Γράφει ο Παν. Αντωνόπουλος
Ξανθό καλοκαιράκι, με το μαϊστρο να τρέχει
στα μπογάζια, τις εξετάσεις περατωμένες,
τα αποτελέσματα επιβεβαιωμένα από τη βασιλίδι βαθμολογία των σοφών καθηγητών, μας
περίμεναν τοιχοκολλημένα σε θέση περίοπτη του στεγασμένου χώρου. Προβιβασμένοι
και απορριφθέντες όταν τα παίρναμε, ένας θεϊκός άνεμος έσερνε όλες εκείνες τις
κουρελιασμένες ψυχές μας, τις τριμμένες εννιά μήνες στο άγριο δόντι του
μαυροπίνακα και τις έκανε ροζ συννεφάκια σε βράχους και ακρογιαλιές.
Οι κοντινοί στη
θάλασσα γέμιζαν κιόλας λέπια, ονειρεύονταν τρικούβερτα μπάρκα, περπατούσαν κι
έκαναν πως τσαλαβουτούσαν σαν δέλφινες. Οι καμπίσιοι ονειρεύονταν νυχτερινούς
υπνάκους σε αγκαλιές αρωματισμένες με σγουρούς βασιλικούς, οι βουνίσιοι να
παίζουν φλάουτο στις πλαγιές μαζί με τους πετροκότσυφες.
Συμμαθήτριες με
αλατζαδένια φουστανάκια, κρεμασμένες κάτω από τα θλιμμένα βλέμματα όσων έτρωγαν
τη φόλα, τους παρηγορούσαν μ’ ένα << σκασίλα σας! >>, στους επιτυχόντες το salto mortale με << μπράβοοο! >> τους ζητωκραύγαζαν.
Ύστερα έπαιρνε ο
καθένας την τρυγόνα του και περπατούσαμε
στων ερώτων μας το δρόμο. Θολωμένος ο νους τους στη σκόνη των χαρτιών, όπως και
ο δικός μας, θέλανε να τριφτούνε πάνω μας σαν τις χαϊδεμένες γατούλες. Κι όλο
πλησίαζαν κι όλο ριγούσανε σαν δαφνούλες στο φύσημα του αγέρα. Κι όλο μακριά
μας έμεναν σαν άσπρες εικονίτσες. Πώς να αεροσαλέψουνε τα ωραία τους χεράκια
που και οι ανθοί στα μπαλκόνια είχανε μάτια;
Τις κοιτάζαμε με μάτι
γλαρό, με ανάδεμα των χειλιών μας, με καρδιά τρελή από τους χτύπους, με σταγόνες
ιδρώτα να λούζει το μάγουλο με το αραιό γένι μας. Το ‘βλεπαν αυτές, γίνονταν
περισσότερο ήλιοι, σκόρπιζαν πιο φεγγοβόλα το γλυκόχυμο ανθό τους, τις πλούσιες
χάριτές τους, το αύθαδες κάλλος τους. Να
αγγιχτούμε με τίποτα. Αγγίζονται τ’
άστρα χωρίς να ‘ρθει η συντέλεια
τους;
Και τότε η Μούσα μέσα μας
άδουσα τους έλεγε: << Είσθε βασίλισσες, π’ όλον τον κόσμο ορίζετε, σαν
θέλετε μας παίρνετε τη ζωή, σαν θέλετε τη χαρίζετε >>. Γελούσαν για να
πιάσουν αυτές το ερωτικό τους: << Κυπαρισσάκια μας ψηλά, ποια βρύση σας
ποτίζει, που στέκεστε πάντα δροσερά σ’ του ανθού το μετερίζι >>.
Ασπίδες προκλητικές το
στήθος τους μας τρέλαινε. Τ’ αγέρι σάρωνε τα φαρδιά φουστάνια τους και
προχωρούσαμε. Κοντά στην πλατεία βλέπαμε τους τεμπέληδες να λιάζονται σαν βόες
στις καρέκλες και στρίβαμε. Αν πέφταμε
πάνω τους θα μας στόλιζαν με << γιούχα >> και << ουουου!
Ουουου! >> Κόβαμε δρόμο για τη
γειτονιά μας. Έξω από το φούρνο στεκόμαστε. Εμείς τους λέγαμε λεξούλες αστραπής
και κείνες μας έραιναν με άνθια από τους κήπους.
Σε λίγο χωρίζαμε. Χάνονταν
σαν θερινές αχτιδούλες τρέχοντας για τα σπίτια τους. Πότε θα τις ξαναβλέπαμε;
Το Σεπτέμβρη! Τρέχαμε πίσω τους. << Ένα στίχο ακόμη και τέρμα! >>
Μας άκουγαν: << Παλιές στράτες δεν χάνονται, καινούριες δεν πατιούνται,
ουδέ παλιές αγαπητικιές δεν απολησμονιούνται! >>
ellinikoxronografima.blogspot.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου