ΧΡΟΝΟΓΡΑΦΗΜΑ
Του Παναγιώτη Αντωνόπουλου
Ο πάππος μου είδε το φύτρο του να μεγαλώνει και να αυξάνει στο χωριό. Στεγάστηκε, ίσιωσε λίγο χερσότοπο να ‘χει εισόδημα και ροκανισμένος από τη φτώχεια, ζούσε κυνηγημένος από τη χουγιαγμένη του ζωή. Οι εχθροί του οι γέρακες του άδειαζαν το κοτέτσι με τις κότες, αλεπούδες και νυφίτσες κατέβαιναν από το ρεικότοπο και τις ξεπουπούλιαζαν. Για να μην μένει με σταυρωμένα χέρια να κοιτά, αγόρασε ένα γκρα και σκότωνε αβέρτα.
Όταν συχωρέθηκε, ο γκρας έμεινε στο γεννήτορα. Το ίδιο κι εκείνος, θαμμένος στην πέτρα και το γαϊδουράγκαθο, άρχισε να ξελογγώνει τις αναβόλες για να τις κάνει γη για να ζήσει. Ο γκρας ξανάπιασε δουλειά γιατί δεν άντεχε να τρώει ο ίδιος παπαριασμένο ψωμί και οι γέρακες να έχουν πέσει στο ψητό και να καλοπερνάνε ξεκοιλιάζοντας ακόμη και τις κλώσες. Βούτηξε το γκρα, τους τράβηξε μερικά σμπάρα, ο τόπος καθάρισε, γλίτωσε το βιός του κι έγινε βολευτής και αφέντης της κοιλιάς του.
Τώρα κληρονομικώ δικαιώματι ο γκρας έμεινε σε μένα. Μακρύκαννος παίρνει φυσίγγιο και το λαλάει καλύτερα και από καραμπίνα. Έχει κοντάκι σε χρώμα καρυδί, καλοδουλεμένο με ζωγραφιστές μικρές γλωσσίτσες φωτιάς.
Τον έχω στο σεντούκι και θα τον βγάλω. Θα τον γρασάρω, θα του καθαρίσω κάννη, κόκορα και σκανδάλη, θα τον λουστράρω και θα τον οπλίσω. Θα του βάλω καινούριο αορτήρα, θα τον κρεμάσω στον ώμο και σαν το Βελουχιώτη θα κόψω δρόμο.
Στην τράπεζα θα πάω και άλλα όβολα θα τους πω δε δίνω. Δεν έχω μία κι αν συνεχίσουν το δώσε, δώσε, να πιπιλίζουν, με το γκρα μία θα τους μπουμπουνίσω να σιωπήσουν. Θα μπω σε ιατρεία, σε μαγαζιά και μικρομάγαζα, σε σούπερ μάρκετ, μπακάλικα της γειτονιάς, σε παπλωματάδικα, καφενεία, καφετέριες, βενζινάδικα, κουρεία, κομμωτήρια, σουβλατζίδικα, ποτοποιεία, και ψαράδικα και με το δείχτη στη σκανδάλη, τις τιμές να ρίξουν θα ζητήσω. <<Έλεος!>> Θα φωνάξω. << Η φτήνια τρώει τον παρά, μαζώχτε και τα λίγα αλλιώς σε λίγο χάνουμε χωράφι και καλύβα και τον ολίγο μας παρά >>.
Το σχέδιο μου καμωμένο από πολλή σοφία στο δημαρχείο θα το συνεχίσω. << Τριγύρω >> θα τους πω, << άνθρωποι άγιοι, οσιομάρτυρες πεινάνε και πεθαίνουν και σεις γελάτε και μπουρίζετε! Ένα καζάνι βράστε τους ζωμό και δώστε τους να φάνε! >>
Το μάτι μου μετά θα ρίξω κατά μεριά Μαξίμου. Εκεί έχει δάσος που γουρμάζει η παραδείσια χαρά, δέντρα με ανθούς, κότσυφες που βγάζουν λαλήματα μελωδικά. Θα πάω να κυνηγήσω, άγιο πόλεμο να στήσω, από το μαχμουρλίκι να ξυπνήσω πασάδες και σουλτάνους που εκεί μέσα ροχαλίζουν και κοιμούνται. Μαζί με τα σμπάρα μου θα τους φωνάξω: τη σκύλα ανεργία να μαζέψουν, τους νέους μας πίσω να γυρίσουν, τα ράφια στο σύστημα υγείας με παυσίπονα να τα γεμίσουν. Γιατί αν όχι, μελίσσι ο λαός επάνω τους θα πέσει, φαλάγγι θα τους πάρει κι ένας τους δε θα μείνει!
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου