Του Παναγιώτη Αντωνόπουλου
Παλιά φωνούλα, από το παρελθόν στο ευήκοο αυτί μου ήρθε, το λόγο της ν’ ακούσουν τυχοδιώκτες πολιτικοί, βλάσφημοι δημαγωγοί, ύπατοι βάρβαροι συγκλητικοί. << Οι πληγές που μας βρήκαν, από εποχή σκύλα παλιά κρατιούνται και σε άντρο εωσφορικό τεχθήκαν >>.
Ποία εποχή; Τη γερασμένη του παρελθόντος, τότε που οι κλέφτες της σήμερον μορφώθηκαν το κακό και το αλλότριο και σύλληψαν στο μυαλό τους την πάσα καταστροφή μας.
Με σχολεία στάβλους, βιβλιοθήκες σκονισμένες, δασκάλους δικτατορίσκους, γνώσεις μουχλιασμένες, σε σωρούς από κίτρινα χαρτιά γραμμένες. << Βασιλεύ ουράνιε, παράκλητε… >> στις αίθουσες, << πάτερ ημών, ο εν τοις ουρανοίς… >> στα κατηχητικά. Με τους κακούς μαθητές γονατισμένους στο χαλίκι, τους σκασιάρχες ξυλοφορτωμένους και τους απόντες του κατηχητικού αφορισμένους από την ορθόδοξη εκκλησία. Στο σπίτι ότι έκανες δεν άρεσε και για να συνέλθεις σου ‘ριχνε μια σβουριστή καρπαζιά ο σουλτάνος πατέρας και σε έβριζε ανάξιο και χαμένο.
Με σχολεία στάβλους, βιβλιοθήκες σκονισμένες, δασκάλους δικτατορίσκους, γνώσεις μουχλιασμένες, σε σωρούς από κίτρινα χαρτιά γραμμένες. << Βασιλεύ ουράνιε, παράκλητε… >> στις αίθουσες, << πάτερ ημών, ο εν τοις ουρανοίς… >> στα κατηχητικά. Με τους κακούς μαθητές γονατισμένους στο χαλίκι, τους σκασιάρχες ξυλοφορτωμένους και τους απόντες του κατηχητικού αφορισμένους από την ορθόδοξη εκκλησία. Στο σπίτι ότι έκανες δεν άρεσε και για να συνέλθεις σου ‘ριχνε μια σβουριστή καρπαζιά ο σουλτάνος πατέρας και σε έβριζε ανάξιο και χαμένο.
Άλλη σφαλιάρα από το θείο όταν το μάτι σου βόσκαγε στο γαλακτερό και τορνευτό βυζάκι της ξαδέρφης σου. Στις μύτες των ποδιών τους περπατούσαν οι κοπέλες ως το παραθύρι το νιο πραματευτή να δουν, στο γυρισμό τη σάρκα τους λυσσασμένη και ωρυόμενη η μητέρα με δαγκωνιά λυσσαλέα τη μάτωνε. Στο βιβλίο κάθε χειρόγραφη λεξούλα που ευωδούσε μύρο αγάπης και έρωτος την ξεπλέναμε με το <<
πεντάρι>> του καθηγητή. Δυο ρουφηξιές νικοτίνης στην εκδρομή μας ξαπόστελνε στα όρη και στα βουνά η πενθήμερη αποβολή του κέρβερου σκύλου Διευθυντή.
Μια ζωή σταματημένη από κοινωνία ευθυμούσα να μας βλέπει να κατρακυλάμε σε βάθος δυσθεώρητο με την πρόνοια να μας σφίγγει σε δόντια λιόντισσας, τη στρωμνή μας από αγκάθι και ξερόχορτο, τη στέγη μας κάτω από τρύπιο τσίγκο. Κανείς δεν άπλωσε το χέρι του να μας σώσει εκ της φθοράς, ουδείς μας είπε << λαέ μου >>, ουδείς ίαση προσέφερε σε μας που μας φώναζαν << όχλο >> και << σαβούρα >>.
Και μας αποτέλειωσαν με μια κουτσοροκέφαλη παιδεία. Που παίδευε τους λύκους για να μας φάνε και μας γύμναζε στο σκύπτειν και στο κάμπτειν. Με τέτοια ποιητικά ασμάτια τι άνθρωπος να γίνει κανείς; << Μη σας είναι ο ξένος πλούτος ένα αγκάθι στην καρδιά, πέστε αζήλευτα: Είναι τούτος εργασίας κληρονομιά >>.
Δηλαδή ο έχων τον πλούτο είναι τίμιος και εξέχων, μας λέει ο ποιητής. Κι αυτός είναι πολιτικός, διοικητής, χριστιανός, ιεραπόστολος, ο κάθε κλέφτης του λαού, ο κάθε λήσταρχος ευεργέτης, ο ερυθροσταυρίτης και ο καλός Σαμαρείτης! Κανάγιες!
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου