Του Παν. Αντωνόπουλου
Το κυοφορηθέν κείμενο ήρθε στο φως της δημοσιότητας ύστερα από την εισβολή περισπούδαστων λογίων θεωρητικών στην τέχνη της ποίησης με άρθρα τους στον τύπο.
Αν και περιορισμένος να γεύομαι τους γόνιμους ρυθμούς του στίχου λόγω ένδειας να προμηθεύομαι ποιητικές συλλογές, έχω μυηθεί στην αναλαμπή της μαγείας του και ίσως είμαι από τους τυχερούς << εστέτ >> της χαμηλής τάξης που τρέφομαι με κοινοβιακά πνευματικά συσσίτια, χάρη σε φίλους και εκρήγνυμαι από το συμπιεσμένο πάθος τους.
Έτσι μπορώ να εκμαιεύσω λόγο ακόσμητο και ταπεινό και να πω πως στη θορυβώδη σημερινή κορεσμένη στιχοπλοκή, τα ποιήματα που τα ορίζει η ποίηση γραμμένα από << μια γλώσσα μέσα στη γλώσσα >> ξεχωρίζουν με νησίδες στον ωκεανό. Τα υπόλοιπα είναι φλύαρες οικειώσεις από ομιχλώδες προτάσεις, αποφλοιωμένες από τη θεία μανία ή τη συνειδητή δουλειά του ποιητή.
Αυτοί δεν είναι δημιουργοί της εύρυθμης μετάπλασης και ούτε είναι μύστες της μαγείας της ιδέας. Δεν έχουν σαγήνη γραφής και η ποιητική τους γλώσσα αδυνατεί να εναρμονίσει σημαίνοντα και σημαινόμενα. Το αποτέλεσμα της ποίησής τους δεν είναι αγαστό γιατί η << Μαγνήτις λίθος >> η έμπνευση και η γραμματεία στο δούλεμα των ιδεών δεν θεοποιεί το γίγνεσθαι αλλά το είναι. Ο συλλήπτορας νους τους υστερεί και δεν μπορεί να λαμπρύνει με ιδεατό φως το ερέθισμα ούτε να του δώσει αρχιτεκτονικό χαρακτήρα γραφής. Και μαζί με το δυσπρόσιτο στοιχείο του λόγου τους δε γράφουν ποίηση αλλά αναλίσκονται σε μια διανοητική κοπιαστική άσκηση χωρίς τέλος, χωρίς ποιητική πραγμάτωση.
Αυτοί οι ποιητές γράφουν από χόμπι, είναι ραγιάδες τού ντιλεταντισμού και τυπώνουν στο χαρτί στίχους με αποστήματα που αφήνουν εναλλασσόμενη φρενοπάθεια. Το εγώ τους γεμάτο κραυγές τους χρήζει <<είδος πορφυρογέννητο >> που υπηρετεί την ποίηση, ανατέλλοντες αστέρες της μούσας Καλλιόπης και Ερατώς. Τους προσπερνούμε είναι ελάσσονες.
Οι κορυφαίοι ποιητές, οι οικοδόμοι του κόσμου, τον ανεγείρουν εκ της τέφρας. Η στάχτη του Ιλίου μάς έδωσε την << Ιλιάδα >> του Ομήρου. Το μαρτύριο της ψυχής του Πόε, γέννησε << Το κοράκι >> μ’ εκείνη την τρομερή επωδό το << ποτέ πια >> που σηματοδοτεί μια φρικιαστική απόκριση για κάτι ουσιαστικό που χάσαμε για πάντα.
Σήμερα στην εποχή του διαβόλου που διδάσκεται η βίβλος της διαφθοράς, τέτοιους ποιητές θέλουμε, κορυφαίους. Να κραυγάσουν αυτοί γιατί ο λαός στη γύμνια του το ξεχνά ή αν το θυμηθεί, από ποιους θ’ ακουστεί αφού έχουν φράξει τ’ αυτιά τους με παχύ στρώμα λίπους;
Να πάρουν ζύμη από την καθημερινή ύλη και να γράψουν. Από μια καθημερινότητα γεμάτη σκοτωμένους, ανέργους, νηστικούς, διψασμένους, αθώους ξεσπιτωμένους, αυλακωμένους στον ιδρώτα δουλεύοντας στη φάμπρικα και στο χώμα. Με ξεριζωμένους που η αγκούσα τους γίνηκε καθημερινή ανάσα. Ο δε γύρω τους κοινωνικός βάλτος τους περιμένει να τους πνίξει στα νερά του.
Κι όπως ο περίγυρός τους καταγαύζεται από τις αστραπές των απελπισμένων, αυτοί να τους κρατήσουν όρθιους, να μην τους αφήσουν να γονατίσουν. Έργο απλό σαν την αλήθεια, μεγάλο σαν τη γέννηση ενός παιδιού και βαθύ σαν το μυστήριο του θανάτου. Αυτό είναι το έργο των ποιητών. Των ευφυών ποιητών, των διεισδυτικών, των ιερουργών της ιδέας και των συμβόλων. Οι ποιητές ανορθώνουν τον πεσμένο άνθρωπο, δεν πτοούνται από τις ήττες του, επιμένουν στο ποιητικό τους τραγούδι όπως αυτό του Ουόλτ Ουίτμαν:
<< Κουράγιο ακόμα, αδέρφι μου ή αδερφή μου!
Κρατήσου. Η λευτεριά απαιτεί να την υπηρετούμε,
ό,τι κι αν γίνει.
Δεν έχει να κάνει που δυο και τρεις φορές αστοχήσαμε,
κι όσες φορές κι αν αστοχήσουμε ακόμα,
είτε από αδιαφορία είτε από αχαριστία του λαού,
είτε από άλλη απιστία,
είτε γιατί έδειξε τα δόντια της η εξουσία, τους στρατιώτες,
τα κανόνια της, τους ποινικούς της νόμους … >>
Οι στίχοι αυτοί μας οδηγούν να δούμε το θέμα του << ερμητισμού >> που αντιμετωπίζει η ποίηση από την εξουσία. Η ποίηση λειτουργεί με το συναίσθημα και η εξουσία με τη λογική που ασκεί πράξη μέσω της πολιτικής και δεν μπλέκεται στις δάφνες τού παραδείσου της ποίησης. Γι’ αυτό και ο Πλάτωνας την εξορίζει. Κάνει μαλθακούς τους πολίτες και η θεία μανία του ποιητή τους βγάζει από τον περίβολο της υλιστικής φύσης του κράτους. Ο Nietzsche {Νίτσε} ταυτίζεται μαζί του, γιατί δομεί τον υπεράνθρωπό του στην πειθαρχία μιας ακατάληπτης λογικής.
Την αναγέννηση που ‘φερε στην Ισπανία ο Λόρκα η εξουσία δεν τη θέλει. Γι’ αυτή ο λαός πρέπει να είναι τυφλός, να ‘χει τα ώτα σφραγισμένα. Τρέμει όταν ο ποιητής κάνει τους στίχους του τραγούδι, ανάσα καθημερινή του λαού, καημό, παθητική σερενάτα, νανούρισμα της μάνας στο παιδί, μοιρολόι του χάρου, οργή της αιματοχαμένης λεβεντιάς, διπλή κόψη του μαχαιριού, φωνή της σελήνης και της χαραυγής και λέει πλημμυρισμένος από μέθεξη << τ’ άστρα αχνίζουν και λευκαίνονται οι καθαροί αιθέριοι κάμποι >> ή << τα όρνια μας κούφωσαν τα μάτια, μήτε φρύδια μας μείναν μήτε μαλλιά… >>
Γι’ αυτό τους βάζουν ένα πιστόλι στο χέρι και τους κάνουν αυτόχειρες. Καρυωτάκης, Μαγιακόφσκη. Τους φυλακίζουν, Ναζίμ Χικμέτ, Ρίτσο. Τους εξορίζουν, Μπρεχτ και τους δολοφονούν, Λόρκα. Το ίδιο γινόταν όταν και η Ελλάς ήταν στο μεγαλείο της, μεταξύ 500 και 332 π.χ. Πέθαναν τότε οι: Αισχύλος στην εξορία, Σοφοκλής στην εξορία από πείνα, Ευριπίδης το ίδιο και ο Αριστοφάνης εξόριστος κι αυτός από πείνα. Όλο το πνευματικό επιτελείο της Αθήνας έτσι εξολοθρεύτηκε. Αιτία ο φθόνος, η αχαριστία και ο προπηλακισμός της εξουσίας.
Εν πολλοίς η τάξη της εξουσίας, κράμα αστών και μεγαλοαστών, ούσα αμαρτωλή, γίνεται στόχος των ποιητών και εμπαίζεται. Ένας λόγος να μην τους θέλει, ένας λόγος να σφραγίζει την αίσθηση του πλούτου και της διεφθαρμένης της ζωής, εξορίζοντάς τους μαζί με τους βάρβαρους στίχους τους.
Έτσι γεννιούνται οι << καταραμένοι >> ξένοι ποιητές, Πόε, Μπωντλαίρ, Ρεμπώ, Βιγιόν και οι δικοί μας Καρυωτάκης, Καβάφης, Σουρής. Όλοι αυτοί κι όσοι μου διαφεύγουν, είναι για τους << εστέτ >> της εξουσίας αλλά και πολλούς κοντυλοφόρους της συντήρησης << κακοποιοί ποιητές >>. Έκαναν ποίηση τη ντροπή της ζωής τους, τη θέα της θηλιάς της αγχόνης ποιητικά αριστουργήματα, τους ενδόμυχους σπαραγμούς τους εκφραστική λειτουργία, τον τρόμο τους ωραιότητα μέσα στις λέξεις. Γιατί πώς να εξηγήσουμε τη δίωξη του Κώστα Βάρναλη από τη θέση του διδάσκοντος στην Παιδαγωγική Ακαδημία γιατί ανακάλυψαν οι τότε κρατούντες πως τέσσερα χρόνια πριν, το 1922 στην Αλεξάνδρεια είχε εκδώσει ποιητική συλλογή με το ψευδώνυμο Δήμος Τανάλιας, πράξη φοβερή και ασυμβίβαστη με την ιδιότητα του εκπαιδευτικού! Ή το άλλο που στοίχισε το κλείσιμο του λογοτεχνικού περιοδικού << Ανεμώνη >> μετά από εισαγγελική παρέμβαση αφού προκλήθηκε σκάνδαλο ύστερα από τη δημοσίευση του ποιήματος του νέου ποιητή Ναπολέοντα Λαπαθιώτη με τον τίτλο << Κι έπινα μέσ’ απ’ τα χείλη σου… >>
Διείδαν φαίνεται ως θεματοφύλακες των αξιών της ελληνικής φυλής, τους ιεροφάντες μιας μυστικής θρησκείας της εκστατικής ομορφιάς και είπαν να τους ξεκάνουν. Γι’ αυτούς οι ανάερες μεταμορφωτικές δυνάμεις της ποίησης είναι επικίνδυνες. Το λαό τον θέλουν με τραυματικές χαραγές και ψυχικές μελαγχολικές επικλήσεις. Η ποίηση δίνει απατηλή μαγεία και ο άρτος της ζωής δεν συσσωρεύεται με εκλεπτυσμένους και εύθραυστους νομοταγείς πολίτες.
Όταν στιχουργούσε ο Ρεμπώ, τριγύρω του υπήρχαν όπως και σήμερα, μασκαράδες, τυχοδιώκτες, πόρνες, σωματέμποροι, κλέφτες, φονιάδες, λαοκτόνοι, ληστές, επίορκοι, διεφθαρμένοι μονάρχες, που ρήμαζαν τη χώρα κι ως << εγκάθετοι του Σατανά>> πουλούσαν πατριωτισμό στον εξαθλιωμένο λαό.
Τι να ‘κανε ο ποιητής; Αποτύπωσε σε << έργο ποιητικό ένδοξο >> τους εφιάλτες τής εποχής του από ανάγκη. Χάραξε με τη γραφίδα του το << ήθος >> της κοινωνίας του και έδωσε στις επερχόμενες γενιές το δικό του << ήθος νοός >> δια μέσω της λύρας του. Σαν παραισθητικά οράματα, αλλά με νόημα, συναίσθημα, τόνο και πρόθεση, τις τέσσερις πλευρές από τις οποίες οφείλουμε να πλησιάσουμε την ποίηση για να την κατανοήσουμε.
Η ποίηση μπροστά στον κοινωνικό βούρκο δεν το σκάει. Και τις αθλιότητες μπορεί να εμπιστευτεί και να λαμπρύνει τις εικόνες της με ιδεατό φως. Να τις αντιπαλέψει και να δείξει στο λαό πως στις θέσεις τους ώρα την ώρα θα σταθεί ο θρόνος τής κάθαρσης και της νίκης.
Και τότε οι τελευταίες φράσεις από μια υψηλή ποιητική συλλογή που θα διαβάσουμε, ίσως συγγενεύουν με την ολιγόλογη διατύπωση του Γουσταύου Φλωμπέρ προς τον Μπωντλαίρ όταν έλαβε τα ποιήματά του και που την αντιγράφω επί λέξει: << Αγαπητέ μου φίλε. Διάβασα πρώτη φορά μονορούφι τα Άνθη του Κακού, καταβροχθίζοντάς τα, όπως η μαγείρισσα τα ρομάντζα του σωρού κι είναι τώρα οχτώ μέρες που τα ξαναδιαβάζω, στίχο - στίχο, λέξη - λέξη. Ναι, μου αρέσουν πολύ. Και με μαγεύουν. Είσθε σκληρός σαν το μάρμαρο και διαπεραστικός σαν την εγγλέζικη ομίχλη >>.
Και τελειώνω μ’ ένα ποίημα του Friedrich Nietzsche ( Νίτσε ). Η σύνθεσή του έχει ψυχολογική, υπαρξιακή και κοινωνική αναγκαιότητα. Η βίωσή του θα σας αγγίξει.
<< Μου αρέσουν εκείνοι που δεν ξέρουν να ζουν
παρά μόνο για να χαθούν.
Γιατί είναι αυτοί που περνάνε αντίπερα.
Μου αρέσουν οι μεγάλοι καταφρονητές,
γιατί είναι τα βέλη της επιθυμίας
για την απέναντι όχθη.
Μου αρέσει αυτός που σπαταλάει την ψυχή του,
που δεν θέλει να του λένε ευχαριστώ.
που πάντα χαρίζει και δεν θέλει να συντηρηθεί.
Μου αρέσει εκείνος που η ψυχή του είναι βαθιά ακόμα
και μέσα στην πληγή του
και που μπορεί να καταστραφεί από ένα παραμικρό βίωμα.
Έτσι διασχίζει πρόθυμα το ποτάμι.
Δείτε τους αγαθούς και τους δίκαιους ποιον μισούν περισσότερο:
Αυτόν που συνθλίβει τις πλάκες των αξιών τους.
Τον καταστροφέα.
Τον εγκληματία.
Αυτός όμως είναι εκείνος που δημιουργεί.
Σας το λέω:
Πρέπει να έχει κανείς μέσα του το χάος,
για να γεννήσει ένα χορευτικό αστέρι.
Η σοφία των δασκάλων και των σοφών της αρετής
λέει να αγρυπνάτε για να κοιμάστε καλά.
Αυτή είναι η σοφία του δίχως όνειρα ύπνου … >>
Αδαμάντινη γραφή, αυστηρή κύρωση της σύνθεσης. Κάτι σαν απάντηση στα ποιητικά θρύμματα τα απομονωμένα κι ασύντακτα που ξεθωριάζουν στο ρευστό νεφέλωμά τους. Το στοιχείο της αισθητής αρτίωσης είναι το ζητούμενο. Και τότε θα βοήσομεν τη ποιήσει: Χαίρε ακτίς Ηλίου, χαίρε βολίς του αδύτου φέγγους.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου