Του Παναγιώτη Αντωνόπουλου
Κύριε πρόεδρε, στο άνθος της ηλικίας μου η κεχαριτωμένη πατρίς μ’ έστειλε στο χειρότερο χωριό της επικράτειας να διδάξω στους μαθητές μου πως η ζωή δεν είναι χίμαιρα αλλά μια κυρίαρχη ρωμαλεότητα που όσα αργύρια κι αν τους δώσουν να μην την εκφυλίσουν.
Ήταν το χωριό << άνθρωποι και γουρούνια >>. Ζούσαν μαζί τους, τα είχαν στο παραγώνι τους, μ’ αυτά μιλούσαν, μ’ αυτά έτρωγαν και μ’ αυτά πολλές φορές ξάπλωναν. Στο ίδιο μέρος και τα νεογέννητα παιδιά τους να’ χουν για μωρουδίστικο κρεβάτι τη σκάφη, οι όρνιθες να μπαινοβγαίνουν πουρλακώντας και κακαρίζοντας, οι σκύλοι δεμένοι από τα πόδια του κρεβατιού να τσακώνονται με τις γάτες και να σηκώνουν τον κουρνιαχτό από κάτω όπως ο άνεμος σιμούν στην έρημο της Αραβίας.
Εγώ στο σχολείο μου. Ένα ερείπιο με μάντρες για τοίχους, με κουφώματα σάπια, την οροφή του να τρέχει σαν καταρράχτης και τις τρύπες βουλωμένες με πανιά και εφημερίδες. Έτρωγα κονσέρβες με σκουλήκια, αφόδευα στο λόγγο, μπανιαριζόμουν στο πλυσταριό της παπαδιάς σε λέβητα και ξεσκορτσαζόμουν χωρίς σαπούνι, λόγω πενίας να το προμηθευτώ. Ζεσταινόμουν με μια γριά εκατόχρονη σόμπα που πόρδιζε ακατανοήτως ήχους, πόλεμο έστηνα τις μέδουσες νύχτες με τους αρουραίους που φώλιαζαν στο στόμα μου να πάρουν τον ύπνο τους.
Στις επικείμενες εκλογές μας επισκέφτηκε ο υποψήφιος βουλευτής. Ταξίδεψε με τη μαύρη λιμουζίνα του, μύριζε κολόνια, έσφυζε από χρήμα, ντύσιμο casoual και έσφιξε χέρια λερωμένα στον καφενέ, τη συνοδεία από λέξεις πόρνες πολιτικές, κοσμημένες με την τύρβη της πόλης και του ψεύδους. Εγώ δίπλα του, με ντρίλι παντελόνι, μπουφάν μπαλωμένο και σκαρπίνι παλιό, λιωμένο. Μου είπε ένα κρύο << γεια σου, δάσκαλε >> και μετά finito. Καμιά κουβέντα για την παιδεία, τις ανάγκες του σχολείου, τη ματζαρία μου, τη ζωή μου τη χαραμισμένη στα όρη και στα βουνά μεταμορφωμένος σε πίθηκο.
Από το σπίτι του κομματικού του προέδρου, ερχόταν μυρωδιά από λαγό στιφάδο. Στράφηκε και μύριζε. << Αγάς και φαγάς του ελληνικού δημοσίου κατά κει θα τραβήξει >> σκέφτηκα, << τι να κάνει με μένα το φτωχό πουρναρίτη γραμματοδιδάσκαλο και τους λερωμένους δεντρίτες χωρικούς. Η άδεια του κοιλιά διαμαρτύρεται το καλομαθημένο απευθυσμένο του τον εγκαλεί αερίζοντας. Αυτό θα κάνει! >>
Και σηκώθηκε. Το τραπέζι βασιλικό, όντως τον περίμενε. Η κομματαρχία τον περιποιήθηκε, οι μποτίλιες άδειαζαν και γέμιζαν, ο λαγός είδε και έπαθε! Κόκαλο δεν έμεινε και έπεσαν και στα κοτσύφια!
Εγώ από το λασπότοπο του νοικοκυριού μου, τους έβλεπα να τρώνε το καταπέτασμα και μου έπεφταν τα σάλια. Νηστικός, θεονήστικος, έβαλα την ποδιά, πήρα ένα σάπιο χάνο που με είχε φιλέψει ο γερο – Λώνης ο γείτονας και τον έριξα στο τηγάνι. Και τότε δάκρυσα, κύριε πρόεδρε! Αλλά ποιος με είδε; Και το ίδιο δάκρυ που είναι αστείρευτο ίσαμε σήμερα, εξαιτίας της ανοικονόμητης μωρίας των χουβαρντάδων υφισταμένων σας πολιτικών, ποιος θα μου το στερέψει;
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου