Τούτες τις φρυγμένες μέρες της ζωής μας, τρεις φίλοι αποφασίσαμε να βαπτιστούμε στη νυχτερινή Σιλωάμ της Πάνω Πόλης. Ταξιδάκι που συνεχίζεται να γίνεται από την πρώτη νεότητα, τότε που ένα Δόξα σοι ανάβρυζε από το πελώριο κιούπι του στέρνου μας.
Χέρι
με χέρι, βαστάζοντας ο ένας τον άλλο
στις ανηφοριές, τραβώντας τον πιο γέρικο
δρομέα από το μανίκι στις στροφές,
φτάσαμε στο καλαίσθητο μεζεδεπωλείο
<< Δεξαμενή >>. Μια παρεούλα λαϊκή
γύρω από το ξύλινο τραπέζι, έπινε το
ξανθό κρασί της, γελούσε, κουβέντιαζε
και βροντούσε τον καριοφίλικο λόγο της
περνώντας από γενεές δεκατέσσερις τους
κατσαπλιάδες του κυβερνητικού όρνεου.
Πήραμε
μια ανάσα, είπαμε τραγουδιστί : <<Σταυρέ
βοήθει >> και ξεκινήσαμε. Λίγα μέτρα
και τώρα φτάνουμε στην πλατεία της
Αρκαδιάς αλλά δε φτάναμε κι όλο ο δρόμος
γλίστραγε κάτω από τα πόδια μας αλλά δε
σωνόταν, κι όλο τα γόνατα έτριζαν και
τα πέλματα σούρνονταν σαν κουτσές
χελώνες.
Στη
στροφή για τον Αι- Δημήτρη ο νεότερος
ανέκραξε ψέλνοντας: << Κύριε! Κύριε!
Τι βλέπω! >> Μια κόλαση άρχιζε από
λαμαρίνες, στην τύχη σωριασμένες,
έμπροσθεν, όπισθεν και πλάγια, δεξιά,
αριστερά και μέχρι εκεί που έσβηνε ο
κόσμος.
<<
Ου, μωρέ, πιάσ’ τονε τον Έλληνα ! >>ψιθύρισε
ο πρεσβύτερος και έσκυψε στην τρύπα
μιας εξάτμισης. Χολιασμένος φαρμάκι,
την άγγιξε, τα χείλη του ξαγριωμένα
έτρεμαν, τα μάτια του άσπρισαν σαν
νταντελίτσες.
Από
το μετερίζι μιας πόρτας ύστερα μαζεύαμε
τις νυχτερινές πινελιές που άφησε ο
τραγίσιος νους του νεοέλληνα.
Όσο
έβλεπε το μάτι μας, ήταν τίγκα στο
αυτοκίνητο. Ρόδες στις στροφές, στα
πεζοδρόμια, στα φρεάτια, στις εισόδους,
σε ιδιωτικούς χώρους και δημόσιους.
Τζιπάκια καβάλα στα καλντερίμια,
γουρούνες μεγάλου κυβισμού στα σκαλιά,
ρεμούλκες και καρότσες στη θέση των
αναποδογυρισμένων κάδων. Οι οδηγοί του
ναργιλέ, οι καπετάνιοι πασάδες με τις
πάλες και οι πιστολάδες της ασφάλτου
τα ΄’δεσαν εκεί με τα λουριά σαν να’
τανε γαϊδάροι.
Το
σκουπιδαριό των οχημάτων, βρώμισε και
το κορμάκι της πλατείας που στ’ απόκρυφά
του διολισθαίνοντες οι φαγάδες έπιαναν
τραπέζια για το βραδινό καταπέτασμα.
Κι όταν ήρθαν τα χοιρινά ξύγκια και τα
σπληνάντερα, μασέλες και στομάχια πήραν
φωτιά.
Κι
έγινε ένα χλαπάκιασμα, ριζωμένο από
πάππου προσπάππου που κοροϊδεύοντας ο
ένας τον άλλο έλεγαν: << Αυτός έφαγε
τον αγλέουρα >> ή << Αυτός έφαγε
τον άμπακα >>.
Τη
δεκαετία του εξήντα στον ίδιο πατρώο
τόπο, έτρωγαν οι πατεράδες μας που είχαν
την κοιλιά μέσα και το πρόσωπο ματωμένο
με ραγάδες. Ήτανε καλοφαγάδες αλλά το
δείπνο τους λιτό. Σήμερα τρώνε φαγάδες
με φουσκωμένες κοιλιές και πρησμένα
μάγουλα. Τότε τα φωσφορικά μάτια της
Μαγδούλας που περνούσε δίπλα στα
τραπέζια, έκαναν τα πεινασμένα αγριμάκια
να σηκώνουν τα κεφάλια και να μυρίζουν
τη διαδρομή της. Σήμερα τα κεφάλια μένουν
σκυμμένα στα πιάτα. Ούτε η Τζούλια
Ρόμπερτς τα σηκώνει!
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου