Του Παναγιώτη Αντωνόπουλου
<< Τις φεγγαροσκέπαστες του Γενάρη ομορφιές >> τις χάσαμε. Μεθυσμένες με κρασί και στάχτη από τον Αντώνιο το Μέγα και τον Μπένι τον Παχύ, τρελάθηκαν και στις στέγες των σπιτιών μας, τους βόγκους του βοριά μας στέλνουν. Και δε μοιάζει τούτος ο Γενάρης, μ’ εκείνον των παππούδων μας, που στα στραγγερά χώματά του οργώνανε και φυτεύανε αγκινάρες και κρεμμυδόσπορο. Που στους κήπους δίνανε ένα σκάλισμα για να τρανέψουν και να αδελφώσουν τα χειμωνιάτικα φυτά. Που φρόντιζαν τα καχεκτικά, τους έδιωχναν τη λάσπη και τα τάιζαν να χοντρύνουν το ισχνό βλαστάρι τους και να καρπίσουν με άζωτο και νίτρο.
Τις ελιές κλαδεύανε και πέταγαν τα χλωμιασμένα ξερόκλαδα για να σκάσουν στο χάδι του ήλιου τα κουκουλωμένα ματάκια, λουσμένα με χίλιες δροσιές. Ψεκάζανε με χειμερινό πολτό να ελαφρύνουν από τα κλαράκια της παιδούλας μηλιάς τους ζελζεβούληδες τα έντομα κι όλα τα καρπερά φυλλοβόλα φιλοδωρούσαν με φωσφοροκαλιούχο λίπασμα. Φύτευαν νέα δέντρα, και, τις χλοερές πλεξούδες τους περιποιούσαν με υπομονή.
Στους λαχανόκηπους σπέρνανε ραπανάκια, φύτευαν μοσχεύματα, κλάδευαν τους καλλωπιστικούς θάμνους, διόρθωναν τους κοπροσωρούς, ρύθμιζαν τη θερμοκρασία στις όρνιθες, σκόρπιζαν άχυρα στους στάβλους και στα κουμάσια και καθάριζαν τις ποτίστρες.
Εμείς πιάναμε τσιμπουργιάννια. Στήνοντας τις πλακοπαϊδες μέσα στα πουρναρόφυλλα, ακούγαμε τις εκστατικές μελωδίες του κότσυφα, τις μυριόβοες προσευχές της αηδόνας καταγράφαμε.
Τα βράδια κάτω από το λύχνο, ξετρέχαμε τις σελίδες του καζαμία, τα παρανόμια του Γενάρη απαγγέλλαμε, γελώντας: << Ιανουάριος, Τρανός, Καλαντάρης, Μεγαλομηνάς, Κρυαρίτης >>. Στο << θρησκευτικό >> του μήνα, αποστηθίζαμε όλες τις σπάνιες γιορτές του: << Γορδίου μάρτυρος, Σιλβέστρου Ρώμης, Μαλαχίου προφήτου, Ερμίλου και Στρατονίκου μαρτύρων, Βαβίλα ιερομάρτυρος, Αγνής Οσίας, Αμμωνά μάρτυρος >>.
Κι ερχόταν ο ύπνος και αγάλια – αγάλια μας έκλεινε τα βλέφαρα. Μας άφηνε ένα κομμάτι μπλε στα μάτια, δυο κλωνιά σκίνου στο μέτωπο και μας καληνύχτιζε.
Πάει εκείνος ο Γενάρης, ο παιδικός, ο εφηβικός, ο φίλος. Έγινε ένας μπαλωματής που ράβει τα κουρέλια μας. Κι αλί! Οι αστροφεγγιές του θαμπές σκιές, οι ομορφιές του πνιγμένες στο βρόχι ενός κρυφού μαραζιού! Στο όνειρό μας ένα μικρό κοτσύφι κάθεται στο μικρό μας δαχτυλάκι. Έρχεται απ’ την κρύα αχτιδίτσα εκείνου του Γενάρη, μας ψάχνει και δε μας βρίσκει! Κι όλο θα μας ψάχνει!
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου