Δευτέρα 6 Μαρτίου 2017

Άγριοι καιροί

Αποτέλεσμα εικόνας για ΑΝΕΜΟΒΡΟΧΟΧΡΟΝΟΓΡΑΦΗΜΑ 
Του Παναγιώτη Αντωνόπουλου 
        Με  άγριους καιρούς, δύσκολες ώρες, λίγο φαί, πολύ μπάσταρδο αέρα γεμάτο φούμαρα από ψεύτες πολιτικούς για ευ ζην και με στουρναρίσες μεταρρυθμίσεις κυλάει η ζωή μας στην επαρχία. Και σκας τόσο από την εγκατάλειψη που νιώθεις στο πετσί σου, που και την πρασινάδα τη βλέπεις σαν πρόκα, τα σγουρά περσέμολα και τους βασιλικούς φυλλαράκια ανόητα. Καταντά χτηνωδία να βλέπεις τους αχινούς να γδύνονται στο χείλος του κύματος, τα αυτάκια των ανθών να τινάζουν τη γύρη τους, το φεγγάρι στον ουρανό να κουρντίζει το ρολόι του αγγέλου και το πρωινό να μεγαλώνει τη χλόη.

         Στην πλατεία οι ίδιοι και οι ίδιοι. Με το σάπιο λόγο, τα πολυφορεμένα ρούχα, τη στενόκαρδη διάθεση, ύποπτοι, καταχθόνιοι, χωμένοι στην υποκρισία, λωτοί στη μνήμη, πλασμένοι να ευτυχούν στη συμφορά του συνανθρώπου.

         Γέροι σταφιδιασμένοι αμίλητοι, ρουφούνε με ρέγουλα το λειψό καφεδάκι, καπνίζουν και πετάνε κάτω τη σωσμένη γόπα. Στις τσέπες τους λογαριασμοί, γράμματα, αποδείξεις, αιτήσεις, κλήσεις, σημειώσεις, νούμερα και τρύπια κηδειόχαρτα. Κάποιοι βρίζουν τους πολιτικούς που τους κατάντησαν κουρελιασμένο ασκέρι, άλλοι το Θεό και τη γερμανίδα γκέισα. 
          Και είναι πολλοί. Ο υπέργηρος συνταξιούχος του ΙΚΑ με το σχισμένο παπούτσι, ο ξάδερφος φορτηγατζής  με τις πατερίτσες, η Κατίγκω η πλύστρα που παραπονείται για τη  δυσσυστολία της, η Ασπασία η φουρνάρισσα που ρυτίδιασε να ψήνει φραντζόλες, ο Λούλης ο ρουφιάνος που διαβάζει την προκήρυξη της Χρυσής Αυγής. 
         Στην πιο πέρα γαλάζια τέντα  ο Παπαλάκης αραγμένος στο δικό του κόσμο. Σκοτώνει μύγες χτυπώντας με την εφημερίδα το τραπέζι του. Κλαίει την κουρεμένη του σύνταξη, και βρίζει που έμεινε στάσιμος ανθυπασπιστής κι έχασε την προαγωγή. Δείχνει το πακέτο του με το χύμα τσιγάρο και κατεβάζει το χέρι του δεξιά να πιάσει δήθεν το όπλο.  Πώς να το καταπιεί;  Χρόνια ψήφιζε σκαφάτους.   
      Όλοι τούτοι οι καρεκλοκένταυροι κάποτε ήτανε στις δόξες τους. Τα μνημόνια τους χτύπησαν κατακέφαλα και τους ξέκαναν. Τα θυμούνται κι όλο γι’ αυτά μιλάνε. Κι όπως ήταν μαλθακοί από το χρόνο, τους ήρθε τέτοιος ταμπλάς που ξέφτισαν. Κι όπως τους κοιτάζεις από μακριά στη στρούγκα του καφενείου μαζεμένους, τους περνάς για σωρό από βρώμικα κόκαλα, ξερασμένα από μια φευγαλέα σκύλα ζωή.  

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου