Γράφει ο Παν. Αντωνόπουλος
Φτωχαδάκι
ο έρημος. Είχε κάτι σποριές σε άλπειες
βουνοκορφές και τις δούλευε. Κέρδιζε
τον επιούσιο, γλιστρούσε στην τσέπη το
χέρι, έβγαζε το νόμισμα και ερχόταν με
την τσάντα τίγκα στο ψώνιο στο σπίτι.
Γύρω του τα πεινασμένα τσιορομπίλια,
με μάγουλα στεγνά, το ρούχο μπαλωμένο,
γελούσαν με ματάκια σαν λιόμαυρες
λαμπήθρες. Άνοιγαν το κονσερβάκι, το
άρταιναν με λαδάκι και την πέτσωναν.
Ώσπου
ο δερβίσης υπουργός επί των οικονομικών,
άνδρας γαλαζοαίματος και λαμπρός, τον
τυράννησε. << Τον ιδρώτα σου σ’ όλο
το βίο σου με κεφαλικό φόρο θα πληρώνεις,
χαράτσι από χρυσό είκοσι τεσσάρων
καρατίων για τους ρόζους στις χείρες
σου θα καταθέσεις, παπορίσια εισφορά
για το αστείρευτο δάκρυ σου στον κρατικό
κορβανά θα αποταμιεύσεις >> του ζήτησε
με μπουγιουρντί νεοελληνικό.
Σκόρπισε
το απόθεμά του, η σοδειά φαγώθηκε απ’
την ακρίδα, έσοδο μηδέν, έξοδο βουνό σαν
την περήφανη Γκιόνα. Από το μπαούλο
ανέσυρε τρία βιβλιάρια τραπέζης. Μπροστά
στον ταμία το χεράκι του άπλωσε
ευσπλαχνικό. Του τα ‘δωσε. <<Θέλω όλα
τα ψιλά να τα αναλήψω >> του είπε. <<
Τα θέλω για αντιστυλώματα στην πείνα
και τη δίψα μου. Μου ξεράθηκε ο κισσός
που είχα στην αυλή μου, φυλλαράκι δεν
έχω να πιαστώ. Δώστα μου να με στηρίξουν!
Κοντεύω να πέσω! >>
Ο
ταμίας κοίταξε το θρυψαλιασμένο μούτρο
του και τα πήρε. Μύρισε τη χωματίλα απ’
το ρούχο του, τ’ άνοιξε και το υπαλληλικό
μάτι του βούτηξε στα ποσά. Διάβασε τη
συντριβή τους, με το χέρι του στα πλήκτρα
μάζευε τα σκορπισμένα μηδενικά. <<
Μικρό το ποσό, ούτε για τσιγάρο δε φτάνει!
>> <<Πόσο το ποσό; >> << Δύο
ευρώ και ογδόντα λεπτά!>> << Το
θέλω! Κάνε την ανάληψη. Μ’ αυτό θα πάρω
γάλα στα παιδιά μου. Θα ξεγελάσω τους
Κύκλωπες που τρώνε την κοιλιά τους, τη
ζωή τους θα δέσω απ’ την κλωστούλα της
μοίρας τους να μην πεθάνουν! Δώσ’ το
μου! >>
Γύρισε
πάλι στις σποριές του. Εκεί που και το
γαϊδουράγκαθο δε θα βλασταίνει και θα
σπανίζει. Ανέστιο θα το κάνουν οι φόροι,
σκουπιδόχορτο οι εισφορές και τα
χαράτσια. Οι σαρκοφάγοι φόροι που τρώνε
χοίρους, ταύρους, ερίφια, όρνιθες και
κούνελους τετράπαχους. Που αδειάζουν
κιούπια, στάμνες, βαρέλια, τεπόζιτα,
βούτες και χαβούζες. Ξαφρίζουν πλέχτρες
κρεμμυδιών, σάκους με φασόλια, φρούτα
και κηπευτικά. Κεφαλικοί φόροι που
στρώνουν στα κοντά και κυνηγάνε τσάπες,
φτυάρια, μανιάρες, δρεπάνια και τσεκούρια.
Φόροι του Δράκοντα, χρυσά μερίσματα σε
σουλτάνους, βεζίρηδες και συμπότες. Πού
τους κάνουν δείπνα αργυρολάτρες φαιδροί.
Κι
ο λαουτζίκος στο ζοχό. Τ’ αφεντικά; Όπως
πάντα ανά τους αιώνες. Στις καραβίδες
τις ψητές και τις αστακοσαλάτες!
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου