Γράφει ο Παν. Αντωνόπουλος
Παράξενα
πράγματα θα συμβούν τον Αύγουστο που
έρχεται, στην πόλη, έλεγε η φήμη, και
πολλά μάτια θα κλάψουν με δάκρυα καυτά
μ’ αυτά που θα φανερωθούν στους ανθρώπους
της και θα γραφτούν με ματωμένα κι
ανεξίτηλα γράμματα στις σελίδες του
χοντρού βιβλίου της ιστορίας της. Κι
εκεί αφού θα επικυρωθούν με τη βαριά
και σιδερένια σφραγίδα της Αιώνιας
Κρίσης θα παραμείνουν σαν παρακαταθήκη
στις επερχόμενες μελλοντικές γενεές.
<<
Είναι η χρονιά του Τρόμου >> έλεγαν
πολλοί, << χρονιά των αισθημάτων του
Φόβου >> που κανείς δεν μπορεί να
προβλέψει τι θα αποκαλυφθεί και τι θα
δει, και ποια σημεία και τέρατα θα ‘ρθουν
από στεριά και ουρανό, ν’ απλώσουν τα
μαύρα τους φτερά και να κάνουν τη νύχτα
μέρα και τους ανθρώπους να πάρουν την
όψη του Σατανά με τον κόκκινο δακτύλιο
του τρομερού φωτός να τους σφίγγει το
λαιμό.
Κι όλη
αυτή η μουντή, σκοτεινή κι απίθανη
μελαγχολική φήμη, ξεκίνησε κάποια νύχτα
φθινοπωρινή που στον ουρανό κρέμονταν
μαύρα βαριά σύννεφα και κοιτούσαν
απειλητικά τη γη. Τότε σαν άρχισαν οι
πρώτες σταγόνες να πέφτουν πάνω στην
πόλη με την αβάσταχτη θλίψη και τους
πολλούς πόνους από την κακομεταχείριση
των αμαρτωλών της αρχόντων, μια ομάδα
ανθρώπων του δρόμου που συζητούσαν την
πικρή τους γεύση της καθημερινής τους
ζωής, είδαν σ’ ένα σπίτι να το σκεπάζει
μια φριχτή εικόνα που τους έκανε να την
προσέξουν.
Περικυκλωμένο
το σπίτι με πολλά σταχτοπράσινα βούρλα
και στολισμένο με ωχρά κι απογυμνωμένα
δέντρα, έμενε με τα παράθυρά του ανοιχτά
ανέγγιχτο από τη βροχή και την άγρια
και δυνατή ορμή του αέρα. Κι εκεί στη
σκάλα του σπιτιού με πρόσωπο σκυφτό μια
δυσδιάκριτη σκιά γυναίκας στεκόταν σαν
από ζωγράφου πινελιά και την έκφρασή
της την κρυφή σκορπούσε στο πνεύμα και
την ψυχή της πονεμένης πόλης.
Και τότε
ένας της συντροφιάς με το φόβο να του
αφήνει βαθιές χαραγματιές στα γκρίζα
του μάτια, τους είπε με κάποια υπερβολή
στα λόγια του : << Τέτοια βροχή με τη
σκιά καθισμένη σε σκάλα είναι γρουσουζιά
έχω ακούσει και φέρνει τα καλοκαίρια
πολλά φεγγάρια στον Αυγουστιάτικο
ουρανό >> και χάνοντας τελείως την
ψυχραιμία του, πρόσθεσε με χείλη που
έτρεμαν, ενώ το πρόσωπό του πήρε μια
έντονη χλομάδα : << Ίσως να συμβεί
αυτό το φετινό καλοκαίρι! Στο φως τους
οι παράξενοι ήχοι που θα ακουστούν θα
μας πάρουν την ακοή ! >>
<<
Διακατέχεσαι από δεισιδαιμονίες >>
του είπε τότε ένας με αξιοθρήνητη προφορά
και γέλασε ειρωνικά. << Εγκαταλείπεις
φαίνεται ολότελα τη ζωή μπροστά στα
απίθανά της και χάνεις τα λογικά σου!
Έτσι σε κυριεύει ο απόλυτος τρόμος! >>
Ο άλλος
επέμενε. << Δε σε πτοεί αλήθεια ο
κίνδυνος; >> τον ρώτησε και του έδειξε
το στοιχειωμένο σπίτι με την ασυνήθιστη
εικόνα του. << Κι αυτή η οπτασία με
τη φιγούρα της γυναίκας δε σου λέει,
τίποτα ; >> τον ρώτησε πάλι με πείσμα
και τον κοίταξε με σκληρότητα. << Σαν
χαθεί θα την ξεχάσουμε! >> του ψιθύρισε
τότε ο σύντροφός του κι έδειχνε να
διαχεόταν από μια διαρκή αίσθηση φόβου
και θλίψης.
Λίγο
καιρό μετά την παραισθητική οπτασία
τους διαδόθηκε η φήμη πως μια θεόσταλτη
γραφή έλεγε μεταξύ αστείου και σοβαρού
τα εξής : << Πως κάποια νύχτα του
Αυγούστου, πολλές μορφές φεγγαριών θα
ανάψουν στον ουρανό και σαν δαιμόνια
θα φωτίζουν τα λαγκάδια και τις ρεματιές.
Κι ενώ θα αργοσταλάζουν το φως τους σαν
δάκρυα πάνω στην πόλη, η πνοή των ανθρώπων
θα δοκιμάζεται και θα τυραννιέται από
ένα αδιόρατο φόβο και μια κρυφή τρομάρα.
Και καθώς τα φεγγάρια θα πλέουν σαν
αιώνιοι δαίμονες στο πέρασμά τους στον
ουρανό, τα πρόσωπά τους που ολοένα και
θα πλησιάζουν τη γη, θα μοιάζουν σαν
πετούμενα φαντάσματα στον πηχτό λαβύρινθο
του σκότους της νύχτας που με το ντύμα
της θ’ αγκαλιάζει την πλάση>>.
Από τα
λόγια ακόμη της Φήμης πληροφορούνταν
ο κόσμος πως το μέγεθος των φεγγαριών
ποικίλε και ήταν άξιο προσοχής όσο κι
αν θα προκαλούσε αντιφατικά συναισθήματα
στους παρατηρητές. Έτσι πολλά φεγγάρια
θα ήταν του ενός τετάρτου, άλλα ημισέληνοι,
κάποια των τριών τετάρτων κι ένα μόνο
πανσέληνος που κατά τη διάρκεια του
μεσονυκτίου θα κατέβαινε στην κορυφή
του βουνού κι εκεί θα χαμήλωνε εντυπωσιακά
ώστε όλο του το κέντρο θα καθόταν σ’
αυτή την πανύψηλη βουνοκορφή και θα
σαβάνωνε τους αμαρτωλούς της πόλης.
Και
τότε την αυγή, με τα λόγια της Φήμης, οι
αμαρτωλοί θα κοίτονταν νεκροί στο σάβανό
τους και το φεγγαρίσιο ντύμα τους από
φως και σκόνη σεληνιακή θα τους συνόδευε
στον σκοτεινό τους τάφο.
Έτσι
μέρα με τη μέρα όσο πλησίαζε ο Αύγουστος
με τη σκεπασμένη νύχτα του από τα νέφη,
την αποπνιχτική υγρασία του, τα ωχρά
φεγγάρια και τη σκληρότητα του φωτός
της μέσα στο μυαλό των ανθρώπων της
πόλης, οι αμαρτωλοί ζούσαν πανικόβλητοι
με το φόβο που λίμναζε σαν τέλμα στην
ψυχή τους και στέναζαν κάτω από την
ουράνια αυτή πλουτώνια εικόνα ολέθρου.
Για να
πει ένα πρωί ο άρχοντας μονάρχης του
κολασμένου βασιλείου του προς όλους
τους μαργαριταρένιους του σιναφιού
του : << Στο όμορφο παλάτι μου στη
λαγκαδιά του νότου, που μόνο οι άγγελοι
το γνωρίζουν εκεί θα πάμε να κρυφτούμε
και σαν οι αχτίδες των φεγγαριών χαθούνε,
τις αμαρτίες μας και πάλι θα χαρούμε,
σαν και πρώτα! >>
Όλοι με
μια φωνή ορκίστηκαν να τον ακολουθήσουν.
Σαν
έφτασαν ένα μεσονύκτιο σκοτεινό, αντί
για παλάτι φωτεινό αντίκρισαν μια
διαβρωμένη κατασκευή, παλιά κι ερειπωμένη.
Με τρεις ορόφους, λίγα παράθυρα κι όλα
στην κορυφή, σαν πολεμίστρες του
Μεσαίωνα. Ολόκληρο το πυργωδές φρούριο
χτισμένο με βρώμικες μαύρες πέτρες,
έσταζε νερό. Οι τοίχοι υγροί, οι σοφάδες
σκεβρωμένοι, θόρυβοι παντού, σκάλες
σαθρές, φτερουγίσματα τρομαγμένων
πουλιών, κραξίματα στη στέγη και στις
πυλωτές.
Αφού
έζησαν ώρες αγωνίας, πέρασαν με νευρικότητα
τη βαριά σιδερένια πόρτα και μπήκαν
μέσα. Και σαν ασφαλίστηκε πίσω τους
άρχισαν με τη βοήθεια μιας αδύναμης
φωτεινής δέσμης που εκπορευόταν από
μια κρυφή λάμπα, να ταχτοποιούνται από
όροφο σε όροφο και δωμάτιο σε δωμάτιο
με απόλυτη σιωπή και επιφυλακτικότητα.
Φοβισμένοι
πια, όσο περνούσε η ώρα, γίνονταν
μελαγχολικοί, άκεφοι και σιωπηλοί,
ένιωθαν το πάτωμα να τρέμει, τους
διαδρόμους να φέρνουν μια υπόκωφη βοή
κι άκουγαν έξω έναν αέρα δυνατό να δέρνει
με λύσσα τους γκρίζους τοίχους.
<<
Δύσκολες νύχτες θα περάσουμε εδώ μέσα
>> σκέφτηκαν και κοιτάχτηκαν σαν τα
πεινασμένα ζώα. Και μην έχοντας πως
αλλιώς να εκφράσουν τα φοβισμένα
συναισθήματά τους, ξάπλωσαν τρομαγμένοι
στα λιτά κρεβάτια τους και προσευχήθηκαν
για το καλό της αυριανής τους μέρας.
- - -
Όσο κι
αν προσπαθούσαν να συνηθίσουν και να
προσαρμοστούν στην ασύλληπτη πραγματικότητα
που επέλεξαν να ζήσουν δεν το κατάφερναν.
Κι όμως έπρεπε αυτή την αβάσταχτη ζωή
να τη ζήσουν !
Έτσι
μέρα με τη μέρα έδειχναν όλο και πιο
πολύ φοβισμένοι και να ενοχλούνται από
τον παραμικρό θόρυβο και την ανεπαίσθητη
ομιλία που μπορούσε να πολιορκήσει τη
σκέψη τους και να τους δημιουργήσει
γκρίζες ζώνες στη φαντασία τους.
Γιατί
κάποιος της συντροφιάς, ένας κατώτατος
υπάλληλος της γραμματείας του δημαρχείου,
αρεσκόταν πολύ να τους διηγείται μύθους
γύρω από τις θεότητες και κυρίως με τις
λατρευτικές συνήθειες της Σελήνης. Ένα
βράδυ σαν έτρωγαν στην τραπεζαρία τούς
έπιασε θα λέγαμε στον ύπνο και παρά την
απαγόρευση κάθε διήγησης με περιεχόμενο
αγιάτρευτου φόβου, τους είπε με μια
προκλητική ψυχρότητα τούτη τη σκληρή
και φριχτή μυθοπλασία : πως η Σελήνη η
θεότητα είχε έρθει σε ερωτική πράξη με
το Δία κι από αυτή την ένωση γεννήθηκε
ο μυθικός λέων της Νεμέας, το περίφημο
λιοντάρι που το σκότωσε ύστερα από
τιτάνια μάχη ο Ηρακλής.
Και πως
στην Αργολίδα τη φοβόντουσαν τη θεότητα
Σελήνη και την τιμούσαν οι κάτοικοί
της, και για να αποβάλλουν το νοσηρό και
μυστηριώδες της φάντασμα της προσέφεραν
<< νηφάλιους σπονδάς >>.
Και τότε
σαν πήγε ν’ αναφερθεί στο σημερινό
φεγγάρι με τους δορυφόρους του που με
τις σεληνιακές τους αχτίδες αποβάλουν
τη λογική των αλαφροίσκιωτων ανθρώπων
και τους κάνει να σεληνιάζονται, επενέβη
ο πρώτος άρχοντας και ρητά του απαγόρεψε
κάθε αποστεωμένη ιστορία από σοβαρότητα
που φέρνει φόβο και κατάθλιψη στους
καλεσμένους.
Μολοταύτα
ήταν αποφασισμένοι να ζήσουν εκεί σ’
αυτό το θλιβερό μέρος όλο τον Αύγουστο
για να αποφύγουν τη νοσηρή εικόνα και
το μολυβένιο χρώμα που θ’ άφηναν πάνω
από την πόλη, τα ωχρά και βαριά φορτισμένα
φεγγάρια.
- - -
Στην
πόλη τώρα, θα ήταν μία η ώρα μετά τα
μεσάνυχτα, που οι άνθρωποι με σηκωμένα
τα κεφάλια κι ορθάνοιχτα μάτια, έξω από
τα σπίτια τους, κοίταζαν τον ουρανό και
περίμεναν να τον δουν ολόφωτο από τα
πολλά φεγγάρια.
Κι όσο
ο φόβος τους μεγάλωνε και τα μάτια τους
λαίμαργα έψαχναν τον ουρανό, είδαν
κάποια στιγμή να προβάλει από την κορυφή
του βουνού, η πανσέληνος που σαν αστραφτερό
ατσάλι ταλαντευόταν ανάμεσα στα πυκνά
σύννεφα και την τρομερή κορυφή του
βουνού που’ χε πάρει τη μορφή ενός
τεράστιου κινούμενου δρεπανιού.
Πολλοί
ήταν τότε εκείνοι που επηρεασμένοι από
τη φήμη που ήθελε τη νύχτα αυτή να
γυμνώνεται ανυπεράσπιστη από τις
αχτίδες των φεγγαριών, σκέφτηκαν τον
ενοχλητικό ήχο που θα άφηνε η κορυφή
του βουνού σαν τη διαπερνούσε το βαρύ
σώμα του φεγγαριού και την ντροπή που
θα ένιωθαν σαν το φως του με μια αέρινη
κι ορμητική κάθοδο πάνω τους, θα τους
αποβλάκωνε και εκμηδενίζοντας τις
διανοητικές τους ικανότητες θα τους
φανέρωνε τις αμαρτίες τους.
Και τότε
ένα παράφωνο βουητό ανθρώπινης φωνής
που ακούστηκε, τους έβγαλε από το αδιέξοδο
του φόβου και τους ηρέμησε. Έτσι ηχώντας
σαν δυνατό σάλπισμα στον αέρα τους είπε
με μια κραυγή αισιοδοξίας : << Το
φεγγάρι σαν μεγαλόπρεπο παλάτι μας
φαντάζει και κανένα κακό δε σκορπά!
Ψέματα τα δαιμονισμένα φεγγάρια και
ψέματα το φως το στοιχειωμένο τους.
Ήσυχα ας διαλυθούμε! Το βασίλειο της
σκέψης μας ας μείνει στο θρόνο του
στημένο όπως το θέλει των σεραφείμ το
μεγαλείο! >>
Και
μ’ αυτά τα λόγια, νιώθοντας την ψυχή
τους απαλλαγμένη από το φόβο, γύρισαν
με δάκρυα χαράς στα σπίτια τους σίγουροι
πως κανένα προσωπικό τους δεδομένο δε
θα αποκαλυπτόταν από τη δαιμονική
φωτεινότητα των φεγγαριών.
Στον
πύργο ωστόσο συνέβαιναν τρομερά κι
απίθανα πράγματα.
Μόλις
στον ουρανό φάνηκε η πανσέληνος, που
δεν την έβλεπαν κρυμμένοι όντες, αλλά
την εμφάνισή της υπολόγισαν, μια χλομάδα
νευρική κι ένας φόβος αγιάτρευτης
μελαγχολίας τους κυρίεψε που γρήγορα
με μια νοσηρή υπερδιέγερση των αισθήσεων
συνέβαλε να βλέπουν φαντάσματα και ν’
ακούνε παράξενους κι ενοχλητικούς
ήχους.
Όλοι
παραδέχτηκαν πως έβλεπαν το ίδιο φάντασμα
και δεν είχαν κανένα λόγο να το κρύψουν.
Έβλεπαν έλεγαν ο ένας στον άλλον ένα
άρμα με μαύρες και κόκκινες ρίγες που
το έσερναν δυο άγριοι ταύροι με κέρατα
που η ομοιότητά τους ήταν ίδια μ’
εκείνη του μηνίσκου της σελήνης να
τρέχει γρήγορα από τοίχο σε τοίχο ενώ
στο ξαφνικό άστραμμα που διέκριναν
τριγύρω ξεχώριζε μια θεότητα με μορφή
κατσίκας να το οδηγεί.
Και τότε
όπως οι ίδιοι αφηγούνταν, μια τρομερή
ιδέα τους κυρίευε πως θα πέθαιναν και
τρέμοντας σύγκορμοι με σπασμούς έχαναν
τις αισθήσεις τους και λιποθυμούσαν.
Κάποιοι
τότε για ν’ απαλλαγούν απ’ το φάντασμα
και τη νοσηρή τους ψυχολογική κατάσταση,
πρότειναν στον πρώτο άρχοντα να φύγουν
και να επιστρέψουν στην πόλη. Αυτός δεν
τους αρνήθηκε αλλά τους συνέστησε να
κλειστούν για τρεις ακόμη μέρες και
νύχτες στο << ησυχαστήριο >> του
πύργου όπου θα γιατρεύονταν από τη
μισερή τροχιά και την ωχρή λεπίδα του
φωτός των φεγγαριών.
Έτσι κι
έκαναν. Ωστόσο φαίνεται πως δεν ήταν
στο χέρι τους να γλιτώσουν από τη δίνη
των φεγγαριών γιατί οι πυρωμένοι τοίχοι
του χώρου κάτω από τις καυτές ανάσες
τους και την αγωνία του φόβου, υποχώρησαν
κι όλοι τους σαν χτυπημένοι από χίλιους
κεραυνούς βρέθηκαν στην άβυσσο!
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου