Γράφει ο Παν. Αντωνόπουλος
Οι δαρμένοι μας καιροί θέλουν κρεμαστούς κήπους να μας ηρεμήσουν.
Θέλουν της Σεμιράμιδος τα περβόλια να συντρίψουν την ερημία μας. Τον περιβολάρη ήλιο να διώχνει τους βοριάδες
της Μέρκελ. Μια μεθυστική αντιφεγγιά να αναβρύζει τις νύχτες από το ολόγιομο
φεγγάρι. Θέλουν στα πράσινα νερά να
βαπτίζονται οι αμαρτίες μας και στην αγκάλη των θαλάσσιων νεράιδων η σταλαγμένη
σαν αίμα πίκρα μας να γιατρεύεται από το σιγανό τραγούδι τους. Θέλουν κι από ένα ηλιοβασίλεμα. Από
εκείνα που οι νύμφες των δασών μας
καλούν να στήσουμε το θρόνο μας στο θρόισμα των λογιών- λογιών φυλλωσιών και να
το δούμε πάνω από το γυμνό σώμα της θάλασσας.
Μόνοι μας. Αποστραμμένοι από τον φαύλο
κόσμο. Με μόνο σύντροφο το όνειρο. Και μέσα από τη δίφυλλη πύλη της Δύσης να
δούμε τα δώματα του ήλιου που στεφανωμένος με τις θαλάσσιες νύμφες, κατεβαίνει την χρυσή σκάλα του, χρωματισμένη με το θρίαμβο
της ζωγραφικής. Πηγή της ένα άντρο κοχυλένιο, με όλα τα είδη των χρωμάτων. Που
με το χρωστήρα της ντύνουν το φωτοστέφανο του αυτοκράτορα των πλανητών. Ώσπου
να γίνει χρυσένιο, στολισμένο με πορφυρές γραμμές, κίτρινες αποχρώσεις και ροζ
φωτοσκιάσεις. Με χιλιάδες στίγματα από βιολετί, ιώδη και λευκά απαλά
ιριδοχρώματα. Ένα ζωγραφιστό όνειρο στην αγκαλιά του πυρπολημένου ουρανού. Και
δεξιά κι αριστερά να αργοκυλάει σαν
ποτάμι η ουράνια γαλήνη. Κι ο ήλιος κόκκινος να σταλάζει το κουρασμένο δάκρυ
του στης θάλασσας το χάδι. Ξέθωρος που
και που, σαν τον σκιάζει ένα συννεφάκι, ολόλαμπρος μετά σαν σκορπά σαν άψυχη
φλογίτσα. Με τις τελευταίες χαλαρές ακτίνες να απλώνονται παντού σαν υπερδύναμη
του όντος ον. Και σε λίγο ο δίσκος να
καταπίνεται από το αδηφάγο στόμα του νερού.
Η πλάση να ροδίζει. Οι χορταριές να
χρυσώνονται, οι ασφόδελοι να γίνονται κρόκοι και οι φτερόκλωνες ελιές ν’
ανθίζουν μικρά- μικρά λευκά αστεράκια. Οι θλιβεροί υάκινθοι να ντύνονται με
γέλιο αγγέλων και τα κρινάκια να φανερώνουν μέσα από τα καπελάκια τους το
μυστικό τους τραγούδι. Το κάθε λιόδεντρο να σαλεύει ανάλαφρο. Η πνοή του να
λιώνει σε φλόγες εκστατικές. Κι εμείς να βλέπουμε. Να βλέπουμε όλη μας τη ζωή
σ’ αυτό τον πίνακα που σαν σβούρα τρελή γυρίζει γύρω μας στροβιλίζοντας με τα
χρώματα των στεναγμών μας. Αλλά και την στιλπνότητα από τη λάμψη που μας έδωσαν
και οι χαρές μας. Έτσι ξεχνώντας τις λαβωματιές, θα ακούμε τα τραγούδια του αυλού. Με γλυκύτατες φωνές που ντύνουν τα σπλάχνα μας με πέπλα αγάπης.
Είναι τραγούδια κοριτσιών, ερωτικοί ψίθυροι ανθισμένοι, αλάλητοι στίχοι που ξεχάστηκαν να
απαγγελθούν σε γιορτινά τραπέζια. Σ’
αυτά που η Αννούλα κύλαγε στο άπειρο την λευκότατη καρδιά της.
Το σούρουπο θα αρχίζει την περιπλάνησή του. Κι εμείς κήρυκες
του θαύματος του ηλιοβασιλέματος, θα σκεφτόμαστε: Πόσοι τέτοιοι ρόδινες πίνακες
μας έμειναν ακόμη; Πόσους ύμνους γιορταστικούς ακόμη θα ψάλλουν τα χερουβείμ στην υπόλοιπη ζωή μας από της Δύσης τις φλογισμένες παρειές; Πόσες
ακόμη μέρες μας θα βαφτούν από το λαμπερό γέλιο τούτων των χρωμάτων; Και θα γινόμαστε
καλύτεροι. Θα δοξάζουμε τα τιτιβίσματα και τους ανθώνες, λακτίζοντας τον χρυσό
και τον άργυρο.
Έτσι θα ευχόμαστε σε ποιητικό οίστρο: Η στερνή μας ώρα να είναι σαν το ηλιοβασίλεμα
κι όχι σαν άγρια μπόρα. Και το << χαίρε >> μας να μην πετρώσει στα χείλη
μας σαν στυφή λέξη, αλλά να φτερουγίσει σαν ουράνιος γλυκόλαλος κελαηδισμός.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου