερέας φίνος λειτουργός, πληροφόρησε τα δέοντα στον αδερφό της Φραγκίσκας. Εκείνος μου παράγγειλε να ανέβω στο βουνό, το μαχαίρι του να μη λερώσει με το αίμα μου. Στις σαράντα μέρες που έμεινα εκεί, φιλοξενήθηκα σε σπήλαιο, έτρωγα ακρίδες, έπινα νερό από γούρνες και έκανα σπονδές στο Θεό των κυνηγημένων, ψέλνοντας Ελελεύ, Ιού, Ιού!
Την τεσσαρακοστή μέρα πήρα ένα τέλεξ καρφιτσωμένο στην ουρά του Μούργου μου, που έλεγε: <<Ελθέ ανήμερα οσίου Μυγαλίου, μονομαχήσεις σκουλήκι Ευφρόνιο. ΣΤΟΠ. Ζήτημα τιμής. ΣΤΟΠ. Υπογραφή: ο λαός σου. ΣΤΟΠ >>.
Το ξωκλήσι του οσίου Μυγαλίου τίγκα μέσα κι έξω. Στο σκόλασμα ο πέριξ χώρος γέμισε, χωρίστηκαν οι δικοί μου από ‘δω, οι δικοί του από ‘κει. Όταν ήρθε, στάθηκε μπροστά μου κι έτρεμε σαν τον Ευρυσθέα που είδε τον Ηρακλή ντυμένο με το δέρμα του λέοντα. Κρατούσε το μαχαίρι χαλαρά και είχε το βλέμμα δειλό.
Πήρα θέση και άστραψε και το δικό μου λεπίδι.
--- Θα σφαγούνε, νέα παλικάρια! φώναξε μια πριμαντόνα και έπεσε στην αγκαλιά της φίλης της.
--- Αντάρτικη λάμα, έχει το μαχαίρι του! είπε και μια στολισμένη με χαλκάδες πλούσια, σχολιάζοντας το φονικό όπλο μου και σιώπησε μετανιωμένη.
Ήμουν έτοιμος να τον καρφώσω στο λαιμό, όπως ο Θησέας την Κρομμυώνια θηλυκή γουρούνα. Και πριν το κάνω, τον άκουσα να λέει:
--- Δείλιασα κερατά, παράταμε… Πέταξε το μαχαίρι, έμεινε απέναντί μου άοπλος.
--- Και η Φραγκίσκα;
--- Κάμε την γυναίκα σου! Τι με ρωτάς;
Όλα τα ζευγάρια τα μάτια γλάρωσαν. Όταν έφυγε και ο τελευταίος, έπιασα τη Φραγκίσκα μου από το χέρι και τη φίλησα. Ύστερα σαν ναυαγοί μακριά από το βάθος του Ωκεανού, στεγνώναμε ώρα πολλή τις νοτισμένες άκρες των χειλιών μας.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου