Κυπαρισσιώτικα
<<Αφ’ Υψηλού>> και ιστορίες στις υπώρειες του κάστρου
[γράφει ο Παναγιώτης Αντωνόπουλος]
Σκέφτηκα να επωφεληθώ από το ηλιόλουστο πρωινό της Κυριακής
και να απολαύσω τη θέα της Κυπαρισσίας από την καφετέρια << Αφ’
Υψηλού>> στις υπώρειες του κάστρου. Το εμβληματικό όνομα της καφετέριας
προσδιορίζει επακριβώς πως το σημείο της θέσης της είναι καθοριστικό, αφού
βλέπεις την πόλη του Μιχάλη Κατσαρού να απλώνεται μπροστά σου σαν μια αργυρή
φωτοχυσία και με μια φιάλη πλήρη οινοπνεύματος που τη μοιράζεσαι με φίλους, οι
ευφορικές σου ιδιότητες εκσφενδονίζονται στα ύψη.
Οι αστοί
έχουν πληροφορηθεί την ολόθερμη και πανοραματική αγκάλη του χώρου και όταν
εγκαταλείπουν τα κολαστήρια των πόλεων, εκδράμουν χαίροντες και επισκέπτονται
αγεληδόν τον ημιορεινό αυτό παράδεισο. Μαζί με τα κουρασμένα σαρκία τους,
κουβαλούν και τις καθημερινές τους
βεβαιότητες, τις οποίες με την πρώτη ματιά που ρίχνουν στην αρχόντισσα του
Ιονίου τις ξεχνούν, και ατάραχοι πλέον και μακάριοι εξαφανίζουν κάθε γκρίζο και
μουντό που έχει συσσωρευτεί στην ψυχή τους.
Ευφραινόμενος
κι εγώ καθισμένος να γεύομαι το τσίπουρο με τις ομορφιές της πόλης, ξετρύπωσα
μακριά να διασχίζει το πέτρινο σοκάκι το φίλο μου Λευτέρη και να έρχεται όπως
συνήθιζε τακτικώς να γεύεται διαφανή αποστάγματα αλκοόλ τα οποία συνδύαζε
απαραιτήτως με παρέα και κουβέντα. Ο Λευτέρης ήταν παραμυθάς ολκής από το
γυμνάσιο ακόμη, τουτέστιν άριστος αφηγητής και στο κουβεντολόι ακτύπητος. Ήρθε
κάθισε και με το πρώτο ποτήρι κεχριμπάρι, ψιθύρισε: << Ας τους να
συνωστίζονται στα πολυσύχναστα μέρη οι άλλοι, εμείς εδώ με τους λίγους στη
μοναξιά μας>> κι έριξε βλέμμα πονηρό, αιχμηρό και εξεταστικό στο διπλανό
τραπέζι με τα δροσερά κορίτσια.
Είπαμε πολλά και
ενδιαφέροντα. Στο τέλος εστιάστηκε σε ένα σχολικό αφήγημα το οποίο και
καταγράφω προς τέρψιν των αναγνωστών όπως ακριβώς βλάστησε στα θεία χείλη
του. << Θυμάσαι το
θεολόγο;>> με ρώτησε με έξαρση κι άρχισε: <<Μανία του να μας
αναγκάζει να λέμε απέξω τα άμφια του επισκόπου κι όταν ξεχνούσαμε κάποιο τα
επαναλάμβανε ο ίδιος ασθμαίνοντας και φαρσί ενώ εμείς σκασμένοι στα γέλια το
γλεντούσαμε. Σάκος, ωμοφόριο, μανδύας, μίτρα εγκόλπιο, ποιμαντορική ράβδος,
σταυρός, επιρριπτάριο, στιχάριο, επιμανίκια, ζώνη και επιγονάτιο. Ύστερα
ζωγράφιζε στον πίνακα τη μίτρα και έψελνε, Αμήν! Και τότε στη Γελουδά τι του
κάναμε! Κοντός και χοντρός όπως ήταν ζήτησε να του φτιάξουμε ένα << βήμα
>> να ανέβει και να μας βάλει κήρυγμα στην αυλή της εκκλησίας. Ο Μενέλαος
ο πισωθρανίτης, σκράπας αλλά θαυμαστής της πλάκας, προθυμοποιήθηκε να στήσει
αυτός το << πέτρινο βήμα>>. Την ώρα όπως που ο θεολόγος έλεγε: <<…αν
παραβείτε τις εντολές του θεού θα ρίξει φωτιά και θα σας κάψει>>
κλώτσησε τη σφήνα που στεριώνονταν οι πέτρες και ο θεολόγος γκρεμίστηκε
κάτω! Το παντελόνι του σχίστηκε, η μύτη
του αιμορράγησε, το δεξί του πόδι χτύπησε και τρέχοντας μπήκε στο ιερό να κρυφτεί.
Το γέλιο που έπεσε το σταμάτησε με δυο χαστούκια στους πρώτους που βρήκες
μπροστά του ο γυμναστής και η γιορτή έληξε! Ως και οι άγιοι γέλασαν, ο δε
Ιωάννης ο βαπτιστής ανέμισε με νόημα την προβιά του προς τέρψιν πάντων των
μαθητών!>>
ellinikoxronografima.blogspot.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου