Του Παναγιώτη Αντωνόπουλου
Ένα μήνα τώρα η πόλη είχε αναστατωθεί. Και η αιτία ήταν ο ερχομός της ξανθής γυναίκας που ήρθε σαν δαίμονας να ξετρελάνει τους άντρες με το ξέχειλο από ζωτικότητα κορμί της και να μαράνει τις καρδιές των γυναικών που μάντευαν την παντοδυναμία της σάρκας της στις αγκαλιές τους.
Ήρθε έλεγαν οι φήμες από το βορρά, παθιασμένη για βρώμικο έρωτα, γλυκιά αμαρτία και παράφορα όργια που μόνο όσοι τα γεύτηκαν μαζί της στη σκοτεινή κάμαρά της μπορούσαν να τα διηγηθούν και να περιγράψουν την ευτυχία τους.
Ήρθε έλεγαν οι φήμες από το βορρά, παθιασμένη για βρώμικο έρωτα, γλυκιά αμαρτία και παράφορα όργια που μόνο όσοι τα γεύτηκαν μαζί της στη σκοτεινή κάμαρά της μπορούσαν να τα διηγηθούν και να περιγράψουν την ευτυχία τους.
Κι όσο οι διηγήσεις επαναλαμβάνονταν από στόμα σε στόμα απ’ αυτούς που γεύτηκαν τον ακόλαστο έρωτά της τόσο άναβε τη φαντασία εκείνων που επιθυμούσαν να ακούσουν τους γλυκούς της ανασασμούς και να εισχωρήσουν στο ζεστό και ανθισμένο κορμί της.
Μια είδηση όμως τελευταία που ξεκίνησε σαν χλιαρό αεράκι και κατέληξε σε λίβα ιστορούσε με γλαφυρό τρόπο όσα ζητούσε στο κρεβάτι η γόησσα από τους εραστές της. Διανθισμένη η ίδια είδηση και με λαϊκή φιλοσοφία υπερκερούσε σε πολλά σημεία τα φυσικά συμβαίνοντα στους εραστές και μιλούσε για τα ακραία βίτσια της ξανθιάς που τους οδηγούσαν στα πρόθυρα της τρέλας.
Στην αρχή μιλούσε για το μέρος που έσμιγαν η εταίρα και ο εραστής. Εντύπωσε έκανε πάντα κατά τη φήμη, η διακόσμηση της κάμαρας που ήταν πρόστυχη, κακόγουστη και ανήθικη. Ο εραστής αμέσως μόλις περνούσε την πόρτα, απογειωνόταν με όσα γυμνά έβλεπε. Η έντονη διονυσιακή μέθη τον ανέβαζε στους εφτά ουρανούς και η τρικυμία που θα επακολουθούσε στην αγκαλιά της γυναίκας τον έκανε να αγγίζει το όνειρο. Όμως η ασυνήθιστη διακόσμηση του πάγωνε την καρδιά κι ένα κραχ μέσα του τον κάρφωνε στη θέση του.
Και κολλημένος εκεί δεν πίστευε σ’ αυτά που έβλεπε. Βαριές κι ακριβές μαύρες κουρτίνες κρέμονταν και στους τέσσερις τοίχους, στολισμένες παράξενα με κάτασπρους σταυρούς. Φωτίζονταν από χοντρά κεριά στηριγμένα σε κηροπήγια που ‘χαν τις επιφάνειές τους διακοσμημένες με σκορπιούς και σαύρες. Στο πάνω μέρος του κρεβατιού ένας πίνακας άθλιος και σκοτεινός, τρόμαζε τον εραστή. Ήταν ο έρωτας με το κεφάλι του ματωμένο και το πρόσωπό του παραμορφωμένο. Το βέλος του σπασμένο, τα άνθη ξερά και σκορπισμένα κι ένα συννεφάκι σαν μικρή τουλούπα να θολώνει το φόντο. Κι εκεί μέσα μόλις ξεχώριζε σαν πεταμένη κουκκίδα η καρδιά σκεπασμένη από την αχλή του αίματος.
Σ’ αυτή την κάμαρα η αισθησιακή εταίρα τρέλαινε τους εραστές. Παντοδύναμη και προκλητική που ήταν τους έπαιζε όπως η γάτα το ποντίκι, στο ζεστό μοσχοβόλημά της τους κοίμιζε, στα άγρια σημάδια του κορμιού και της ψυχής της τους έκανε να εναποθέτουν τις πρωτόγονες ορμές τους.
Ο εραστής την περίμενε στο κρεβάτι. Αυτή εμφανιζόταν στην πόρτα και προχωρούσε λικνιστά προς το μέρος του. Τις καμπύλες του κορμιού της δεν τις έκρυβε αλλά τις άφηνε να διαγράφονται μέσα από το διάφανο και αραχνοϋφαντο ροζ νυχτικό της. Κι όσο πλησίαζε κρατούσε στα χέρια της από ένα ολόμαυρο αναμμένο κερί και στα χείλη της έσφιγγε τη λάμα ενός αστραφτερού μαχαιριού. Όταν έφτανε κοντά στο κρεβάτι έβγαζε άναρθρες κραυγές, έβαζε τα κεριά στις κηροδόχες, το μαχαίρι σ’ ένα κρυστάλλινο δίσκο που βρισκόταν στο κομοδίνο και ξάπλωνε. Πριν συνευρεθούν ο εραστής έβλεπε πως το κρεβάτι ήταν καρφωμένο στο πάτωμα κι ένα καπάκι όρθιο στον τοίχο ετοιμαζόταν να τους σκεπάσει. Και όντως όταν το παράφορο πάθος τους, τους κυρίευε, το κάλυμμα έκλεινε και τους εγκλώβιζε. Στο σχήμα πλέον του φέρετρου που έπαιρνε το κρεβάτι, ακολουθούσε ένας λυσσαλέος έρωτας, πρωτόγονος και κτηνώδης.
Μια νύχτα ένας φλογερός εραστής της εκμυστηρεύτηκε πως οι πελάτες της ήταν φτωχοί κι από τάξεις ανυπόληπτες. Οι πλούσιοι την ορέγονταν αλλά δεν την επισκέπτονταν. Η κοινωνική τους θέση δεν τους επέτρεπε να διαπομπέψουν συζύγους και οικογένεια. Η εταίρα έγινε έξαλλη και ορκίστηκε εκδίκηση. Κι όταν έφυγε ο εραστής, ψιθύρισε όλο μίσος για τους ανέραστους πιθήκους που κρύβονταν στους μηρούς των γυναικών τους: << Σαν δεν πάει ο Μωάμεθ στο βουνό θα πάει το βουνό στο Μωάμεθ >> και άρχισε να υφαίνει το σατανικό της σχέδιο.
Σε λίγες μέρες τους κάλεσε στο χορό της. Τους παρήγγειλε πως θέλει να τους γνωρίσει και να τους αποδώσει τιμές και τον προσήκοντα σεβασμό της. Οι άντρες που ως τώρα μοιραζόταν τη συντροφιά τους ήταν εξεζητημένοι κι αυτή καιγόταν να κυλιστεί στην αμαρτία με βόες γερούς και λαμπερούς της διεφθαρμένης αστικής τάξης.
Όταν ήρθε η βραδιά το ξενοδοχείο της πόλης γέμισε. Τους δέχτηκε κατάφωτο και στολισμένο από το γούστο της μυριάκριβης καλλονής. Απαλλαγμένοι οι γαμπροί από τις σκιές των γυναικών τους, της χάριζαν χαμόγελα, χάδια και τρυφερά χειροφιλήματα.
Όταν όλοι οι καλεσμένοι άντρες κάθισαν, η πόρτα έκλεισε και η ορχήστρα πήρε θέση. Η αίθουσα διακοσμημένη πρωτότυπα και ιδιόμορφα εντυπωσίαζε μαζί και σοκάριζε. Κουρτίνες με φύλλα κόκκινα και μαύρα με μεγάλες πτυχές κρέμονταν και στους τέσσερις τοίχους. Η χρωματική εικόνα που δημιουργούσαν ήταν ασυνήθιστη και σκανδάλιζε τα μάτια, φόβιζε την ψυχή και προξενούσε σκέψεις οδυνηρές στους καλεσμένους. Τέσσερα μαρμάρινα γυμνά ανδρών στις γωνίες, με έντονες τις σμιλεύσεις στους μυς τους, απορρόφησαν για πολύ ώρα το βλέμμα τους. Η εστίαση γινόταν στο χνούδι των οργάνων τους και στη κόκκινη γραμμή από αίμα που τη χρύσωνε η συγκλίνουσα φωτεινή δέσμη. Το κάθε ανδρικό άγαλμα ζευγάρωνε και μ’ ένα γυμνό γυναίκας. Όλα καλλίγραμμα, αλλά με παραμορφωμένα πρόσωπα. Οι χρωματισμοί πάνω τους πολλοί, οι φωτοσκιάσεις σκοτεινές, ο πέριξ χώρος μουντός και ζοφερός.
Το σερβίρισμα άρχισε την ώρα που είχε ορίσει η εταίρα. Τα τραπέζια γέμισαν φαγητά. Ένα ψητό γουρουνόπουλο με ολόασπρες πατάτες έκανε την αρχή, σερβιρισμένο σε μεγάλο ασημένιο ταψί και μπήκε στη μέση του τραπεζιού. Ακολούθησαν δέκα χήνες γεμιστές με κάστανα κι ελιές, οχτώ κοτόπουλα ελεύθερης βοσκής γαρνιρισμένα με φρούτα θαλάσσης και πασπατεμένα με ολόξανθη αρωματική ρίγανη. Δέκα μπεκάτσες με σαμπάνια, ορτύκια με τουτουμάκια και σάλτσα μαζί με ποικιλίες από ψάρια σε μεγάλες πορσελάνινες λεκάνες. Ύστερα ήρθαν οι σαλάτες, όλες βαλμένες σε διάφανα κρυστάλλινα μπολ, συμπληρωμένες με ελιές θρούμπες και τηγανιτά σπαράγγια. Σαν όλα μπήκαν στα τραπέζια ήρθε η σειρά του κρασιού. Τούτο σερβιρίστηκε σε δώδεκα μποτίλιες Βοημίας, ήταν κόκκινο σαν αίμα και ήγειρε το ενδιαφέρον και τα σχόλια με το χρώμα του στους καλεσμένους.
Ήταν όλοι έτοιμοι ν’ αρχίσουν το φαγητό όταν από το βορινό παράθυρο ένας παγωμένος αέρας που εισέβαλε μέσα τους πάγωσε και τους φόβισε με την ορμή του. Σιγά- σιγά εξασθένησε, άφησε μια υπόκωφη βοή, μια ύβρη θα ‘λεγε κανείς σαν να τους φοβέριζε για τη διονυσιακή τους ευωχία και βγήκε πάλι από το παράθυρο. Και μέσα στους συριγμούς και στους ψιθύρους των καλεσμένων μια γυναίκα ρυπαρή, μονόφθαλμη και κυρτή κάγχασε, σούρθηκε με θόρυβο κοντά τους και με λόγια που έσταζαν δηλητήριο τους είπε:
<< Η αξιότιμη εταίρα δεν θα ‘ρθει! Το απρόβλεπτο που της έτυχε θα την καθυστερήσει. Αρχίστε το φαγητό, ευχηθείτε για το αίσιο της εισόδου της και αποβάλετε τις κακές σκέψεις. Λυπάται και σας ζητά συγγνώμη! >>
Οι καλεσμένοι κοιτάχτηκαν ανήσυχοι. Διαμαρτυρήθηκαν μ’ ένα μουρμουρητό και μαζεύτηκαν παγωμένοι στις θέσεις τους. Η σατανική μέγαιρα χάθηκε πίσω από την πόρτα, λιχνίζοντας στον αέρα υποψίες, φόβους και αναστεναγμούς.
Η διάρκεια του φαγητού πήρε λίγο χρόνο. Η συμπεριφορά της εταίρας άφησε σύξυλους τους καλεσμένους και τους έκοψε την όρεξη. Η λύπη τους, τους ατόνησε τις γαστριμαργικές τους επιθυμίες, τους στέρησε να φάνε τον αγλέουρα και να πιούνε του σκασμού. Η επιθυμία να δούνε το αισθησιακό κορμί της τους ξέκοψε από τις γήινες απολαύσεις. Η αχαλίνωτη φαντασία τους ποδοπατήθηκε από τη βίαιη συμπεριφορά της. Στη λάμψη της ματιά της είδαν το έκτρωμα να σαβανώνει με την τύφλα του την αχτιδίτσα της ματωμένης καρδιά τους. Και σκέφτηκαν: <<Τουλάχιστον θα έρθει όταν αρχίσει η ορχήστρα, ο χορός θα είναι στο φόρτε του και ο οίνος ο εύγεστος που έχει ρεύσει μέσα μας θα έχει αναβλύσει όλα τα όνειρά μας γι’ αυτή! >>
Το γυναικείο έκτρωμα, η φριχτή σκιά ξαναμπήκε στην αίθουσα. Στάθηκε κοντά τους και τους είπε ανέσπλαχνα μ’ όλη τη σατανική της επιβολή: << Η γυναίκα, το ρόδο του κάλλους και τροφός των άγριων αισθημάτων σας και της ακόρεστης φιληδονίας σας, λυπάται για την απουσία της. Δοκιμάζει την υπομονή σας το ξέρει, δεν μπορεί όμως να φανεί συνεπής και να σας συντροφέψει στην ευωχίας σας. Κάθε οπτασία στο μυαλό σας με το σφιχτοδεμένο σώμα της ας ξεθωριάσει και η έκφανση του ωραίου που φαιδρύνει την αίθουσα ας συγκινήσει την αυτού μεγαλειότητά σας! >>
Με τέτοια λόγια τους αποθάρρυνε. Ύστερα απόστρεψε τη σκαιά παρουσία της από πάνω τους και βάδισε με προκλητική βραδύτητα προς τα ιδιαίτερα δώματά της.
Το έκτρωμα έφυγε η ορχήστρα έπαιξε. Ένα βαλς ακούστηκε, τα φώτα έσβησαν εκτός από ένα κρυφό στο νότιο τοίχο. Οι καλεσμένοι σηκώθηκαν, πλησίασαν τις ντάμες, επέλεξαν ο καθένας μία του γούστου του κι άρχισαν το χορό. Ελάχιστα λεπτά και ο χορός έγινε βαρετός. Δύσκολα κινούσαν τα πόδια τους, οι κινήσεις αργές, πρόσωπα ανέκφραστα, ψυχές δηλητηριασμένες, βλέμματα νωθρά, έλλειψη ζωηράδας στο άγγιγμα των θηλυκών αγγέλων που κρατούσαν στις αγκαλιές τους.
Η απουσία της εταίρας έκανε την ατμόσφαιρα άχρωμη και παγερή. Η βραδιά θα ήταν ζοφερή, το ‘χαν διαισθανθεί, αιχμάλωτοι στα σκοτάδια της και πώς να τα ξεφύγουν. Χαρούμενοι δέχτηκαν την παύση της ορχήστρας και κάθισαν ανήσυχοι με χείλη σφραγισμένα. Τα μέλλοντα να συμβούν στοιχειά μέσα τους έγιναν που βόγκους κυοφορούσαν.
Καθισμένοι σ’ αναμμένα κάρβουνα μύριες σκέψεις έκαναν. Όλες διεφθαρμένες και παρανοϊκές. Κι όλες να ‘χουν αντικείμενο το λάγνο κορμί της εταίρας. Επιθυμία τους μεγάλη να το δουν, να το αγγίξουν, δικό τους να το κάνουν σε μια συνεύρεση πάθους και άγριας ορμής. Κι εκείνο όλο να τους ξεφεύγει, να χάνεται και να επιστρέφει πότε σαν ανθός και πότε σαν φύλλο μαραμένο. Ώσπου το είδαν νεκρό μια σαπίλα φρικτή μ’ ένα δαίμονα να το σέρνει στης Κόλασης τον αφανισμό. Εκεί στο πυρ της το εξώτερο που κατακαίει κάθε σκεύος αμαρτωλό.
Λιχνίζοντας το βλέμμα τους στον ίσιο αγέρα όλο έβλεπαν και φαντάζονταν ώσπου πάλι το φριχτό έκτρωμα, εκείνο το χούφταλο μπήκε μέσα για να τους πει με μίσος και φωνή σαν σπάθα φονική: << Η είδηση είναι θλιβερή και πρέπει ψύχραιμοι να φανείτε! Η εταίρα δε θα ‘ρθει! >>
Τι το ‘θελε και το ‘πε! Σπαρακτικές φωνές ακούστηκαν, κατάρες εκτοξεύθηκαν, αναθέματα και ύβρεις στόλισαν την αίθουσα που έβραζε. Μια ομάδα από τη δυτική πλευρά κινήθηκε με άγριες διαθέσεις εναντίον της, άλλοι τη σκόπευσαν με αντικείμενα, και ένας Απολλώνιος άνδρας την περίχυσε με ρευστά υγρά. Εξαφανίστηκε στο λεπτό και από την έξοδο γρήγορα φυγάδευσε την παρουσία της.
Παρασυρμένοι και υπόλοιποι την πήραν στο κυνήγι. Και πια η ανθρώπινη μάζα έγινε λάβα ηφαιστείου που ξεχύθηκε ασυγκράτητη όπως ο στρατός σε εισβολέα εχθρικό. Κατέστρεφαν, έκαιγαν, λεηλατούσαν και σκότωναν, αδερφό τον αδερφό, φίλο το φίλο. Τρυπούσαν με μαχαίρια, εξόριζαν οφθαλμούς, έκοβαν δάχτυλα, αυτιά και αφαιρούσαν μύτες. Εκτόνωναν έτσι το μίσος τους, την πρόστυχη εταίρα εκδικούνταν. Το πύρινο τούτο ανθρώπινο ποτάμι μπόρεσε και το σταμάτησε ένας πίνακας της εταίρας. Κρεμασμένος στον ανατολικό τοίχο την έδειχνε σε στάση άσεμνη και γυμνή.. Στα πόδια της ένας κόκκινος λεκές από αίμα με μια κίτρινη λεζάντα έγραφε: << Άγριες, μικρές μου μαϊμουδίτσες, σας την έφερα! Αμάρτησα το ξέρω αλλά σας τρέλανα! Το κορμί μου το προτιμώ σίχαμα νεκρό, παρά στην αγκαλιά σας λάγνο στολίδι! Τα ορθόστητά μου στήθια, τις ρόγες μου τις αιχμηρές, τις γάμπες μου τις σμιλευμένες, το εφηβαίο μου το σγουρό, ότι με πάθος με στολίζει για σας στο μέλλον το φυλάω σαν των δαιμόνων μυρμηγκιά. Σας χαιρετώ και τον περήφανο το δρόμο μου ακολουθώ! >>
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου