Γράφει ο Παν. Αντωνόπουλος
Καθώς βοριάς
κρύος, πέρασαν οι εκλογές. Κι όπως εκείνος αφήνει συντρίμμια, ρίχνει στέγες, καταλύει
σκούφους και σούρνει χαρτοκούτια, όμοια και τούτες κραυγές λύσσας άφησαν,
γαβγίσματα, κικιρίκου, θα… θα… θα…, ιούς
σκόρπισαν σαν το πλασμώδιο του Λαβεράν. Στις πλατείες άφησαν αποτσίγαρα, τσόφλια από
ηλιόσπορους, στους σταθμούς κουρελήδες ψηφοφόρους.
Δαίμονες εν οίκω
οι υποψήφιοι, μας καταβρόχθιζαν μέσα στο σαλόνι μας, τα σαγόνια τους λεπτό δεν
έκλεισαν να αλέθουν, κόκκινους, πράσινους, γαλάζιους, σιτισμένους με όσπριο,
φουκαράδες Ελληνάκους με μπαλωμένο βρακί. Ένας Κολοκοτρώνης δε βρέθηκε να τους
σβουρίξει τη σπάθα, ένας Νεφεληγερέτης Δίας να τους κεραυνώσει, ένας Ποσειδώνας
του ωκεανού να τους πατώσει στα αφρισμένα κύματα.
Μου ‘ρχόταν όταν
τους έβλεπα στο γυαλί, να ξεράσω πάνω τους ένα ποτάμι από βρισιές, κατάρες και αναθέματα και να τους πω: << σκάστε, γέννες
σκύλας, γόνοι διαβόλων, απόγονοι εκατόγχειρων τεράτων >>. Να τους ρίξω
πέτρες, βράχους μυτερούς να τους εκσφενδονίσω, τις κορυφές του Ταϋγέτου κατά πάνω τους να σωριάσω. Κορμούς δέντρων να τους πετάξω, με το
σκουπιδαριό της Τριφυλίας να τους αρωματίσω, τη θάλασσα του Ιονίου και τον
Αρκαδικό να τους αδειάσω και να τους πνίξω. Να καλέσω την πυροσβεστική με τις μάνικες να τους καταβρέξει τον άγιο δέσποτα της μητρόπολης Τριφυλίας να
τους ξορκίσει, το διοικητή της αεροπορικής βάσης του Αράξου με τα Μιράζ να τους
βομβαρδίσει.
Με κύκλωπες
έμοιαζαν πολλοί, άλλοι με τον Προκρούστη, το Ταμερλάνο, τον Αννίβα, τον Τυφωέα.
Άλλοι με λύκους ορεσίβιους κι άλλοι με τριχωτά λιοντάρια. Κάποιοι με το μαλλί
πάνω σαν το αγκάθι του αχινού, όμοιοι σκαντζόχοιροι. Χρωματισμένοι υπέργηροι
ντυμένοι σαν παγώνια ήταν μερικοί και άλλοι δίπλα τους γυαλισμένοι σαν γλόμποι.
Να μπορούσα με
έγχυμα υπνοφόρου παπαρούνας να τους κοίμιζα. Με το στραμμώνιον βότανο της
Κίρκης να τους έφερνα αμνησία. Με χημικό
εξαέρωσης να τους εξολόθρευα. Να τους χτυπούσα με ακόντιο όμοιο με κείνο που βαστούσαν
στο χέρι οι τριακόσιοι του Λεωνίδα, μ’ ένα μαγικό ραβδί να έκανα άλλους
κλωνοπίθηκους κι άλλους όνους και τίγρεις της Σιβηρίας.
Χρόνους πίνουν
σε κούπες χρυσές το κρασί τους, ρουφούν το νέκταρ της πατρίδας, στο φράγμα των
δοντιών τους περνά αφορολόγητη θεϊκή
αμβροσία. Όλοι τους τρίμματα από περιττώματα, όλοι τους ένα μάτσο δαίμονες, ρούφουλες και άρπαγες!
ellinikoxronografima.blogspot.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου