Παρασκευή 6 Ιουνίου 2014

Κατείβετο δε γλυκύς αιών νόστον οδυρομένω


Γράφει ο Παν. Αντωνόπουλος
Έλληνα της διασποράς
               Άφθορε Έλληνα της διασποράς, ευφραινέσθω η ψυχή σου, χορευέτω η χαρά η μετάγουσα σε λειμώνες ευτυχίας. Χαίρε, από το γενέθλιο τόπο του ήλιου και της αρμύρας  με το συνδοξαζόμενο μπλε και λευκό της ευρύχωρης θάλασσας και του σύμπαντος ουρανού. Της νεραϊδόκορμης αγράμπελης δέξου την αφή του φιλιού της, της ροδοδάφνης το άνθος ξεφύλλισε στο αναμμένο κεράκι της μνήμης σου. Στο έμπα του σπιτιού σου, στήσου Οδυσσέας ένδοξος, τις μολυβένιες μέρες του νόστου σου ξεδίπλωσε, το ιερό  πτολίεθρο  της πατρίδας σου που άφησες και πήγες σε άστεα ξένα, υπερώα θανάτου και οίκους μολυσμού του σώματος και της ψυχής σου, θυμήσου.
              Σ’ έδιωξαν Ηρώδες και Νέρωνες και μπήκες στη σχεδία για την Ιθάκη σου με μάτι τρομαγμένο, στον ταξιδιωτικό σου σάκο έχοντας φυλαγμένο σε άγιο δισκοπότηρο, το αγιασμένο δάκρυ των ομοαίματων δικών σου. Η στράτα σου χιονισμένη, ο καταυλισμός στην ξένη χωρίς ρόδα στους φράκτες με τις σπασμένες γλάστρες του αντί βασιλικό και δυόσμο, άγριους άκανθες.  Και γύρω σου λύκοι μπόσηδες με τον Τάταρο ίσκιο τους να σε διατάζουν, τον μπρούτζο να δουλεύεις όλη μέρα.             
               Τον  άρτο σου ακόμη τρως πικρό, η καρδιά σου ακοίμητη βροντάει, το χέρι σου το χώμα της πατρίδας σφίγγει, το δροσισμένο με της ανάσας σου τ’ αγέρι.  Δεν έβγαλες μάλαμα απ’ τη δουλειά, ασήμι δε σώρευσες να πλουτίσεις, Κροίσος δεν έγινες ποτέ. Σαν τους Κολοκοτρωναίους, νύχτα σελώνεις τ’ άλογο, νύχτα το καλιγώνεις να πας στα Δερβενάκια της δουλειάς. Κι εκεί ούτε ένα ξερό δαφνόφυλλο, μήτε ένα σγουρό περσέμολο! Εκεί ο βρόντος της μηχανής, εκεί και η σταγόνα του ιδρώτα σου που λιπαίνει το γρανάζι του τροχού.
                Κι έχεις το μάτι ακίνητο και καρφωμένο προς τα εδώ. Στον ουρανό της πατρίδας σου, τον δώθε απ’ τ’ όνειρο και τον κείθε από τη γη.  Τον στολισμένο με τους αστερισμούς των θεών, τον ζωγραφισμένο απ’ το δείλι, τον χορευτή από τους μουσικούς ήχους της φλογέρας. Κάθεσαι στο ακρογιάλι, κλαις, στιγμή τα μάτια σου δεν στεγνώνουν. Λιώνει  η γλυκιά ζωή σου απ’ τον καημό του γυρισμού, οδύρεται, σέπεται, σαν τριαντάφυλλο μαδιέται.   
               Όμως η πατρίς που νοσταλγείς εκπορθημένη είναι από τους δολίους. Μας έχουν άνεργους, φορολογούν τη μία από τις δυο κουταλιές του όσπριου που τρώμε, οι νεολαίοι μας λιποθυμούν νηστικοί στα θρανία, στα νοσοκομεία μια Σκύλλα περίθαλψη  ξαφρίζει την τσέπη μας και μας πεθαίνει χωρίς να μας γιατρεύει. Σε κάθε γειτονιά κι ένας Κρανίου τόπος περιμένει να τον ανέβουν Έλληνες ραγιάδες, που τη σταύρωσή τους καρτερεί.
                Έλληνα της διασποράς! Πάσχεις και συμπάσχεις το ξέρω! Γι’ αυτό ας ανακράξουμε και βοώντας λόγο να εκφέρουμε προς τον ουρανό: << Ουαί υμίν Γραμματείς και Φαρισαίοι υποκριτές, ντόπιοι και ξένοι, υπαίτιοι για την ξεπνοϊσμένη μας ζωή, τον πλατυσμό μας στη φτώχεια, το σώριασμα της κοινωνικής μας προστασίας. Είθε σε βάραθρο δυσθεώρητο να γίνει η κατάπτωσή σας, σε βάθη νυκτός να απογυμνωθείτε κι εκεί σκεπασμένοι από τη σκόνη της λήθης να ξεχαστείτε! >>
                   ellinikoxronografima.blogspot.gr    

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου