Τρίτη 13 Ιανουαρίου 2015

Ο Χειμών

ΧΡΟΝΟΓΡΑΦΗΜΑ
Του Παναγιώτη Αντωνόπουλου 

          << Ήρθε το καλοκαιράκι, στρίβει ο γέρος το μουστάκι, μα όταν έρθει ο χειμώνας, πάει ο γέρος βλαστημώντας >> αναγνώθαμε την παροιμία και γελούσαμε.  Τώρα ο γέρος πεθαίνει καταψυγμένος, μοιρολογάει τις μέρες του και τις ξεμαλλιάζει που τον σκοτώνουν μια κι έξω, στις νύχτες του το μελί φεγγάρι ψάχνει να το ρωτήσει που χάνεται και του ρίχνει τόσο σκοτάδι. 
            Κι όσο ο Γκίκας Χ(Γ)αρδούβ(μπ)ελης δεν ανοίγει καζαμία να διαβάσει παροιμίες, γέροι και νέοι θα ορειβατούμε σε κρημνώδη Κιλιμάντζαρα, τους χαμηλούς γήλοφους θα ξεχάσουμε. Κι όσο να ξορκίζουμε << χειμώνα πολυέξοδε, φαγά και λιγοδούλη >> στο τσουκάλι δε θα βράζει το όσπριο, μήτε το σιτιρέσιο θα γεμίζει το τραπέζι. Ο Χειμών είναι της Στέπας κρυαρίτης, δε χαμπαριάζει από λόγια, σε θάβει κάτω από τη σκέπη με σωρούς από χιόνι, το κριτσινάδι και το λιπάκι σου ύστερα σου γλείφει.

             Όσο βλέπει τις τσέπες μας άδειες τόσο σβέλτος, γίνεται. Και σκορπάει μουστακαλήδες βοριάδες, νύφες χιονιού, αρπακτικές μάζες ψύχους για να μας καταψύξει σαν κέφαλους. Όσοι θα ΄χουν ξύλο και κάρβουνο θα γλιτώσουν, οι γραικύλοι που σκύβουν το σβέρκο στο κάθε σαρκοφάγο κόρακα και οικονόμο της ζωής τους, αν δεν πέσουν τέζα από το κρύο, σε πίσω αμόλευτους καιρούς θα γυρίσουν, στο παραγώνι του παππού να σταθούν, στο κούτσουρο και στη θράκα. 
            Καθισμένοι στα σκαμνιά, η γιαγιά άρχιζε το παραμύθι, ο παππούς το κλέφτικο τραγούδι: <<  Αυτού  που πας μαύρο πουλί, μαύρο χελιδονάκι, να χαιρετάς την κλεφτουριά κι αυτόν τον Κατσαντώνη. Πέσ’ του να κάτσει φρόνιμα κι όλο ταπεινωμένα, δεν είν’  ο περσινός καιρός να κάνει όπως θέλει >>.
            Ο πατέρας έψηνε κοκκινολαίμηδες, έτρωγε τις φτερούγες, γλειφόταν και απάγγειλε το ρητό του: << Γλυκάθη η γριά στο μέλι θα φάει και το κουβέλι >>.   Η μάνα με το κατσαρόλι στο χέρι, να μας ποτίζει χαμόμηλα κι αφέψημα λεβάντας, να χώνει τα κάστανα στη θράκα, το τσουκάλι της βραστής κότας να το αρωματίζει με δυο φύλλα βάγιας.. Ο ζωμός ύστερα στο πιάτο νάμα, αγίαζε σώματα άχραντα και αθώες παιδίσκες ψυχούλες. 
         Αιώνια ζώσα η φλόγα της κουβέντας μέσα μας, ράπιζε την κοσμοχαλασιά του έξω.  << Ο Χειμών; πούθε φυτρώνει; >> ρωτούσε ο πατέρας και απευθυνόταν σε  μένα το γυμνασιόπαιδα.  << Να ξεφυλλίσω το λεξικό >> άρθρωνα λόγο σοφού και ετοιμαζόμουν να σηκωθώ.  << Ρε, άστα αυτά που θα συμβουλευτείς βιβλίο, εύελπις ακαδημαϊκός >> με σταματούσε για να προσθέσει: << Άκου: Χειμών βγαίνει από τη λέξη χείμα ίσον χειμωνιάτικος καιρός. Ψύχος, παγετός, εξ’ ου και το ρήμα χειμάζομαι από τον παγετό. Αυτό λέει το λεξικό του λαού. Το δικό σου να το βράσω! >> 
          Μ’ αυτά περνούσαμε, τότε. Ώσπου ξωκοίλαμε σε μέρες δύστοκες και όχεντρες, τις σημερινές. 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου