Δευτέρα 30 Ιουνίου 2014

Διακοπές

Γράφει ο Παν. Αντωνόπουλος

            Σε πίσω καιρούς σήμερα το χρονογράφημα. Σε καλοκαίρια ντυμένα στο κίτρινο και δροσισμένα από Γαρμπήδες και Ζέφυρους.  Καλοκαίρια φίνα, με τους κόρφους τους να στάζουν ιδρώτα, τις ρόγες των κοριτσιών χαϊδεμένες από την Όστρια, τη μουσική συμφωνία των γκιώνηδων να χαϊδεύει τα ώτα, τις μυρωδιές του υάκινθου και του ριθιού να φτάνουνε σε μακρινά ακρογιάλια.
            Ευθύς μόλις τα σχολεία έκλειναν, αμπαρώναμε τα σπίτια και γινόμαστε Λούηδες. << Φορτώστε τα στο γάιδαρο >> έλεγε ο αφέντης πατέρας, χαϊδεύοντας το ακάνθινο γένι του. Προορισμός μας το χτήμα για τις καλοκαιρινές μας διακοπές, σε χώρο άνυδρο και ξερό, ζωσμένο τριγύρω από την αφαλαρίδα και το γαϊδουράγκαθο.
            Φέρναμε τον όνο  σηκωτό. << Τις κότες εκεί! >> πρόσταζε η μάνα. Έδειχνε με το στραβό δείκτη της τα μέρη του σαμαριού και μας ορμήνευε πώς να τις φορτώσουμε. Αναπέμπαμε εφύμνιο ευχαρίστησης, τις κρεμάγαμε κατωκέφαλα δεμένες από τα κολιτσάκια και σκύβαμε στο συμπράγκαλο. Όλο το τεντζερέδικο της κουζίνας έπρεπε να φορτωθεί. Ακόμη παγούρια, βίκες, σαρωματίνες, καρδάρες, τέσες, βελέντζες για τον ύπνο, το πανί να σκεπάσουμε τη σταφίδα όταν ξέσπαγε κατακλυσμός, σκαλιστήρια, φαλτσέτες, δρεπάνια για τις δουλειές. Ακόμα βότανα για το άσθμα, σμόλακα για τα στραμπουλίσματα, φιδόχορτο για το δάγκωμα της όχεντρας, σπόρους ψύλλιου για το γαστρεντερικό μας σύστημα.   
          Στρατοπεδεύαμε στο αιωνόβιο πουρνάρι μας. Από κει πάσα έφοδος  και πάσα λεηλασία στα πέριξ.  Το φαγητό μας λειψό, οι μέρες μας ζεστές και λιωμένες,  εμείς σκιαχτράκια αγνώριστα από τη σκόνη και το άγανο, αλωνίζαμε κάθε ίσιωμα και τούμπι. Θερίζαμε το ξανθό στάχυ, τρυγούσαμε τα τσαμπιά του χρυσόρωγου σταφυλιού, το μελισσόχορτο με τα κίτρινα άνθη του σε ανατολή και δύση μαζεύαμε. Γυμνοί στον πυρωμένο ήλιο τις άσωτες στιγμές μας μετρούσαμε, τη λύσσα του πρώιμου έρωτά μας στη διχάλα των ηλιοψημένων βυζιών της Αρετούλας σβήναμε. Κι όποιο μαγουλάκι ρόδινο σαν τερμίτης την καρδιά μας ροκάνιζε, με φιλί φωτιάς  το αποκτούσαμε.
           Έκτοτε ο χρόνος φαγώθηκε, φτάσαμε εδώ σε βάθος δυσθεώρητο. Το χτήμα λόγγωσε, οι δραγάτες πέθαναν, εμείς πληγωμένοι από τον τροχό της κρίσης κατ’ οίκον βαρύθυμοι ζαρώνουμε. Οι αλεπούδες τρώνε τις κότες, το ψωμί που δαγκώνουμε στάζει αίμα, ο χιτώνας μας κουρέλι, το στομάχι μας ένα στραπατσαρισμένο όργανο που δεν ασκείται στην πέψη.  Και αναμιμνήσκομεν, λέγοντες:: Ήταν ωραία η ζωή στη μακρότητα εκείνη των ημερών  το δε ποτήριό της να μεθύσκεις, γενόμενος κράτιστος και πολυέλεος, ένα αγέρι που σάρωνε  το φαρδύ φουστάνι γόησσας γυναίκας.

                                                   ellinikoxronografima.blogspot.gr  

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου