Του Παναγιώτη Αντωνόπουλου
Ο στρατηγός Βαλέριος περνούσε τη φάση της τρίτης ηλικίας και είχε αποτραβηχτεί έξω από την πόλη στην εξοχική του κατοικία να περάσει το υπόλοιπο της ζωής του. Είχε καταρρεύσει σωματικά και ψυχικά και η συμπεριφορά του άγγιζε τα όρια της παράνοιας. Με το παραμικρό εκνευριζόταν, τον έπιαναν ταχυπαλμίες και ζαλάδες και στις παρέες η αντίθετη γνώμη κάποιου από τους συνδαιτυμόνες τον όπλιζε με απροκάλυπτη επιθετικότητα.
Η αιτία της κατάρρευσης οφειλόταν στις συνειδησιακές κρίσεις που πάθαινε. Οι κρίσεις του έρχονταν μέσα από εφιαλτικά όνειρα και είχαν υπόβαθρο τα εγκλήματά του στα πεδία των μαχών. Ξάγρυπνος, κάθιδρος και χαμένος στον πανικό περίμενε να λυτρωθεί με το φως της ημέρας.
Νέος στο στρατό διακρινόταν για το θάρρος και τις πολεμικές του ικανότητες. Έτσι κέρδισε μετάλλια και σταυρούς και τιμήθηκε για τους ηρωισμούς του να εξολοθρεύει τους αντιπάλους, να ξεριζώνει άμαχους πληθυσμούς και να περνά από φωτιά και τσεκούρι την κάθε επαρχία που κατακτούσε.
Ιδιαίτερη προτίμηση από τα εγκλήματα που έκανε ήταν οι βιασμοί. Βίαζε ανερυθρίαστα κάθε κορίτσι αιχμάλωτο που του έφερναν στη σκηνή του οι στρατιώτες του, δίνοντάς τους λάφυρα και προαγωγές. Μετά την πράξη τις βιασμένες τις έδινε στον όχλο του στρατοπέδου για να γευτεί κι αυτός την ηδονή της βιασμένης σάρκας.
Ξεκινώντας από ανθυπολοχαγός, έγινε γρήγορα στα σαράντα του ταγματάρχης, στα πενήντα του συνταγματάρχης και σ’ ένα χρόνο αντιστράτηγος. Παράλληλα με τις δόξες και τις τιμές, την άνοδο στην ιεραρχία και τα μετάλλια βάδιζε και το βίτσιο του βιασμού των κοριτσιών του εχθρού. Σ’ ένα φίλο του, που του εκμυστηρεύτηκε τους βιασμούς του, του είπε, πως τους έκανε << γιατί ήθελε να εκδικηθεί τους εχθρούς του για τη βαρβαρότητα που έδειχναν στην πατρίδα του και το λαό της >>.
Από μαρτυρίες έξωθεν οι βιασμοί του στρατηγού όταν ήταν στις δόξες του, γινόταν ως εξής: Γύμνωνε την κοπέλα και την έβαζε πάνω στο κρεβάτι γονατιστή. Μετά τη γύριζε και την ξάπλωνε ανάσκελα. Της έδινε να κρατά σε κάθε χέρι ένα μαύρο κερί αναμμένο και την υποχρέωνε να ψιθυρίζει: << Νοσεί το σώμα μου και η ψυχή, δώσε μου εσύ τη λύτρωσή τους με την ηδονή >>. Ύστερα καθόταν απέναντί της σε μια ξύλινη πολυθρόνα διακοσμημένη με ξυλόγλυπτα ερπετά και την κοιτούσε. Όταν ο πόθος για τη σάρκα της του ανέβαζε το αίμα στο κεφάλι, πήγαινε στην ιματιοθήκη, έπαιρνε τη μαύρη φόρμα του Διαβόλου, τη φορούσε και ξάπλωνε δίπλα στη γυναίκα κι αφού της έλεγε έναν ακατάληπτο λόγο στ’ αυτί της τη βίαζε με πρωτόγονο σαδισμό.
Το βίτσιο του στρατηγού να βιάζει τις κοπέλες διέρρευσε από το φίλο που του το εκμυστηρεύτηκε. Όμως κανείς δεν τον είχε πιάσει στα πράσα και τα εγκλήματά του έμειναν ανεξιχνίαστα. Όσο περνούσε ο καιρός ο μύθος του βιαστή ξεθώριασε και αυτός αναδείχτηκε σε άξιο τέκνο της πατρίδας. Ο ίδιος όμως υπόφερε, οι τύψεις του έγιναν Ερινύες που έρχονταν και τον βασάνιζαν διαρρηγνύοντας τους δεσμούς του με το ευ ζην.
Ερινύες με την παρουσία τους σε όνειρα εφιάλτες που τον διέλυαν σωματικά και ψυχικά. Ξυπνούσε λουσμένος στον ιδρώτα, με ταχυκαρδίες, ισχυρούς πονοκεφάλους και πόνους στο στήθος. Ερχόταν η μέρα που μεγάλυνε και πάλι η ψυχή του και αγαλλίαζε το σώμα του.
Ένα όνειρο όμως τον έκανε να υπομένει πόνους πολλούς. Όταν το έβλεπε ξυπνούσε δακρυσμένος, μούσκευε στον ιδρώτα και αλάλαζε, οίμοι! οίμοι! οίμοι! Έβλεπε πως περπατούσε σ΄ ένα φαράγγι γυμνόδεντρο με μυτερούς βράχους, γεμάτο ερπετά και αδίστακτους γαμψονύχηδες γυπαετούς. Η μικρή κοιλάδα του ήταν διάσπαρτη από αγκάθια, χωμάτινους σβώλους και νεροσυρμές με τις όχθες τους σαν κοφτερά μαχαίρια. Σε κάθε βήμα του άνοιγε και μια πληγή στα πόδια, σε κάθε του κίνηση ένας φριχτός πόνος του έσφιγγε σαν μέγγενη τα μέλη. Ν’ απομακρυνθεί δεν μπορούσε, σμήνος από κοράκια του έφραζαν το δρόμο. Του ρίχνονταν, τον τσιμπούσαν με τα σκληρά ράμφη τους και του ξέσκιζαν το σώμα. Στη γούρνα που έσκυβε να πιει νερό το ‘βρισκε ματωμένο, στο δέντρο που πήγαινε ν’ αναρριχηθεί κομμένο, το μπουγάζι να βρει διαφυγή φραγμένο.
Η επιμονή του ονείρου τον ανησυχούσε, τον έκανε να φοβάται, τον ερχομό του τον έβλεπε σαν εκδίκηση και του εαυτού του καταστροφή. Σκέφτηκε τους χορούς για να ξεδίνει μετά την επίσκεψή του. Οι χοροί με φίλους πάντα του έδιωχναν τι λύπη και τους φόβους. Ερχόταν στα συγκαλά του και ένιωθε ξανά τη δύναμή του και ένωνε τις γέφυρες με τα παλιά χαμένα κλέη.
Αποφάσισε το χορό με το μυαλό του να νοσεί από μια μακάβρια σκέψη. Θα γινόταν στις δεκατρείς του Σεπτεμβρίου, το βράδυ της Τρίτης με προσκεκλημένα δεκατρία ζευγάρια. Όλοι φίλοι του, οι άντρες, στρατιωτικοί και συμπολεμιστές. Η άφιξη των ζευγαριών άρχισε στις εννιά και ολοκληρώθηκε στις δέκα.
Όση ώρα οι υπηρέτες τακτοποιούσαν τους καλεσμένους στις θέσεις τους ο στρατηγός καμάρωνε τη στολή του. Ολοκαίνουργη, φανταχτερή και φαρδιά τον έκανε να μοιάζει σαν θρεμμένος κάπρος. Κουμπιά ως το λαιμό, σιρίτια κόκκινα και χρυσά, μετάλλια και σταυροί στ’ αριστερά του παρείχαν φορτωμένα σαν τενεκεδάκια πάνω του δόξα και τιμή. Όσοι είχαν φαντασία είδαν μια γερόλευκα με τα κατάξερα κλαδιά, έτοιμη να σωριαστεί στο πρώτο ελαφρύ φύσημα του αέρα.
Η αίθουσα του χορού ήταν διαμορφωμένη για την περίσταση. Κουρτίνες σε φύλλα κόκκινα και μαύρα με πολλές πτυχές κρέμονταν στους τέσσερις τοίχους φτάνοντας ως κάτω το δάπεδο. Στις γωνίες της αίθουσας πάνω σε τετράγωνες ξύλινες βάσεις στέκονταν τέσσερα μαρμάρινα αγάλματα κοριτσιών. Είχαν έντονες τις γραμμές των κορμιών τους που διέγειραν τις αισθήσεις των ανδρών και μεγάλωναν τη ζήλια των γυναικών. Ανάμεσα από το ελαφρύ χνούδι του εφηβαίου τους μια κόκκινη γραμμή σαν αίμα σοκάριζε το βλέμμα που ανίχνευε την πορφυρόχρυση επιφάνειά του.
Ύστερα ήταν και τα φώτα. Φώτα πολλά και από διάφορες εστίες προερχόμενα. Κεριά αναμμένα, λάμπες πετρελαίου, λυχνάρια, πολύχρωμα λαμπιόνια σκορπούσαν το θαμπό φως τους δημιουργώντας μια μουντή ατμόσφαιρα που φόβιζε και θύμιζε στιγμές αιώνιων βασάνων.
Όταν όλοι κάθισαν ο στρατηγός διέταξε τους υπηρέτες του να σερβίρουν. Αμέσως τα τραπέζια γέμισαν φαγητά. Πολλά φαγητά και πλούσια. Έτσι ένα ψητό γουρουνόπουλο με πατάτες έκανε την εμφάνισή του μέσα σε μεγάλο δίσκο και μπήκε στη μέση του κεντρικού τραπεζιού. Ακολούθησαν δώδεκα πάπιες γεμιστές με ελιές, οκτώ κοτόπουλα ελεύθερης βοσκής γαρνιρισμένα με φρούτα θαλάσσης, δέκα φραγκόκοτες με σαμπάνια και ποικιλίες από ψάρια σε μεγάλες πορσελάνινες γαβάθες. Κατόπιν ήρθαν οι σαλάτες. Όλες βαλμένες σε διαφανή κρυστάλλινα μπολ διακοσμημένες με πράσινες ελιές καλαμών, καρώτο και ρίγανη. Ξεχωριστή θέση κατείχε η σαλάτα αχινού και η σαλάτα με σπαράγγια.
Σειρά τώρα είχε το κρασί. Αυτό σερβιρίστηκε σε γυάλινες μποτίλιες Βοημίας, όλες περίτεχνα διακοσμημένες. Το έντονο κόκκινο χρώμα του τους συνεπήρε, τους προξένησε θαυμασμό και ακούστηκαν πολλά σχόλια για το κόκκινο σαν αίμα χρώμα του. Φυλαγόταν σε μεγάλα δρύινα βαρέλια στην αποθήκη του στρατηγού και τα γεύονταν οι φίλοι του σε εξαιρετικές περιπτώσεις.
Όλα ήταν έτοιμα και άρχισε το φαί. Η διάρκειά του κράτησε πολύ γιατί οι καλεσμένοι όφειλαν να τιμήσουν το δείπνο με το σαβουάρ βιβρ. Στο τέλος ο στρατηγός έκανε νεύμα στην ορχήστρα να αρχίσει τη μουσική. Ένα βαλς ακούστηκε, τα φώτα χαμήλωσαν και τά ζευγάρια σηκώθηκαν κι άρχισαν να χορεύουν στροβιλίζοντας. Η ώρα περνούσε και δεν έβλεπες τη χαρά στα πρόσωπά τους παρά τη θλίψη και την αγωνία Κι αυτό γιατί μια διαίσθηση που τους είχε κυριεύσει τους προμάντευε πως θα τους έβρισκε το κακό και τους είχε παραλύσει.
Γι’ αυτό όταν τελείωσε ο χορός κάθισαν όλοι στις θέσεις τους προσωρινά ανακουφισμένοι. Γρήγορα όμως τους επισκέφτηκε πάλι η ανησυχία. Διάφοροι ψίθυροι υπονοούσαν πως θα συντελεστεί κάτι το δυσάρεστο, κάποιοι δειλοί μιλούσαν για ένα αόριστο προαίσθημα καταστροφής που τους περίμενε και οι χαχόλοι της πλάκας το διασκέδαζαν εξιστορώντας ιστορίες τρόμου.
Πέρασε λίγο χρόνος και ο στρατηγός σηκώθηκε. Πήγε στη βορινή πλευρά του τοίχου που ήταν εκτεθειμένο το υλικό από τη στρατιωτική του ζωή και σταμάτησε. Τους κοίταξε με βλέμμα φθοράς και πήρε τον ξύλινο δείκτη πάνω από το τραπέζι. Τους έκανε ένα πρόλογο της θητείας και των αγώνων του και μετά τους έδειχνε τα μέρη που υπηρέτησε. Οι καλεσμένοι δεν τον άκουγαν, τον έβλεπαν όμως να είναι μεταμορφωμένος σε Δαίμονα, να πετά φωτιές από το στόμα και να έχει την όψη του απαίσια και φριχτή! Το σαγόνι του να εξέχει σαν μυτερό βραχάκι, τα μάγουλά του ζαρωμένα σαν λιωμένο όστρακο, τα μάτια του να στάζουν αίμα και να αναβλύζουν σαν φουσκωμένοι ρύακες.
Στη θέα του μια κυρία λιποθύμησε, μια άλλη έβγαλε τσιριχτή φωνή αποδοκιμασίας κι ένας κύριος άρδευσε όλη τη δύναμή του και χτύπησε με δύναμη τη γροθιά του στο τραπέζι διαμαρτυρόμενος. Ο στρατηγός είδε τον πανικό στα μάτια τους, χάρηκε και τους παρακάλεσε να ηρεμήσουν, να μη σκορπίσουν και να συγκρατηθούν μένοντας στις θέσεις τους. Κι αφού το πέτυχε, τους είπε, ψυχρά και άχρωμα:
<< Το τέλος αυτού του χορού θέλω να κλείσει με την τελευταία πράξη από τη ζωή μου! >> Έπιασε το πιστόλι και συνέχισε; << Αυτό θα γίνει σε λίγο αφού σας ομολογήσω πως είμαι διεφθαρμένος, διέπραξα τους βιασμούς, ατίμασα κορίτσια των εχθρών και έβαψα στο αίμα τα άχραντα σώματά τους! >>
Οι σπαρακτικές φωνές αυξήθηκαν, τα αναθέματα και οι κατάρες έπεσαν βροχή και πολλοί άφησαν τις καρέκλες και ξεχύθηκαν στις πόρτες για να φύγουν.
Ο στρατηγός έβλεπε τη μάζα πανικοβλημένη και χαιρόταν. Καμία
ψυχική ανάκληση δεν τον έσωζε, κανένας ανθρώπινος λογισμός δεν τον συνέφερε. Κάθε χαρά του είχε εκλείψει, κάθε σκέψη τον έφερνε μπροστά στο δυσθεώρητο βάθος του γκρεμού.
Αργά. τελετουργικά και ψύχραιμα, έφερε το περίστροφο στο δεξιό κρόταφο και πυροβόλησε. Κι αμέσως κατασπαζόμενος το θάνατο, κυλίστηκε κάτω νεκρός.
Η ανθρώπινη μάζα έγινε λάβα ηφαιστείου, ασυγκράτητη. Έφτασε στις εξόδους και ξεχύθηκε να εξαφανιστεί. Κυλούσε τόσο γρήγορα που νόμιζες πως αηδίαζε με το νεκρό. Κι όσο εγκατέλειπε το στρατηγό, τόσο το ακίνητο σώμα πάνω στο πράσινο χαλί έδειχνε περιφρονημένο, βαμμένο στον κόκκινο λεκέ!
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου